Άρθρα

«Όσα ξέρω για τους ανθρώπους»

Της Χρύσας Μαρδάκη*

Η νέα ποιητική μου συλλογή, αφιερωμένη στον άνθρωπο, πρόκειται να παρουσιαστεί στο Πολιτιστικό Κέντρο Αλμυρού στις 7 το απόγευμα του Σαββάτου 29 Οκτωβρίου 2016.
Περιλαμβάνει 67 ποιήματα μέσα από τα οποία εμφατική αναδύεται η ανθρώπινη παρουσία σε εικόνες, σε συναισθήματα, σε ιδέες, σε σκέψεις, σε οράματα.
Ποιος όμως μπορεί να ξέρει τι αληθινά ζητούν οι άνθρωποι, τι πράττουν, τι ονειρεύονται; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά πως ξέρει καλά τους ανθρώπους;
Εγώ όχι. Στα 67 ποιήματά μου, λοιπόν, αποτυπώνονται όλα «όσα ξέρω για τους ανθρώπους»
Όσα ξέρω για τα πλέον ακατανόητα στοιχειά της φύσης
Τα πιο χαρισματικά και τα πιο καταραμένα.
Γιατί ο Θεός, όταν μας έπλασε, μας φύσηξε λίγη από τη δύναμή Του, λίγη από την καλοσύνη Του, λίγη από την αγάπη Του, τη δημιουργικότητα και την επινοητικότητά Του.
Όμως μας χάρισε τόση ελευθερία, που δε συμβιβαζόμαστε με τις προδιαγραφές Του, τόση βουλιμία, ώστε κι ο Παράδεισος κάποτε δεν είναι αρκετός, τόσο εγωισμό, που δε συγχωρούμε τις αδυναμίες μας, όταν τις βλέπουμε στους άλλους βέβαια και τόση αναλγησία, που σπάνια αναγνωρίζουμε τον πόνο που προκαλούμε.
Όσα ξέρω για το μεγαλείο και τη μικρότητα, την έπαρση και την ταπεινότητα, το σφρίγος και την υποτονικότητα, τη γέννηση και το θάνατο ή την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής.
Της ψυχής, που πότε αγκομαχά και πότε αναπαύεται, πότε πέφτει και πότε σηκώνεται, καθώς κλυδωνίζεται μέσα στο σάρκινο φόρεμά της, όπως με το άρμα του χρόνου περιπλανιέται, άχρονη η ίδια κι ανάερη κι αθώα και άνοη.
Μα όσο πιο βαθιά, από την αρχή του Αιώνα, προχωρούμε μέσα στο χρόνο, όσο πιο πολλές εμπειρίες μάς χαρίζει, τόσο λιγότερο διδασκόμαστε και μαθαίνουμε από αυτόν.
Μάλλον πιο ανόητοι, πιο άφρονες, πιο αγνώμονες για την ευεργεσία της μαθητείας, τον πολεμάμε, τον υποτιμάμε ή τον περιφρονούμε οι άμυαλοι.
Έτσι, πάντα μέσα από ερείπια ξεκινούμε πάλι κάνοντας τα ίδια λάθη, έχοντας την ίδια αφέλεια, δείχνοντας την ίδια λαιμαργία να κατασπαράξουμε ό,τι βρεθεί μπροστά μας, στην ανάγκη και τις σάρκες μας.
Στο να γράψω, λοιπόν, το «όσα ξέρω για τους ανθρώπους», δε με οδήγησε η διάθεση να σας παραθέσω με ποιητικό ύφος τα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους, ούτε να εξυμνήσω αυτά τα -ούτως ή άλλως- αμφιλεγόμενα πλάσματα, ούτε ακόμη να οικτίρω τη μοίρα ενός καταδικασμένου σε κακουχίες αξιολύπητου κόσμου, πόσο μάλλον να λιθοβολήσω για τα θανάσιμα αμαρτήματά του τον περιούσιο λαό.
Στην πραγματικότητα, δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε ποτέ (και δεν εξαιρώ κανέναν, ούτε τον εαυτό μου οπωσδήποτε) στο ελάχιστο να γίνουμε καλύτεροι ή χειρότεροι και σε τι;
Είναι όμως ένα δέος, μια συστολή, μια ανατριχίλα που με διαπερνά, όταν συνειδητοποιώ όλα αυτά τα θαυμαστά, τα τρομακτικά, τα λαμπρά, τα απίστευτα, τα θλιβερά, τα εξαίσια, τα ηρωικά, που άνθρωποι επιφανείς όσο και καθημερινοί, πεπαιδευμένοι όσο και αγράμματοι, καλοσυνάτοι ή κακόβουλοι, ικανοί ή αδέξιοι δημιουργούν, λένε, αισθάνονται, σχεδιάζουν, σκέφτονται ή ανέχονται.
Όσα ξέρω για τους ανθρώπους, δεν είμαι σίγουρη ότι είναι ικανά να γεμίσουν τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Φοβάμαι πως είναι ελάχιστα.
Ίσως, μάλιστα, να είναι μυθεύματα που μόνη μου επινόησα, γιατί πίστεψα πως κάτι έμαθα τα χρόνια που ζω ανάμεσά τους.
Κάτι αλίευσα από τους ωκεανούς των βασάνων τους, όταν μου εκμυστηρεύονταν τον καημό τους. Κάτι μου αποκαλύφθηκε από τα μυστικά τους, όταν με φιλοξενούσαν στην καρδιά τους.
Ακόμη κι όταν νόμιζαν ότι κανείς δεν τους προσέχει κι ο καλά κρυμμένος, για το φόβο των αδιάκριτων και των λοιδορών, εσωτερικός κόσμος της ανθρώπινης προσωπικότητας έβγαινε να πάρει αέρα πάνω σε βλέμματα, σε λόγια, σε χειρονομίες, θάρρεψα πως ανακάλυψα μαγευτικά τοπία εκεί που μόνο άγονη γη φαινόταν να υπάρχει.
Αλλά τότε γιατί μιλάω;
Ας πούμε ότι τόσα ξέρω, τόσα λέω.
Ας πούμε ότι είναι δελεαστικό από σκόρπιες πολύχρωμες κλωστές να τυλίγεις τα κουβάρια ανομολόγητων ιστοριών και να υφαίνεις από χαλιά μέχρι κουρελούδες κι από βελούδα μέχρι χασέδες. Εξαρτάται από τις κλωστές, από τον αργαλειό, μάλλον κι από την υφάντρα.
Όμως όσο τύλιγα τα κουβάρια μου και ύφαινα τις ιστορίες μου, έμπαινα όλο και πιο πολύ ανάμεσα στα στημόνια, πλεκόμουν στις ίνες και μαγευόμουν περισσότερο από τα υπέροχα αυτά αποκυήματα της φύσης, τα κομψοτεχνήματα του Θεού.
Στάθηκα τότε και τους ξανακοίταξα σαν για πρώτη μου φορά να τους αντίκριζα, σαν για πρώτη φορά να έβλεπα κι εμένα.
Πια δεν ξέρω τίποτα για τους ανθρώπους.
Μόνο τους αγαπώ!

*Η Χρύσα Μαρδάκη είναι Διευθύντρια του ΓΕΛ Αλμυρού

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το