Πολιτισμός

Όταν το ρεμπέτικο συναντάει το κουκλοθέατρο… Η θεατρολόγος Αννέτα Στεφανοπούλου συστήνει στη «Θ» τον Γιοβάν

Η μαγεία του ρεμπέτικου ζωντανεύει μέσα από μία παράσταση κουκλοθέατρου που έχει πρωταγωνιστή τον Γιοβάν. Μία κούκλα κατασκευασμένη από την Αννέτα Στεφανοπούλου, η οποία με τρόπο μοναδικό δίνει πνοή σε έναν χαρακτήρα που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή. Απόφοιτος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ασχολείται μ’ αυτήν την ξεχωριστή μορφή τέχνης από το 2001. Την τελευταία τριετία εξελίχθηκε σε βασική απασχόλησή της, με τις «περιπέτειες» του μερακλή ρεμπέτη Γιοβάν να κερδίζουν ολοένα περισσότερους θεατές.

Η πορεία της 34χρονης θεατρολόγου έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, αφού από παιδί έδειξε την αγάπη της για το κουκλοθέατρο, αλλά και τα ακούσματα του ρεμπέτικου. «Πάντοτε μου άρεσε να δημιουργώ πράγματα με τα χέρια μου. Όταν ήμουν έφηβη έφτιαχνα κούκλες, ζωγράφιζα αρκετά κι έκανα πολλές κατασκευές. Ίσως επειδή και οι γονείς μου αγαπούσαν τις χειρωνακτικές εργασίες και δραστηριότητες», εξομολογήθηκε η Αννέτα Στεφανοπούλου, η οποία στη συνέχεια μίλησε για το πώς εμπνεύστηκε το όνομα του Γιοβάν: «Όταν άρχισα να ψάχνω πώς θα ονομάσω τον κουκλοθεατρικό χαρακτήρα που δημιουργήθηκε, κατέληξα στο συγκεκριμένο από τον ρεμπέτη Γιοβάν Τσαούς, ο οποίος ήταν εξαιρετική προσωπικότητα και πάρα πολύ καλός μουσικός. Ήταν ένα όνομα που παρέπεμπε απευθείας σε εκείνη την εποχή. Ήταν κάπως ξεχωριστό και ταίριαζε σε μία κούκλα».
Ο Γιοβάν «γεννήθηκε» το 2011 και τα πρώτα βήματά του έγιναν στις παραστάσεις δρόμου που επιμελείται η ίδια και οι συνεργάτες της στη θεατρική ομάδα Bufos, την οποία ίδρυσε πριν από μία εξαετία. Έπειτα από τόσο καιρό η ταλαντούχα κουκλοπαίκτρια δείχνει πως έχει εξοικειωθεί με την εκάστοτε εμφάνιση του Γιοβάν επί σκηνής: «Τώρα πια νιώθω πολύ ωραία. Αρχικά μπορεί να υπήρχε αγωνία, γιατί δεν γνώριζα ακριβώς τη διαδικασία. Μου φαίνεται πολύ χαλαρωτικό πλέον. Τώρα πια παύω να υπάρχω μπροστά στον Γιοβάν, που είναι η προσωπική μου κούκλα κι έτσι νιώθω οικεία. Είναι τελείως αυτοματοποιημένο ότι εκείνος θα ανέβει στο τραπέζι, αφού μετά δουλεύουμε μαζί του. Αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα. Μέσα από ένα άλλο μάτι, γυάλινο στην περίπτωση του Γιοβάν, που έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον».
Το «ζωντάνεμα» μίας κούκλας παραπέμπει σε… μυσταγωγία για έναν κουκλοπαίκτη, με την κ. Στεφανοπούλου να σημειώνει: «Είναι το πλέον βασικό να δίνεις πνοή στην κούκλα σου. Πόσο μάλιστα όταν μέσω αυτής περνάς και κομμάτια του εαυτού σου στο κοινό, ιδίως εκείνα που λόγω αμηχανίας δεν μπορούν να εκφραστούν τόσο εύκολα. Κάτι που συμβαίνει και στην παράσταση. Ο Γιοβάν στο τέλος θυμώνει μαζί μας. Εμείς ντρεπόμαστε για τον θυμό μας, αλλά μαζί με τις συνεργάτιδές μου, τη Λίτα Ασλάνογλου και την Ευγενία Τσιχλιά, ακόμη και οι πρόβες του Γιοβάν είναι ψυχοθεραπευτικές, αφού έχουμε εκτονωθεί».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε σε όλα εκείνα που τη γοητεύουν στη συγκεκριμένη μορφή τέχνης: «Λατρεύω τις ιστορίες που αφηγούνται οι χαρακτήρες και τον τρόπο βασικά που το πράττουν. Μία κούκλα συχνά λειτουργεί συμβολικά. Δεν έχει απαραίτητα πολύ κοντινή σχέση με τον ρεαλισμό. Αυτή η αφαίρεση που έχει η τέχνη του κουκλοθέατρου μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Σου δίνει χώρο για τη δική σου φαντασία. Εκεί γεννιούνται πολύ πλούσια πράγματα και στο συναίσθημα, τόσο στον κουκλοπαίκτη, όσο και στο μυαλό εκείνων που σε παρακολουθούν. Έπειτα στο κουκλοθέατρο είναι άπειρες οι τεχνικές. Μπορεί να δεις κούκλες με υπερβολικά σύνθετους μηχανισμούς, απίστευτα ρεαλιστική κίνηση, συχνά ρομποτική ή να δεις μία πέτρα να κινείται με έναν ρυθμό που παραπέμπει σε κάτι ζωντανό και να μπορούν εξίσου αυτοί οι δύο τρόποι να δείχνουν μία ιστορία με έναν ζωντανό χαρακτήρα. Οπότε στην τέχνη του κουκλοθέατρου έχεις ένα πεδίο εξερεύνησης απεριόριστο».
Η περίπτωση του Γιοβάν παραπέμπει σε ρεμπέτικο κουκλοθέατρο, ένα είδος που δεν συναντούμε συχνά: «Με τον Γιοβάν, όντως αυτό συμβαίνει. Παίζω, όμως, και σε παραστάσεις που είναι άλλου τύπου, δεν έχουν να κάνουν με το ρεμπέτικο. Εκτός από εμάς υπάρχει μία φοβερή ομάδα από την Ελβετία, που ονομάζεται «La tete dans le sac». Είχαν φέρει την παράστασή τους στην Ελλάδα και ήταν εξαιρετικοί. Πάντως, αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι με τον όρο ρεμπέτικο κουκλοθέατρο βοηθούμε με εύγλωττο τρόπο να καταλαβαίνει το κοινό το περιεχόμενο της παράστασης κι εάν ενδιαφέρεται γι’ αυτό το είδος μουσικής να το παρακολουθήσει».
Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει η «σχέση» του Γιοβάν με την αγαπημένη του Τιτή, για την οποία η Αννέτα Στεφανοπούλου εξήγησε τους λόγους που τον… παιδεύει από το 2014, όταν και την κατασκεύασε: «Ενδεχομένως λόγω της δικής μου αναποφασιστικότητας, η Τιτή τον παίδεψε αρκετά. Μάλλον ήταν πολύ απαιτητικός και ο Γιοβάν, αφού το κεφάλι της το πέτυχα με την 3η φορά. Είχα πάρει δύο κομμάτια που τα δούλευα για να γίνει η γυναίκα, αλλά δεν έβγαινε όπως ήθελα. Πριν από καιρό πήγα στη Γαλλία και σε μία βερσιόν της παράστασης, μίλησα γι’ αυτά τα δύο πλάσματα που δεν συναντιούνται, αφού χάθηκαν στην ανταλλαγή πληθυσμού που έγινε στη Σμύρνη. Έτσι, τότε έκανα μία εισαγωγή για το ρεμπέτικο και μίλησα γι’ αυτή τη βίαιη ανταλλαγή πληθυσμών, θυμίζοντάς τους ότι πολλά ζευγάρια και οικογένειες χάθηκαν μεταξύ τους. Τώρα το ζευγάρι παλεύει να διατηρήσει έτσι την αγάπη του ζωντανή, μάλιστα η Τιτή τραγουδάει κεντώντας το πρόσωπο του Γιοβάν».
Ο χαρακτήρας του Γιοβάν δεν μένει στατικός, με τη δημιουργό του να σημειώνει: «Ό,τι έχει να κάνει με τον Γιοβάν και τον χαρακτήρα του, έρχεται από μόνο του. Είναι περίεργο γιατί παρότι γνωρίζω πολύ καλά αυτήν την κούκλα, δεν έχω πάρει συνειδητές αποφάσεις, αλλά όλα προέκυπταν ως ανάγκη. Επειδή αυτή η κούκλα κατασκευάστηκε και έπαιξε κατευθείαν στον δρόμο. Για παράδειγμα στην αρχή είχα ένα πορτατίφ δίπλα του. Δημιουργούσε την ατμόσφαιρα του δωματίου του. Τώρα πια έχει ένα ραδιόφωνο μόνο. Αρχικά σκούπιζε το δωμάτιό του. Είδαμε όμως ότι δεν λειτουργεί τόσο. Έτσι επιλέξαμε να ψήνει τον καφέ του και γενικότερο όλα βγήκαν κάπως έτσι».
Η μεγαλύτερη επιτυχία όμως της Αννέτας Στεφανοπούλου έχει να κάνει με το ότι χάρη στον Γιοβάν έρχονται πιο κοντά άνθρωποι και κούκλες. «Δημιουργούνται αρκετά τρυφεροί διάλογοι, ακόμη και χωρίς λόγια με το κοινό», είπε η ίδια και πρόσθεσε: «Γενικά συγκινούνται πολύ. Στην παράσταση δρόμου η κούκλα κατεβαίνει από το τραπέζι και γνωρίζει τους θεατές από κοντά. Υπάρχουν κάποιες αγκαλιές με τις οποίες συγκινούμαστε όλοι. Θα δεις τον άλλο να δακρύζει, θα συγκινηθείς κι εσύ. Μία ωραία ατάκα μού είπε κάποτε ο Χρύσανθος Αγγελάκης. Με τον γιο του Μανώλη και τον Στέλιο Σπανουδάκη, έφτιαξαν μία πολύ ωραία μεταξοτυπία του Γιοβάν. Οπότε, κάναμε όλη μαζί τη δουλειά εκείνη την ημέρα και συζητούσαμε διάφορα. Ρώτησα τον Χρύσανθο που είναι μεγαλύτερος από εμάς σε ηλικία και φιλοσοφημένος άνθρωπος «είσαι αισιόδοξος;». Στην αρχή είπε όχι, αλλά μετά το διόρθωσε λέγοντας: «Εάν βλέπω τέτοια πράγματα να γίνονται στην παράσταση του Γιοβάν είμαι αισιόδοξος». Και κάποιος άλλος μου είπε κάποτε ότι ο Γιοβάν βγάζει τον καλύτερο εαυτό σε κάθε άνθρωπο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το