Θ Plus

Παναγιά Φανερωμένη η αφανέρωτη

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ανάμεσα σε δυο μεγάλες χαράδρες του ανατολικού Πηλίου με το ίδιο όνομα (Μέγα Ρέμα) έμελλε να ψάχνω ένα μυστικό που ήταν αφανέρωτο για πολύν καιρό, αλλά πολύ φανερωμένο στη συνείδηση, καθώς και την εκτίμηση των πιστών της περιοχής: H Παναγιά η Φανερωμένη. Ένα θρυλικό μοναστηράκι, από το οποίο έμεινε μονάχα το μικρό καθολικό, χωμένο σε μια δίνη πάμπλουτης φυτοχλωρίδας, ανώτερης από κάθε ειδυλλιακή περιγραφή του Θεόκριτου, δυο βήματα και μια ανάσα από τη βραχωμένη μνημείωση του φυσικού ανάγλυφου που δεν μπορεί εύκολα να αποδοθεί ούτε με τη γραφίδα ούτε με το πενάκι ή τη σμίλη καλλιτέχνη.
Είπα καταρχήν για τα δυο ρέματα. Πρόκειται για τις δυο βαθύτερες ρεματιές που δεσπόζουν στο ανατολικό Πήλιο. Το ένα είναι το Μέγα Ρέμα που κατηφορίζει ανάμεσα από Μακρυράχη και Ανήλιο, πηγάζοντας από τις ψηλές υδροφόρες καταπακτές των Χανίων και ονομάζεται (στα ψηλώματα) ρέμα Φελούκας, ενώ διασχίζει ένα πρωτόγνωρο τοπίο άγριας ομορφιάς ωσότου φτάσει ορμητικό στην παραλία του Μπάνικα.

Το άλλο μεγάλο ρέμα (κι αυτό στους χάρτες ως Μέγα Ρέμα) πηγάζει στις υπώρειες του Γολγοθά των Χανίων, σφάζει όλο το απάτητο και ίσως το ομορφότερο πρανές του βουνού για να δημιουργήσει ένα τρίστρατο και να περάσει ανάμεσα από Κισσό και Μούρεσι φιλοτεχνώντας τη θαυμάσια κοιλάδα του Αϊ-Γιάννη, στο ύψος της ΧΑΝΘ.
Το ρέμα αυτό ξεκινάει ως Μέγα Ρέμα, μετονομάζεται σε Κισσώτικο και καταλήγει ως Μαυρούτσα στο Αιγαίο.
Ανάμεσα στις δυο αυτές ρεματιές, τις βαθιές δηλαδή τομές που εδημιούργησε η φύση, τα νερά και ο χρόνος, παρεμβάλλονται τα χωριά του Κισσού, του Αγίου Δημητρίου και του Ανηλίου. Η Μακρυράχη βγαίνει από το κάδρο του σφιγκτήρα των δυο ρεματιών, καθώς βρίσκεται δυτικά του Μεγάλου Ρέματος.
Επινοούμε, σχεδιάζουμε κι ακολουθούμε μια κυκλική διαδρομή που στόχο έχει να μας αποκαλύψει τις άγνωστες κι απάτητες ομορφιές της Πλάκας. Η Πλάκα είναι μια πανέμορφη, ευτυχώς ακόμη άθικτη από μαζικές επεμβάσεις, αμμώδη ακτή που βρίσκεται βόρεια και δυτικότερα από την κοσμοβριθή παραλία του Αϊ-Γιάννη.
Η κυκλική διαδρομή έχει αφετηρία τον Κισσό, πέρασμα από τον Αϊ-Δημήτρη, προορισμό την άξενη, κακοτράχαλη κι αλίμενη ακτογραμμή της Παναγίας Φανερωμένης, με αναδίπλωση μέσω Ανηλίου προς τον Κισσό.
Είναι γνωστό ότι η φυσική διαμόρφωση του ανατολικού μπλοκ του Πηλίου δημιουργεί ανώμαλες φυσικές αναδιπλώσεις, με έκτυπη πάντως τη σφραγίδα της θείας δωρεάς, σε έναν τόπο που σε αφήνει άφωνο και δύσκολα μπορείς να τον περιγράψεις…
Ένα λοιπόν από αυτά τα πηλιορείτικα τοπία θα περπατήσουμε και θα αγωνιστούμε να το σχεδιάσουμε περισσότερο με εικόνες μεταφυσικής γεωτοπίας παρά με λόγια και περιγραφές υμνητικού θριάμβου.

Το εκκλησάκι της Φανερωμένης

Φεύγοντας από το μπαλκόνι του Διανέλλου στον Κισσό, όπου για λίγο σταματήσαμε να κουβεντιάσουμε – τι λέτε σεις – για τις ομοιότητες Πηλίου και Αγιονόρους, πήραμε τον δρόμο κατηφορίζοντας για τον Αϊ-Δημήτρη πρώτα κι ύστερα προς τον Αϊ-Γιάννη. Σε μια χαρακτηριστική όμως στροφή αφήσαμε τον δρόμο που καταλήγει στο ωραίο πηλιορείτικο θέρετρο και στρίψαμε αριστερά με κατεύθυνση την Πλάκα.
Από εδώ αρχίζουν τα ωραία. Εκείνα τα ωραία που δυναμώνουν σε κάθε στροφή το οπτικό κι αισθητικό ενδιαφέρον εγκαινιάζοντας τα θυρανοίξια των πηλιορείτικων μυστικών.
Ο δρόμος στενεύει, δεξιά κι αριστερά αποκαλύπτονται παλιά ανακαινισμένα καλύβια, μικτό δασωμένο τοπίο μέχρι να φτάσουμε στο εξαιρετικά φροντισμένο κατάλυμα του Μπαλκονιού. Εκεί σταματάει η επαφή μας με τον κόσμο των υλικών θορύβων για να εισέλθουμε στην ευταξία των επίγειων ακουσμάτων και της χαλαρής ευδαιμονίας.
Σταματά και η άσφαλτος μπροστά στην είσοδο του ξενώνα, από τον οποίο κατηφορίζει στενό δρομάκι για την ξανθογάλανη παραλία της Πλάκας.
Εμείς συνεχίζουμε παρακάμπτοντας και τα τελευταία καλύβια αφήνοντας στα δεξιά μας και το πέτρινο καλντερίμι που βγαίνει απότομα μέσα από μια υπέροχη δασωμένη στοά στην ξανθή αμμουδιά. Δε χρειάζεται παρά να παραμερίσουμε την τελευταία κουρτίνα από τα τρίχινα κρόσια των φύλλων και τους κότινους των θάμνων, για να απολαύσουμε την ατόφια ατμόσφαιρα ενός αυθεντικού πηλιορείτικου γιαλού.

Αυτό ως ορεκτικό του σκηνικού μαρτυρίου της πηλιορείτικης πραγματικότητας. Γιατί ο πολιτισμός της φύσης δε γρικάει από δω και πέρα εξωραϊσμούς και ανέσεις. Είναι από μόνος του ο Ακάθιστος Ύμνος της Παράδεισος που τόσο έχουμε εγκαταλείψει για τις εδραίες συνήθειες των πολιτισμικών αγαθών.
Περπατάμε σε ένα χωμάτινο διάζωμα με κάθε λογής από δω κι από κει φυτείες και στέγες της πολυβότειρας γης. Λεμονιές, τσιτσιραβιές, φτέρες, φτελιές, λεύκες, αγιοκλήματα, κουτσουπιές, δάφνες, αριές και πλατάνια, με τον πράσινο λόγο τους φλογίζουν τον δρόμο μπροστά μας κι ανοίγουν πολύαστρο εκμαγείο ομορφιάς.
Σε χίλια περίπου μέτρα από τον ξενώνα θα δούμε μπροστά μας ξαφνικά μια πελώρια πινακίδα μ’ ένα βέλος δεξιά για την Παναγία Φανερωμένη. Ελέγχουμε το δεξί μέρος του δάσους που από τη μια μεριά έχει γκρεμό και χούνη κι από την άλλη έναν όχτο με πεζούλες κι ελαιοπερίβολα. Στην άκρη του όχτου μια τεράστια τσιτσιραβιά είναι πάνω στην ώρα της. Συλλέγουμε όσα από τ’ ανθύλλια είναι ακόμη φρέσκα και γλιστράμε κάτω απ’ τον όχτο.
Μεσολαβούν δυο τρεις αβραγιές κι ύστερα πέφτουμε σε τσιμεντένιο δρομάκι. Το ακολουθούμε, καθώς κατηφορίζει προς τη θάλασσα χωρίς να τη βλέπουμε, αλλά την αφουγκραζόμαστε. Πού συμβαίνουν τέτοια πράγματα; Σε ποιον πλανήτη; Nα είσαι εκατό μέτρα πάνω από το πέλαγο και να μην το βλέπεις, καθώς το κρύβουν οι σωρευτικές πυκνοστοιχίες της βλάστησης.
Σε λίγα μέτρα τελειώνει ο τσιμεντόδρομος και φράζεται η προσπέλαση στην ακτή από καγκελόπορτα. Δίπλα από την καγκελόπορτα υπάρχει δάσος αριάς. Τρυπώνουμε από κει και βρίσκουμε δίοδο για τη βραχώδη ακτή. Συνεχίζοντας τον κατήφορο συναντούμε το «ιδιόκτητο» σκαλωτό μονοπάτι που οδηγεί σε μια τεχνητή ξύλινη εξέδρα πάνω στα φυσικά βράχια που η θέα της είναι συντριπτική.
Μένουμε έκθαμβοι από το μεγαλείο αυτής της εντυπωσιακής θέσης και ξαναγυρίζουμε πίσω ώστε να βρούμε τον δρόμο προσπέλασης για τη Μονή της Παναγίας Φανερωμένης.
*

Η άγρια μορφολογία της ακτής

Επιστρέφοντας από τα ίδια πέφτουμε σε δεύτερη φραγή που μας αποκλείει την … έξοδο. Ήδη όμως μας έχουν αντιληφθεί οι ιδιοκτήμονες «κλέπτοντας οπώρας» που έρχονται να μας απεγκλωβίσουν.
Συμπτωματικά είναι παλιοί γνωστοί από το Ανήλιο που έχουν ένα όμορφο παλιό «καλύβι» μεταπλασμένο σε αγροτική έπαυλη.
Ανάμεσα στον καφέ και τα κουλουράκια της κυρα-Δήμητρας, με μέτωπο το ωραιότερο μπαλκόνι στο ανατολικό Πήλιο, ακούω τον παλιό συμμαθητή να μας λέει πως η Μονή Παναγίας Φανερωμένης είναι μια ιστορική μονή και αξίζει οπωσδήποτε με κάθε θυσία μιαν επίσκεψη. Μας δίνει οδηγίες και γινόμαστε λούηδες.
*
Από το σημείο που είδαμε την πελώρια πινακίδα ο υποτυπώδης δρομάκος συνεχίζει για άλλα εκατό μέτρα ευθεία κι ύστερα στρίβει απότομα δεξιά. Προφανώς αυτό εννοούσε η πινακίδα με το δεξί βέλος.
Παίρνουμε αυτό το δρομάκι που έχει καταποντισθεί από τις πλημμύρες και τις νεροφαγιές και διασχίζουμε ένα από τα πιο πυκνά και υγιή κομμάτια του απάτητου Πηλίου. Στροβιλιζόμαστε κατηφορίζοντας σε ορθές γωνίες ανάμεσα από σκαλιστά και μυρωμένα τέμπλα της χλωρίδας μέχρι να βρεθούμε μπροστά σε ξύλινο ταμπλό που σημαίνει την είσοδο στη Μονή. Από το σημείο εκείνο της εισόδου και κάτω ένα αδιαπέραστο πυκνό δάσος από αριές, μέλεγους, αγριοκαστανιές, μυρτιές και δαφνόδεντρα μας κρύβει το φως. Νερά εξαπολύονται σα σφεντόνες, ανάβρες βουίζουν από παντού, πηχτές ρεματιές, όγκοι τεράστιων θάμνων, κελαηδήματα, μισοσκότεινες αλέες, βράχια ολόρθα, απόρθητα, και στο βάθος ένα φρεσκοασβεστωμένο κλησάκι, με λειασμένες και καμπυλωτές τις γωνίες του στέκει ωσάν θαβώρειο στίγμα που εκπέμπει ένα μυστήριο κι αλαβάστρινο φως στο ανοιχτό πέλαγο που μουρμουράει από κάτω του. Ολόγυρα μοσχοβολάν οι φτέρες, οι νιες τσουκνίδες, τα μυρώνια, οι αγριοπασχαλιές, οι άκανθοι, οι γαλατσίδες, τα δεντρολίβανα, τα λούπινα, τα μελισσόχορτα, οι νερόκρινοι, τα πολυτρίχια, οι ξυνήθρες και τα σκουλαρίκια, ο παράδεισος του Θεόφραστου και του Διοσκορίδη.
Κι από κάτω μας εκείνο το αίθριο της πρώην μονής: Πάνω σε μια φυσική βράχινη εξέδρα στέκει το μέγα ερωτηματικό…
Μα πούθε φανερώθηκε η Παναγιά όντας κρυμμένη μες στα τούλια της τα μυστηριακά και τ’ αφανέρωτα;
Και πώς εντέλει να περιγράψεις ετούτο τ’ απερίγραπτο; Πώς ν’ αφηγηθείς το ανείπωτο; Και κυρίως πώς να ερμηνεύσεις το ανερμήνευτο…
Από δω και πέρα τον λόγο θα πάρει ο ζωγράφος εκείνος που θα μπορέσει να συνδυάσει όλες τις αποχρώσεις της κλασικής και μοντέρνας τεχνοτροπίας, από τον ρομαντισμό και την καθαρή τέχνη, ίσαμε τον μαγικό ρεαλισμό για ν’ αποδώσει την υπεραξία της….
Και μόνη αυτή…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το