Άρθρα

Όραμα και τόλμημα του Αθ. Γκαβαρδίνα

του
Κωνσταντίνου Δ. Πόρποδα
Ομότιμου Καθηγητή Ψυχολογίας
του Πανεπιστημίου Πατρών

Κάθε φορά που θυμάμαι τον Αθανάσιο Γκαβαρδίνα, τα προσδιοριστικά στοιχεία που ανακαλώ συνειρμικά στη μνήμη μου είναι «ιεραπόστολος στον τόπο του», «προσωποποίηση της κοινωνικής συνείδησης», «πρωτεργάτης της προόδου στην περιοχή του». Ο ίδιος ήταν μια περίπτωση ανθρώπου που μάλλον σπανίζει στην εποχή μας. Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του (1925-2018) στα Κανάλια Μαγνησίας, μοναχικός, αλλά μέσα στην κοινωνία, ενεργός, αλλά ποτέ αυτοπροβαλλόμενος, δημιουργικός, αλλά χωρίς προσωπικό συμφέρον, πάντα σεμνός, αξιοπρεπής και μεγάθυμος.

Με ιεραποστολικό ζήλο και αταλάντευτη αποφασιστικότητα αφοσιώθηκε σε δύο πρωτόγνωρα εγχειρήματα. Με μεγάλο προσωπικό κόπο και θυσίες κατάφερε να τα πραγματοποιήσει και τα δύο, χωρίς ο ίδιος να διαθέτει χρήματα, περιουσία ή έμμισθη εργασία.
Το πρώτο ήταν η ίδρυση και λειτουργία (το 1962) «ιδιωτικού» γυμνασίου στα Κανάλια (και, στη συνέχεια, λυκείου). Ήταν ένα κατόρθωμα μέσα από συνεχή αγώνα, αβεβαιότητες και αγωνίες. Αν και κάπως λησμονημένο σήμερα, από το χρόνο που έχει μεσολαβήσει, το δημιούργημά του αυτό θεωρώ ότι είχε καταλυτική επίδραση στην εξέλιξη των μορφωτικών αναζητήσεων στον τόπο του.
Το δεύτερο ήταν η ανέγερση και λειτουργία γηροκομείου. Λόγω του ορατού ευεργετικού ρόλου του, αυτό είχε ευρύτερη κοινωνική αποδοχή και, ευλόγως, μεγαλύτερη υποστήριξη. Αποτελεί ένα αξιοθαύμαστο και δυσανάλογα μεγάλο έργο κοινωνικής αλληλεγγύης σ’ ένα μικρό τόπο σαν τα Κανάλια. Σήμερα λειτουργεί ως «Σουρλίγκειο ίδρυμα», εις μνήμην της δωρήτριας Μαρίας Σουρλίγκα. Σκοπός του ιδρυτή του ήταν, μάλλον εξαρχής, αυτό το ευαγές ίδρυμα να είναι υπό τη σκέπη της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, η ενέργεια του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου, να αναληφθεί η ευθύνη, η φροντίδα και ο εκσυγχρονισμός του γηροκομείου από τη Ι.Μ. Δημητριάδος, ήταν επαινετή και καθοριστική για τη βιωσιμότητα του ιδρύματος καθώς και για τη συνέχιση και αναβάθμιση της φιλανθρωπικής προσφοράς του.

Ο κοινός παράγοντας σ’ αυτές τις δύο σημαντικές κοινωνικές παρεμβάσεις του Αθ. Γκαβαρδίνα ήταν η ανιδιοτελής προσφορά στον πλησίον του. Από τη μια, το γηροκομείο πρόσφερε και προσφέρει θαλπωρή και φροντίδα στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής που είναι απόμαχοι και ανήμποροι. Από την άλλη, το σχολείο είχε δώσει ελπίδα και όραμα σε μια διαφορετική ομάδα «αδυνάτων». Στα παιδιά εκείνα, που λόγω της φτώχιας τους, δεν είχαν τη δυνατότητα να μετοικήσουν στο Βόλο προκειμένου να φοιτήσουν στο γυμνάσιο, σε μια εποχή που η φοίτηση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν ήταν υποχρεωτική. Με το σχολείο αυτό, όμως, μπορούσαν να κάνουν πραγματικότητα το μέχρι τότε μακρινό όνειρό τους για δικαίωμα στη μόρφωση και για ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση.

Με την ίδρυση του «ιδιωτικού» γυμνασίου του ο Αθαν. Γκαβαρδίνας τάραξε για δεύτερη φορά τα νερά της κλειστής κοινωνίας του χωριού του. Η πρώτη φορά ήταν δεκαπέντε περίπου χρόνια νωρίτερα, όταν, στην ύστερη μετεφηβική ηλικία του, με μια απρόσμενη μεταστροφή στη ζωή του, άφησε την επαγγελματική ασχολία του με την κτηνοτροφία και, με πολλές στερήσεις, άρχισε να φοιτά στο γυμνάσιο, στο Βόλο. Ήταν μια μεταβολή περίεργη και δυσεξήγητη για τους πολλούς. Για τον ίδιο, όμως, ήταν μάλλον η απαρχή για την αναζήτηση της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Προς τούτο, στη συνέχεια σπούδασε στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο Βόλου και στη Θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Και αντί να ακολουθήσει την πεπατημένη, επέστρεψε στα Κανάλια και επιχείρησε ένα τόλμημα. Ίδρυσε «ιδιωτικό» γυμνάσιο όχι για βιοποριστικό ή επιχειρηματικό σκοπό, αλλά για να προσφέρει εκπαίδευση στον τόπο του.

Επρόκειτο για ένα ιδιότυπο ιδιωτικό σχολείο, όπου οι λέξεις «ιδιωτικό» και «δίδακτρα» είχαν αποκτήσει νέες σημασιολογικές διαστάσεις. Το «ιδιωτικό» προσιδίαζε σε κοινωφελές και τα «δίδακτρα» αφορούσαν μόνο τους έχοντες. Για τους υπόλοιπους, ίσχυε το κατά δύναμη και για τους μη έχοντες η φοίτηση ήταν σχεδόν δωρεάν. Τα έσοδα μόλις που κάλυπταν τα έξοδα για το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό. Και ο ίδιος, χωρίς καμία οικονομική αμοιβή, πάντα φτωχός, ολιγαρκής και λιτοδίαιτος, αλλά με αξιοπρέπεια και ψυχική αρχοντιά, συνέχιζε απτόητος την ανηφορική πορεία της εκπαιδευτικής παρέμβασής του στη κοινωνία του χωριού του. Η αγωνιώδης προσπάθειά του να μην κλείσει το σχολείο, λόγω μη συμπλήρωσης του απαιτούμενου ελάχιστου αριθμού μαθητών, του στοίχιζε μια γαστρορραγία κάθε χρόνο.

Η ίδρυση και λειτουργία του συγκεκριμένου γυμνασίου (και λυκείου) αναμφίβολα αποτελούσε την καλύτερη επένδυση για την πρόοδο της τοπικής κοινωνίας. Ωστόσο, σε κάθε κοινωνία, η προσπάθεια αλλαγής της επικρατούσας νοοτροπίας μέσω της εκπαίδευσης δεν είναι εύκολο έργο. Είναι ένας δύσκολος αγώνας όπου, συνήθως, ο αγωνιζόμενος όχι μόνο δεν επιβραβεύεται, αλλά, συχνά, περιφρονείται και αμφισβητείται. Ειδικά σε μικρούς τόπους, οι εκπαιδευτικο-μορφωτικές παρεμβάσεις που διαταράσσουν την ηρεμία της πνευματικής απραξίας, συνήθως (και ειδικά στην αρχή) βρίσκουν μικρή ανταπόκριση από τις τοπικές κοινωνίες και, μερικές φορές μάλιστα, αντιμετωπίζονται με άκομψη αδιαφορία, συγκαλυμμένη απαρέσκεια και υποβόσκουσα απαξίωση.

Με την ίδρυση του γυμνασίου του ο Α. Γκαβαρδίνας δεν ήθελε μόνο να προσφέρει στα παιδιά του χωριού του αυτό που ο ίδιος είχε στερηθεί στα νεανικά του χρόνια. Ήταν αποφασισμένος να αναταράξει το μορφωτικό εφησυχασμό που επικρατούσε στη μικρή, κλειστή, σχετικώς απομονωμένη και, αναπόφευκτα, δύσκαμπτη κοινωνική πραγματικότητα του τόπου του. Για να ενδυναμώσει τον αγώνα του, είχε ιδρύσει τη «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Καναλίων», ένα φιλοπρόοδο φορέα για την καλλιέργεια και προώθηση της εκπαίδευσης, της μόρφωσης και του πολιτισμού. Ήταν ακόμα μια απόδειξη ότι οι παρεμβατικές μορφωτικές δραστηριότητές του είχαν ευρύτερους και μακροπρόθεσμους στόχους. Παράλληλα με την παροχή γυμνασιακής και λυκειακής εκπαίδευσης αποσκοπούσαν και στην ποιοτική μεταλλαγή του μορφωτικού πλαισίου και των εκπαιδευτικών ενδιαφερόντων της τοπικής κοινωνίας.

Τα χρόνια περνούσαν, το σχολείο κατάφερνε να λειτουργεί και οι κατ’ έτος επαναλαμβανόμενες γαστρορραγίες του ιδρυτή του έδειχναν τις ατέλειωτες δυσκολίες του εκπαιδευτικού εγχειρήματός του. Ωστόσο, ο ίδιος συνέχιζε τον αγώνα του με ιώβειο υπομονή, πεισματική επιμονή και παραδειγματική στάση και συμπεριφορά. Όλα αυτά, εκ πρώτης όψεως, ίσως να φαίνονταν ανεξήγητα. Εάν, όμως, κατανοούσες το σκοπό του και την αφοσίωσή του, διαπίστωνες ότι η προσπάθειά του ήταν ρηξικέλευθη και θαυμαστή. Γι’ αυτό, εντυπωσιασμένος από τον αγώνα του για το σχολείο, όταν εργαζόμουν ως συντάκτης στην εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» (στις αρχές της δεκαετίας του ’70), μετά από μια ενδιαφέρουσα συνομιλία μαζί του, δημοσίευσα ένα άρθρο στην εφημερίδα, αφιερωμένο στο επίτευγμά του, με τίτλο «Ένα σχολείο στα Κανάλια» («ΘΕΣΣΑΛΙΑ», 20-12-1970).

Όμως, το όνειρό του και η επιδίωξή του ήταν να ιδρυθεί δημόσιο γυμνάσιο και λύκειο στα Κανάλια. Και όταν αυτό πραγματοποιήθηκε, ο ίδιος έκλεισε το «ιδιωτικό» σχολείο του και βρέθηκε εκτός εργασίας. Κυρίως, όμως, έμεινε έξω από τον αναζωογονητικό του χώρο, το σχολείο. Τότε άρχισε να υλοποιεί τον άλλο μεγάλο στόχο του, την έμπρακτη προσφορά αλληλεγγύης στους ηλικιωμένους, ιδρύοντας και λειτουργώντας με δωρεές και προσφορές το γηροκομείο Καναλίων. Παράλληλα συνέχιζε τις πνευματικές αναζητήσεις του, σπούδασε Φιλολογία και δε σταμάτησε να προσφέρει δωρεάν φροντιστηριακά μαθήματα στους μαθητές, του δημόσιου, πλέον, γυμνασίου και λυκείου Καναλίων, που είχαν ανάγκη. Και έτσι πορεύθηκε μέχρι το τέλος.

Το 2005, το Παιδαγωγικό Τμήμα Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Πατρών, με ομόφωνη απόφαση της γενικής συνέλευσης, του απένειμε «τιμητική διάκριση για την πολύχρονη, πρωτοποριακή και ανιδιοτελή προσφορά του στην εκπαίδευση και την κοινωνία».

Προκειμένου να γίνει κατανοητή η ιεραποστολική στράτευση, η αυτοθυσιαστική νοοτροπία και η αλτρουιστική δράση του Αθ. Γκαβαρδίνα, χρειάζεται, μάλλον, μια υπερβατική προσέγγιση. Ωστόσο, μια απλουστευμένη εξήγηση θα μπορούσε, ίσως, να αναζητηθεί σε κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του καθώς και σε παράγοντες όπως η μετεφηβική αιφνίδια μεταστροφή και απόφασή του να φοιτήσει στο γυμνάσιο, η επιλογή του για θεολογικές σπουδές και οι μεταφυσικές αναζητήσεις του. Επίσης, οι, ενίοτε, αναφορές του με δέος στο έργο και την προσφορά του Πατροκοσμά (Κοσμά του Αιτωλού), ίσως να εξηγούν την ασίγαστη αγωνιστικότητά του και την οραματική επιδίωξή του.

Επιπλέον, υπάρχουν και ορισμένα έκδηλα χαρακτηριστικά της ζωής και της δραστηριότητάς του που, φαίνεται, ότι προσδιορίζουν, ως ένα βαθμό, το «είναι» του και συνεισφέρουν στην προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου «Αθ. Γκαβαρδίνας».
Το πρώτο ήταν η πίστη του. Αποτελούσε την κινητήρια δύναμη της υπόστασης και της δραστηριότητάς του στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Με την πίστη του έζησε ως ασκητής μέσα στην κοινωνία, ως μαχόμενος δάσκαλος και, συνάμα, ως ενεργός πολίτης.
Το δεύτερο ήταν η απόφαση και επιμονή να προσφέρει στον τόπο του και στους συμπατριώτες του. Αν και γνώριζε από τη θεολογική παιδεία του ότι «ουδείς προφήτης δεκτός εστίν εν τη πατρίδι αυτού», ωστόσο τόλμησε, αγωνίστηκε, υπέφερε, δημιούργησε και νίκησε στον τόπο του. Με τον ανυστερόβουλο αγώνα του και την προσφορά του συνέβαλε καθοριστικά στην αλλαγή νοοτροπίας, στον αναπροσανατολισμό προτεραιοτήτων και στην αφύπνιση συνειδήσεων για την παιδεία και τον κοινωνικό πολιτισμό.
Τέλος, ήταν η αυταπάρνηση και η φιλαλληλία του, που συνδυάζονταν με ασυνήθη εγκαρτέρηση, αφοσίωση, σεμνότητα και αξιοπρέπεια.

Αναμφίβολα, η ζωή και το έργο του Αθαν. Γκαβαρδίνα συνιστούν μια θαυμαστή εξαίρεση. Αποτόλμησε εκπαιδευτικές και κοινωνικές παρεμβάσεις που, με βάση τη λογική, ήταν σχεδόν ανέφικτες. Παρά τις μεγάλες δυσκολίες που συνεχώς αντιμετώπιζε δεν δείλιασε, δεν υποτάχθηκε και δεν αφομοιώθηκε από την κοινωνία. Βγήκε μπροστά και αγωνίστηκε για αξίες. Πρωτοστάτησε στον τόπο του για την παιδεία, τη μόρφωση και την ανθρωπιά. Για το λόγο αυτό, στην εγχάρακτη πινακίδα (στο βάθρο της ορειχάλκινης προτομής του, που έχει στηθεί στο προαύλιο του γηροκομείου), η υπάρχουσα επιγραφή θεωρώ ότι αρμόζει να συμπληρωθεί με τη φράση «ΚΑΙ ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΤΑ ΚΑΝΑΛΙΑ, ΤΟ 1962». Έτσι, η μορφή του θα θυμίζει στους επερχόμενους τόσο τον ιδρυτή και κτήτορα του γηροκομείου όσο και το Δάσκαλο, που, στον τόπο του, σμίλεψε όχι μόνο ψυχές, αλλά και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για την παιδεία και τη μόρφωση.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το