Πολιτισμός

Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, ως λατρεία παραφυσική

Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Οι «Βάκχες» που παίχτηκαν την περασμένη εβδομάδα στην Επίδαυρο, έδειξαν το άλλο πρόσωπο του αρχαιοελληνικού θεάτρου που εντρυφά στα μοντέρνα πρότυπα και τις ανατρεπτικές καινοτομίες.
Στο αργολικό θέατρο είδαμε σκηνές από αθηναϊκή επιθεώρηση με όλα τα φασόν της λαϊκής κωμωδίας. Αυτό δεν ήταν αρχαία τραγωδία…
Όσο και αν η όρχηση απαιτούσε από τα αρχαία χρόνια καινοτομίες και διαφορετική κάθε φορά «όψι», οι σκηνοθέτες – δημιουργοί δραματουργικών σκηνών – οφείλουν κι είναι υποχρεωμένοι από τον αρχαίο κώδικα των σκηνικών παραδόσεων να μη ξεμακραίνουν από τις συνήθειες και συμβάσεις της διονυσιακής λατρείας.
Αυτό ήταν το καμπανάκι που χτύπησε ο Ευριπίδης και φυσικά ο Θάνος Παπακωνσταντίνου το εισέπραξε κι έπλασε μια παράσταση στα καλούπια της παραδοσιακής θρησκευτικής αντίληψης.
Μην ξεχνάμε πως στα χρόνια εκείνα που γράφτηκαν οι Βάκχες ίσχυε ακόμη ο νόμος του Διοπείθη «Εισαγγέλεσθαι τους τα θεία μη νομίζοντας» με την απειλή της ποινής του θανάτου.
Πώς να ξεφύγει από τη θηλειά αυτή ο Ευριπίδης; Βάζει λοιπόν τον Διόνυσο και τη συνοδεία του (τις Βάκχες) να τιμωρήσουν τον βασιλιά Πενθέα επειδή τάχα ασέβησε σε βάρος των θεσμών της διονυσιακής λατρείας. Και να διαπράξουν το ειδεχθέστερο έγκλημα της αρχαιότητας.
Μπορεί ο σημερινός θεατής να ξεσκεπάσει τον τεχνητό πέπλο που βάζει ο Ευριπίδης στο μύθο του, για να δει την καθαρή εικόνα της θρησκευτικής του κριτικής;
*
Ας πάμε στην παράσταση:
Η κάθε τραγωδία οφείλει να διατηρείται στα πλαίσια μιας λιτής σκηνικής οικονομίας, να είναι αψεγάδιαστη στον χειρισμό των μερών της, όπως μας τον παρέδωσε ο Αριστοτέλης, να μην αυθαιρετεί και να κυλάει με φυσικότητα.
Από αυτή τη γραμμή εξώκειλε το πλοίο των «Βακχών» του Εθνικού Θεάτρου.
Το έργο που έγραψε ο Ευριπίδης αντιμετωπίζει σωρεία κριτικών διαπραγματεύσεων. Το βασικό είναι η διακύβευση της επικρατούσας θεοκρατικής αντίληψης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η λατρεία του Διόνυσου, που βάλλεται από έναν άνθρωπο, τον Πενθέα.
Λίγοι μπορούν να συλλάβουν το κρυμμένο νόημα των Βακχών, όπου ο θεός εξουσιάζει τους ανθρώπους υποτάζοντάς τους, με απάνθρωπο τρόπο.
Ευριπίδης ειν’ αυτός και παλεύει με τα στοιχειά των θεών, κρύβοντας την προοδευτική του τάση πίσω από μισοσκεπασμένες ιδέες, μια και οι Αθηναίοι της εποχής του, μπορεί να ήταν στην πλειοψηφία τους δημοκρατικοί, είχαν μολαυτά βαθειά ριζωμένη την πίστη τους στους θεούς, πολύ πριν κάνουν την εμφάνισή τους οι μονοθεϊστικές αντιλήψεις.
Στις Βάκχες λοιπόν ο ξενόφερτος θεός Διόνυσος εκπροσωπεί την παλιά πολεμική στάση των Ολυμπίων απέναντι στους θνητούς, εγγράφοντας στο περιθώριο του μύθου την παραδοσιακή και δημόσια θεοκρατική τους φύση.
*
Ως προς την εξουσία του Χορού: Δεν ήταν ο Ευριπίδης αυτός που σχεδίασε πρώτος τέτοιο Χορό, με τόσο πλούσιο διακοσμητικό ρόλο στην ανέλιξη του Βακχικού μύθου.
Ο Αισχύλος ήταν εκείνος που πρωτοτύπησε στην εφαρμογή και τον νεοτερισμό των Χορικών και του σκηνικού διάκοσμου.
Και τούτο διότι το έργο που είδαμε στο αργολικό θέατρο της Επιδαύρου, το περασμένο Σάββατο ήταν υπερβολικά φορτωμένο σε Χορικά – στάσιμα και παρόδους.
Ο σκηνικός διάκοσμος των αρχαίων παραστάσεων ήταν, όπως ξέρουμε, αρχικά πολύ φτωχός. Με την εμφάνιση του Αισχύλου όμως στο θέατρο του Διονύσου, εμπλουτίζεται ο διάκοσμος με εντυπωσιακά σκηνικά.
Όλοι οι δραματογράφοι της εποχής αρχίζουν και παίρνουν μετά τον Αισχύλο θέματα – υποθέσεις από τους αρχαίους μύθους επιχειρώντας να δημιουργήσουν στους καλλιεργημένους θεατές εντυπώσεις κι αισθητικές συγκινήσεις.
Τόσο με τον λόγο, όσο και με την όρχηση.
Αυτό κάνει κι ο Ευριπίδης, αυτό περίπου θέλει να αναπλάσει και ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου, με τα σκηνικά και τις ενδυμασίες που θυμίζουν γαλλικό θέατρο.
Ο σκηνοθέτης Παπακωνσταντίνου έδωσε πληθωρική οντότητα και σημασία στον Χορό, έτσι που το έργο του Ευριπίδη να θεωρεί ως πρωταγωνιστή τον οργιαστικό δαίμονα του Χορού και λιγότερο τον Δαίμονα Ενιαυτό – θεό Διόνυσο, από τον οποίο εκπορεύονται τα πάντα στις μαινόμενες Βάκχες του.
Το πλούσιο λευκό σκηνικό του Ιερού θύμιζε τον ναό της Αριάδνης στη Νάξο, προσφέροντας εντυπωσιακό στοιχείο προσέλκυσης των μαινομένων Βακχών. Στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με τη διονυσιακή τους εξάρτηση – εκστασιακή λειτουργία τους…
Από τα χρόνια του Φρυνίχου οι νεοτερισμοί στη χορογραφία και στη σκηνογραφία δίνανε και παίρνανε, έτσι που να κοσμούνται οι παραστάσεις, με μηχανές, βωμούς, σάλπιγγες εκκυκλήματα, περιάκτους, έξαστρα, προσκήνια και βροντεία.
Τα μέρη της τραγωδίας, όπως διδάσκονταν από τους τραγικούς ποιητές, στην παράσταση των Βακχών της Επιδαύρου διασαλεύτηκαν. Το Χορικό βαρόμετρο, στο οποίο έδωσε ο σκηνοθέτης υπερεξουσία, μέτρησε αρνητικά κι αυτό γιατί δόθηκε δυσανάλογη βαρύτητα στην εκτέλεση των Επεισοδίων με τον υπερτονισμό των Χορικών στασίμων.
*


Ως προς τη στολή των ηθοποιών τώρα: Αυτή κι αν ήταν αχταρμάς! Άλλος με μαύρα μανικέτια, άλλος με έξωμα γιλέκα, άλλη με βρακιά λεκιασμένα, άλλη με ολόσωμους επενδύτες κι άλλοι (άγγελοι) με παντελόνια εξοχής και κάλτσες χειμωνιάτικες ή μπέρτες, δημιουργούσαν ένα κλίμα και μιαν ατμόσφαιρα ολωσδιόλου ανατρεπτική της αρχαϊκής εποχής, την οποία παραμέριζαν για χάρη των ενδυματολογικών εντυπώσεων.
«Και σκευή μεν η των υποκριτών στολή (ούτω γαρ εκαλείτο ο χιτών)… Ο δε κροκωτός ιμάτιον· Διόνυσος δε αυτώ εχρήτο και μασχαλιστήρι ανθινώ και θύρσω», γράφει ο Πολυδεύκης IV, 115-118).
Ευρηματική η σκηνογραφία, αλλοπρόσαλλος ο ενδυματολογικός χρωστήρας (δεν μπορεί ο ίδιος Χορός να εμφανίζεται στην είσοδο με ριχτάρια ολόσωμα και στη συνέχεια να τα αποβάλει και να μένει με πολύχρωμα βρακιά και στηθόδεσμους θέλοντας τάχα να δείξει την ανεξέλεγκτη έκστασή του).
Μέτρια, πολύ μέτρια η σκηνοθετική αντίληψη του τραγικού μύθου, με κενά και χασμωδίες οι αρμοί επεισοδίων και στασίμων, εντυπωσιακοί οι φωτισμοί.
Δυσανάλογες οι ερμηνείες των ηθοποιών. Δεν έπεισε με τίποτα ένας τέτοιος Διόνυσος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), υπερβολική, ειδικά στο τέλος της θρηνωδίας η Αγαύη (Αλεξία Καλτσίκη), δυναμικός ο Χορός παρά τα προβλήματα της ενδυμασίας – δεν μας έπεισε το αρχικό ουράνιο τόξο και υποβάθμισε το ρόλο των μελών του Χορού η χρωματιστή βρακογραφία τους. Πολύ σωστός στον ρόλο του αν και δεν βοηθήθηκε από τον σκηνοθέτη, ο Πενθέας (Αργύρης Πανταζάρας). Υπερχειλής η μουσική των τυμπάνων.
Οι Μαινάδες θα σπαράξουν τον Πενθέα, αλλά δεν θα πείσουν όπως και ο Διόνυσος για το νόμιμο και δίκαιο της εκλογής τους, όπως δεν θα πείσει και ο σκηνοθέτης που τον εμπιστεύτηκε η διοίκηση του Εθνικού Θεάτρου στο ανέβασμα των Βακχών για τον τρόπο που δίδαξε τις δικές του Βάκχες, στη διαμάχη τους με την ασέβεια, τάχα, του βασιλιά Πενθέα.
Μια ασέβεια που δεν αντέχει σε καμία κριτική αιτιολόγηση, γιατί αφορά στο εισαγόμενο θρησκευτικό στοιχείο και σε μια λατρεία αναχρονιστική (διονυσιακή λατρεία) που έπαψε να πείθει τους πολίτες της Αθήνας.
Πόσοι εννόησαν το υποδόριο κλίμα των Βακχών που δίδαξε ο Ευριπίδης; Πόσοι νέοι σκηνοθέτες, βγαλμένοι από τη μήτρα του κλασικού ελληνικού θεάτρου και πόσοι αυτοδίδακτοι της νεοτερικής θεατρικής φόρμας θα μπορέσουν να μεταφέρουν το ευριπιδικό κλίμα στις παραστάσεις τους;
Προσωπικά αρνούμαι να δεχτώ τις ερμηνείες αρχαιοελληνικών έργων από σκηνοθέτες που διδάχτηκαν σπουδαία κείμενα και παραστασιολογία του θεάτρου της Κομεντί Φρανσαίζ και του γαλλικού βουλεβάρτου…
Γιατί άλλο Ρακίνας και Μολιέρος κι άλλο Ευριπίδης και Αριστοφάνης…
Επίδαυρος, 3-8-24

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το