Πολιτισμός

Πάμε Σούσα; – Η οπτική της ήττας των Περσών απ’ τον Αισχύλο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ατοσσα: «πού τας Αθήνας φασίν ιδρύσθαι χθονός»;

Πάμε Επίδαυρο; Αισχύλος ειν’ αυτός! Γι άλλη μια φορά κατηφορίζει για το κοίλο του Πολυκλείτου. Περνάει τ’ Αυλάκι και μπαίνει στα Δερβενάκια. Διασχίζει Μυκήνες, Ηραίο, Τίρυνθα και καταλήγει στο Λυγουριό. Μεθαύριο δίνει παράσταση με τους «Πέρσες».
Μα αυτή δεν είναι τραγωδία. Το έργο αυτό είναι μνημόνιο συμπάθειας και οίκτου, λύπης και μελαγχολίας. «Δείγμα απονομής θείας δικαιοσύνης» το είπε ο Winnington Ingram.
Και τι δεν έγραψαν για τους Πέρσες του Αισχύλου οι εκκεντρικοί κριτικοί της Εσπερίας.
Αλλά ένα ξεχνούν: Πως Aισχύλος ειν’ αυτός! Μεγάθυμος, μεγαλόψυχος και γενναιόδωρος με τους ηττημένους, ακομπλεξάριστος, αλτρουιστής, αυτοσυνείδητος και μετριοπαθής.
Δίχως ίχνος στενόκαρδου μίσους, ιδεοληψιών και εθνοτικής καπηλείας.
Παίρνει σήμα από τον Περικλή και χορηγία από τον ίδιο, παρακαλώ, και μόλις οκτώ χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας γράφει και παρουσιάζει τους «Πέρσες», ένα θεατρικό δράμα («τραγωδία» για τους αριστοτελιστές), ιδωμένο από την πλευρά των ηττημένων, μέσα από τον αντίκτυπο που γεννάει η ήττα στην καρδιά της περσικής αυτοκρατορίας, στα Σούσα.
Αδιαφορεί για τα επινίκια, παραμερίζει τους δοξαστικούς επαίνους για τη γενναιότητα των Ελλήνων και ξεδιπλώνει το ταλέντο του προτιμώντας να περάσει από την άλλη μεριά, για να χαρίσει διαχρονικότητα στις γενναίες στιγμές του λαού του.
Με τους «Πέρσες» διεγείρει τον οίκτο και το έλεος παρουσιάζοντας τον τρόπο που οι ηττημένοι βιώνουν την ήττα τους ζωγραφίζει με καταπληκτικά χρώματα τον θρήνο τους. Έναν θρήνο που δοξάζει την Ελλάδα.

Δεν είναι πραγματικά ασύλληπτο ως ιδέα, η συγγραφή και η ζωντανή παράσταση ενός τέτοιου θέματος; Όταν μάλιστα τη ναυμαχία της Σαλαμίνας την είχε ζήσει κι ο ίδιος, αλλά και οι θεατές που θα παρακολουθήσουν την παράστασή του;
Το ιστορικό λοιπόν (και πατριωτικό) θέμα έχει και μιαν άλλη διάσταση. Μόλις πριν τέσσερα χρόνια (475 π.Χ.) είχαν παρουσιαστεί οι Φοίνικες του Φρυνίχου και πριν δέκα η τραγική Μιλήτου Αλωσις του ίδιου τραγικού, από την οποία οι εντυπώσεις και οι επιρροές του κοινού ήταν αντιστρόφως ανάλογες του κλίματος των «Περσών»…
Ο Αισχύλος δεν σκανδαλίζει το κοινό του ούτε παίζει με τα συναισθήματα των Αθηναίων. Με τους «Πέρσες» του παρουσιάζει το θρίαμβο των αρχών του πατριωτισμού αλλά και της πολιτικής ισονομίας πάνω στο βαρβαρικό δεσποτισμό. Κι εδώ είναι που παίρνει κεφάλι η τραγωδία του, σε σχέση με τον ομόθεμο έργο του συναδέλφου του ποιητή της δραματικής αφήγησης.
Τα γεγονότα είναι ακόμη νωπά στη μνήμη των ανθρώπων και οι λεπτομέρειες του θεατρικού έργου μπορούσαν να θεωρηθούν επιβλαβείς στην ανάπτυξη ενός τέτοιου ηθικού θέματος. Έτσι λοιπόν ο μέγας κίνδυνος (ο θεατρικός κίνδυνος, δηλαδή ο σκηνογραφικός) θα ήταν το δράμα αυτό να παιχθεί στην Αθήνα. Δεν έγινε κάτι τέτοιο, αλλά αντίθετα μεταφέρθηκε στα Σούσα. Μόνο εκεί μπορούσε η ιστορία να απλωθεί, και ν’ ανοίξει τα φτερά της η τραγωδία (Δήτε H.D.F. Kitto, «Η αρχαία ελληνική τραγωδία»).
Αλλά ας έρθουμε στον Αισχύλο πριν πάμε στους «Πέρσες».
Χωρίς καμία έπαρση, αλλά αντίθετα με συμπόνια για τους ηττημένους ο μέγας δραματικός ποιητής διεγείρει το πατριωτικό αίσθημα των θεατών.
Δεν μιλάει για τα παθήματα των συμπολιτών του και όσα αυτοί υπέστησαν μερικά χρόνια πριν. Και φυσικά δεν κινδυνεύει από λυντσάρισμα. Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία ζει. Η ελευθερία του λόγου, της σκέψης, της γραφής είναι στο απόγειό της.

Ο Αισχύλος πάει στα Σούσα. Ούτε στον Μαραθώνα, ούτε στη Σαλαμίνα. Μα ούτε και στην κατεστραμμένη Αθήνα ή τον διαμελισμένο Πειραιά. Πάει κατευθείαν στην πηγή του θρήνου και της τραγωδίας. Στα Σούσα. Με πρωταγωνιστές ούτε τον Θεμιστοκλή ούτε τους στρατηγούς των Αθηναίων. Ούτε καν τους γέροντες της Αττικής (ίσον Χορό) που ισoπεδώθηκε.
Πάει στα Σούσα, και βάζει να μιλούν κάτι παράξενα ονόματα. Η Ατοσσα και ο Δαρείος, κι από κοντά ο Άγγελος και ο χορός των γερόντων Περσών, συμβούλων του βασιλιά.
Δε μιλούν. Θρηνούν. Ψάχνουν να βρουν την αιτία της αμαρτίας. Την πηγή της Υβρης τους απέναντι στη θεία Δικαιοσύνη…
Ωστόσο το έργο δεν είναι παρά μια θεολογική ερμηνεία των γεγονότων. Ούτε είναι το εγκώμιο του νικητή που ψάλλει στα μεθεόρτια της νίκης.
Η καταστροφή της βασιλικής (περσικής) υπερδύναμης είναι αποτέλεσμα της υπέρβασης του ΜΕΤΡΟΥ που ήταν ορισμένο (προκαθορισμένο, θα έλεγα), από τη στιγμή που η Ύβρις της περσικής εκστρατείας βρήκε την καθαρή της έκφραση στην ΑΜΑΡΤΙΑ του Ξέρξη.
Πίσω από το έργο αχνοφαίνεται η τρίτη διάσταση, κάθε άδικης, υβριστικής, άμετρης και επεκτατικής πολιτικής των δυνάμεων του κόσμου που νομίζουν πως με τα όπλα θα κυριαρχήσουν στον πλανήτη.
Ο Ξέρξης μπορεί να ήταν δυνατός και ανίκητος, αλλά υπήρξε υβριστής και ασύνετος στη διαχείριση της παγκόσμιας πολιτικής του. Εκεί τον χτυπάει ο Αισχύλος…
*
Το έργο λοιπόν διεξάγεται στη χώρα των ηττημένων. Στην καρδιά της περσικής αυτοκρατορίας. Τα Σούσα. Έτσι το δράμα της ήττας των Περσών θα κάνει πιο λαμπρή τη νίκη των Αθηναίων.
Αισχύλος ειν’ αυτός! Διαχειρίζεται με ευστροφία το θέμα της νίκης, καθώς δεν ακουμπάει καθόλου στα λεπτά ζητήματα των λαθών και της μεγάλης διαφωνίας των Ελλήνων στρατηγών, αλλά ούτε και τη δυσαρέσκεια που έχει ξεσηκώσει η στάση του Θεμιστοκλή.
*
Επιχειρεί ή όχι ο Αισχύλος να μιμηθεί το Φρύνιχο; Διαφοροποιείται ή τον ξεπερνάει; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Δεν κρατάει καμιά απόσταση από τον συνάδελφό του. Παρά μόνο γράφει και κάνει ποίηση το μεγάλο γεγονός. Το γεγονός ότι μέσα σε τέσσερα χρόνια παρουσιάστηκαν δυο τραγωδίες με το ίδιο θέμα, δε τον ενοχλεί καθόλου.
Ο Αισχύλος κάνει ποίηση. Αυτό είναι όλο. Και οι «Πέρσες» είναι μια ώρα πέρα για πέρα αληθινής ποίησης…
Πάτε λοιπόν Επίδαυρο για να ταξιδέψετε ώς τα Σούσα…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το