Άρθρα

«Όλα στο φως»

Tου Γιάννη Ιατρού

Ο τίτλος θα μπορούσε να αναφέρεται στον καταμερισμό ενός μέσου οικιακού καταμερισμού του προϋπολογισμού, στη θέα των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος. Ωστόσο, στην παρούσα παρέμβαση δεν θα ασχοληθούμε με το πρώτο, ίσως, θέμα που απασχολεί τα ελληνικά νοικοκυριά. Αντιθέτως, θα εξετάσουμε την κυβερνητική πρακτική συγκάλυψης ενός εκ των μεγαλύτερων πολιτικών σκανδάλων στη χώρα μας, που διαδραματίζεται αυτή τη στιγμή με πρωταγωνιστές τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, δηλαδή το σκάνδαλο των υποκλοπών – το οποίο, προς ανακούφιση των κυβερνόντων, αξιολογείται ως τουλάχιστον πέμπτο στη σχετική ταξινόμηση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης.
Αναρωτιέται κανείς, πώς είναι δυνατόν οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος να επιχαίρουν για το γεγονός ότι το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων-– «το ελληνικό Watergate», όπως το χαρακτηρίζουν σύσσωμα τα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης, όπως οι New York Times, η Le Monde, η La Reppublica κ.ά. – δεν είναι το πρώτο θέμα που απασχολεί την κοινή γνώμη, προσκομίζοντας στον δημόσιο διάλογο το επιχείρημα πως, κατά συνέπεια, δεν είναι και τόσο σημαντικό. Εν τω μεταξύ, πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο λίγες ημέρες πριν δεν υπήρχε καν στην ατζέντα, και τον τελευταίο μήνα μονοπωλεί το ενδιαφέρον της πολιτικής ζωής. Ακόμα κι έτσι να ήταν, ωστόσο, προκύπτει ένα ακόμη φλέγον ερώτημα: Για τους βουλευτές που στηρίζουν το κυβερνών κόμμα, άραγε, ζητήματα Δημοκρατίας, Κράτους Δικαίου και ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι επίκαιρα και σημαντικά, μόνο αν αξιολογούνται ως τέτοια από τις χρηματοδοτούμενες δημοσκοπήσεις;

Το σκάνδαλο των υποκλοπών πήρε μεγάλες διαστάσεις λόγω της επιβεβαιωμένης παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη, αρχηγού πλέον του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος. Ωστόσο, προϋπήρχαν οι παρακολουθήσεις ενοχλητικών για την κυβέρνηση δημοσιογράφων, όπως ο Σταύρος Μαλιχούδης και ο Θανάσης Κουκάκης. Για τις δύο τελευταίες δεν γνωρίζουμε πολλά, παρά το γεγονός ότι είχαν ήδη ανοίξει τη συζήτηση για την παράλληλη χρήση των συμβατικών μέσων επισύνδεσης της ΕΥΠ και του παράνομου λογισμικού Predator. Δεν θα σταθούμε σε αυτό το σημείο στο χρονικό των αποκαλύψεων, το οποίο παραμένει ιδιαίτερα ενδιαφέρον, θα επικεντρωθούμε, όμως, στις αντιδράσεις του «κυβερνήτη», όπως με αυταρέσκεια χαρακτήρισε τον εαυτό του ο πρωθυπουργός στην πρόσφατη ΔΕΘ, και όσων υποστηρίζουν την παράταξη και την κυβέρνησή του.
Οι πρώτες αντιφάσεις εντοπίζονται ήδη από το διάγγελμα του πρωθυπουργού μόλις τον περασμένο Αύγουστο, και τις σπασμωδικές κινήσεις που το συνόδευσαν. Ο ίδιος σχολίασε την «επισύνδεση» του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη «νόμιμη», αλλά «λάθος». Αν ήταν νόμιμη, τότε γιατί ήταν λάθος; «Δεν το γνώριζα, και δεν θα το επέτρεπα ποτέ», συνεχίζει. Με δική του απόφαση, ο πρωθυπουργός πήρε στην αρμοδιότητά του το χαρτοφυλάκιο της ΕΥΠ από τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησής του. Η επίκληση άγνοιας σε αυτήν την περίπτωση, είναι διπλά προβληματική. Είτε είναι ψευδής, επομένως ο κ. Μητσοτάκης ελέγχεται για την ειλικρίνειά του, είτε είναι αληθής, επομένως ο κ. Μητσοτάκης ελέγχεται για την επάρκειά του ως πολιτικός προϊστάμενος μίας κομβικής εθνικής υπηρεσίας. Και στις δύο περιπτώσεις, η πολιτική ευθύνη είναι προφανής.

Την πολιτική ευθύνη ωστόσο επιχείρησε να μετακυλήσει, καταρχάς στον εκλεκτό του για τη θέση του διευθυντή της ΕΥΠ, κ. Παναγιώτη Κοντολέων, ο οποίος τοποθετήθηκε με φωτογραφική διάταξη νόμου που έφερε –παρά τις διαβεβαιώσεις του για το αντίθετο– η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη τον πρώτο μήνα αφού ανέλαβε, προκειμένου να αλλάξει τα τυπικά προσόντα που απαιτούνταν για την θέση. Βλέπετε, ο κ. Κοντολέων δε διέθετε πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενάντια στο αφήγημα περί αριστείας της ΝΔ, θα έλεγε κανείς. Ήταν ένας επιτυχημένος σεκιουριτάς, με πτυχίο… μουσικού! Παράλληλα, παραιτήθηκε ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, ο οποίος τυγχάνει να είναι και ανιψιός του, ο οποίος, ωστόσο, λόγω της ιδιότητάς του ως διορισμένου μετακλητού υπαλλήλου δεν φέρει και δεν θα μπορούσε να φέρει αντικειμενική πολιτική ευθύνη – ο μοναδικός αιρετός προϊστάμενος της ΕΥΠ, ο μοναδικός στον οποίο «απαντάει» και οφείλει να ενημερώνει η αρχή, είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Άλλωστε, οι πρώτες κυβερνητικές διαρροές προσπαθούσαν να αποσυνδέσουν την παραίτηση Δημητριάδη από το σκάνδαλο, κάνοντας λόγο για «κλίμα τοξικότητας» που επιβάλλει τη συγκεκριμένη επιλογή.

Έκτοτε, το κυβερνητικό αφήγημα υπήρξε εξίσου αντιφατικό. «Όλα στο φως», διατρανούσαν όλα τα κυβερνητικά στελέχη κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή. Ωστόσο, εδώ και περισσότερο από έναν μήνα, αρνούνται να ενημερώσουν θεσμικά τον κ. Ανδρουλάκη για τους λόγους της παρακολούθησής του. Αξιώνουν από τον ίδιο να ενημερωθεί προσωπικά, παρακάμπτοντας τον νόμο και τους θεσμούς που επιτάσσουν μία οργανωμένη λειτουργία εντός ενός Κράτους Δικαίου. Επικαλούνται «εθνικούς λόγους» για την παρακολούθηση, δίχως να τους εξειδικεύουν. Ενέπλεξαν με διαρροές τρίτες χώρες όπως η Κίνα, η Ουκρανία και η Αρμενία, οι οποίες απάντησαν μέσω των πρεσβειών τους πως ουδεμία σχέση έχουν με το ζήτημα, ωστόσο, κατηγορούν την αντιπολίτευση για «δυσφήμιση της χώρας στο εξωτερικό», χρεώνοντάς της τόσο τα επικριτικά δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, όσο και τις έρευνες που πραγματοποιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το συγκεκριμένο θέμα.

Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας του Ελληνικού Κοινοβουλίου είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο, μεταξύ άλλων, και της ΕΥΠ. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι βουλευτές που συμμετέχουν υποχρεούνται να τηρούν το απόρρητο, ώστε να μην διαρρέουν πληροφορίες για ευαίσθητα θέματα. Ωστόσο, οι διοικητικοί υπάλληλοι έχουν υποχρέωση λογοδοσίας. Παρόλα αυτά, η γραμμή της κυβέρνησης στα εμπλεκόμενα πρόσωπα, πρώην και νυν διευθυντή της ΕΥΠ, τον γ.γ. του πρωθυπουργού και την εμπλεκόμενη εισαγγελέα, είναι η επίκληση του απορρήτου για να μην απαντήσουν σε τίποτα. Ποιοι είναι οι λόγοι παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη; «Εθνικοί», μάλιστα. Είναι κατάσκοπος; Είναι τρομοκράτης; Στρέφεται κατά της πατρίδας του; Η εξωθεσμική απόκρυψη αυτών των πληροφοριών, ακόμα και στο πλέον αρμόδιο όργανο της Βουλής, είναι ευθεία βολή στον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Και ενισχύει την άποψη της κοινής γνώμης: Πως η παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη ήταν κεντρική επιλογή της κυβέρνησης, για να εξυπηρετήσουν τα μικροκομματικά συμφέροντα του κ. Μητσοτάκη.
Η στρατηγική που έχει επιλέξει η Νέα Δημοκρατία πλήττει, όχι μόνο τη δημοκρατία, αλλά και την ίδια. Ήδη σημαίνοντα στελέχη, όπως ο κ. Τζαβάρας, η κ. Κεφαλογιάννη και ο πρώην πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, επιζητούν τη διελεύκανση της υπόθεσης, ζητώντας το προφανές: Να μη γίνεται επίκληση στο ανύπαρκτο απόρρητο προκειμένου να συσκοτιστεί το ζήτημα. Ό,τι λέει, δηλαδή, και το σύνολο των συνταγματολόγων της χώρας. Το επιχείρημα περί απορρήτου άλλωστε είναι τόσο έωλο, αφού, ακόμα και να υφίστατο, ο νόμος περί ΕΥΠ (3649/2008) επιτρέπει στον πρωθυπουργό να το άρει, στις περιπτώσεις όπου αυτό υφίσταται, επιτρέποντας στους εμπλεκόμενους να μιλήσουν. Γιατί δεν το κάνει;
Η απάντηση είναι απλή. Γιατί αντιστρέφει διαρκώς τη σημασία των λέξεων. Όταν λέει «όλα στο φως», στην πραγματικότητα εννοεί «όλα στο σκοτάδι».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το