Πολιτισμός

Οι ταμπακέρες, ο παππούς και ο πατέρας μου

Της Βασιλείας Γιασιράνη-Κυρίτση

Ένα παλιό τραγούδι των Ιωσήφ Ριτσιάρδη, Μίμη Τραϊφόρου και Γιώργου Γιαννακόπουλου, ερμηνευμένο τέλεια από τη φωνή της Σοφίας Βέμπο έλεγε «Τι μου τη χάρισες αυτή την ταμπακιέρα… για να μου γίνει και το κάπνισμα βραχνάς…».
Οι ταμπακέρες ήταν αντικείμενα καθημερινής χρήσης, που εξυπηρετούσαν κυρίως προσωπικές ανάγκες. Η κατασκευή τους γινόταν συνήθως από οργανωμένα εργαστήρια ύστερα από ειδική παραγγελία, από πολύτιμο υλικό, όπως χρυσό, ασήμι, σμάλτο. Τέτοια εργαστήρια λειτουργούσαν σε όλα τα μεγάλα κέντρα της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Αντίθετα, οι ταμπακέρες που ήταν φτιαγμένες από περισσότερο ευτελή υλικά, όπως ήταν το φαρμακερό ασήμι ή πικρασήμι (ασήμι χαμηλού βαθμού), χαλκό ή χρυσούχο ορείχαλκο, σμάλτο, κατασκευάζονταν όπως και τα άλλα μικροαντικείμενα του ανδρικού οπλισμού, από τα ντουφεξίδικα ή τζεμπετζίδικα, τα εργαστήρια δηλαδή κατασκευής και διακόσμησης όπλων. Τέτοια εργαστήρια λειτουργούσαν σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως στα Γιάννενα, τους Καλαρρύτες, το Μέτσοβο, την Άρτα, τα Γρεβενά, την Πρέβεζα, τον Τύρναβο, τα Τρίκαλα, τη Λαμία, τη Λάρισα, την Καρδίτσα, τη Νάουσα, τη Νέβεσκα (Νυμφαίο), το Μοναστήρι, τη Στεμνίτσα, το Μεσολόγγι, τα Επτάνησα.

Ταμπακέρες επαναστατικής περιόδου, απομίμηση

Η διακίνησή τους γινόταν παράλληλα με τη διακίνηση και το εμπόριο του καπνού, που διεξαγόταν από την Αδριανούπολη μέχρι τη Σμύρνη και τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Συνυφασμένα με την ιστορία του καπνού, τα μικρά αυτά κουτιά αποτέλεσαν, αντικείμενο λατρείας από τους μανιώδεις του καπνού. Η λατρεία για τα μικρά αυτά πολυτελή κουτιά δεν προερχόταν μόνο από τη χαρά, που πρόσφερε το περιεχόμενό τους, αλλά και από την αισθητική ικανοποίηση που οι κάτοχοί τους δέχονταν μέσα από ένα τέτοιο έργο τέχνης. Γιατί, αυτό αποτελούσαν στην πραγματικότητα τα μικρά αυτά κουτιά καπνού. Μικρά έργα τέχνης: ζωγραφικά, με σαβάτι, καλεμιστά, έκτυπα ή χυτά, τα μικρά κουτιά καπνού, υπήρξαν «ποιήματα λεπτεπίλεπτων καλλιτεχνικών αγγιγμάτων». Ο πολυτελής διάκοσμός τους κατέταξε τις ταμπακοθήκες στα αριστουργήματα της μικροτεχνικής καλλιτεχνίας.
Ταμπάκοι ή ταμπακέρες, νταμπακέλες, ταμπακοθήκες ή ταμβακοθήκες, ήταν μερικές από τις ονομασίες που είχαν τα μικρά κουτιά «πάθους», μέσα στα οποία άνδρες και γυναίκες φύλασσαν στο παρελθόν τον καπνό τους. Κουτιά πάθους χρηστικού, αλλά και πάθους συλλεκτικού. Μικρά κουτιά κατασκευασμένα από ξύλο, ελεφαντόδοντο, χρυσό ή ασήμι, χρησιμοποιούνται ήδη από τον 14ο αιώνα, από άνδρες και γυναίκες, για να μεταφέρουν πάνω τους μικρά ζαχαρωτά ή αποξηραμένα φρούτα. Κουτιά-ταμπακοθήκες άρχισαν να χρησιμοποιούνται στην Ευρώπη για πρώτη φορά από τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν η χρήση του καπνού αυξανόταν θεαματικά. Σε ποικίλα σχέδια και μεγέθη, οι ταμπακέρες, έγιναν το απαραίτητο εξάρτημα των θεριακλήδων του καπνού, των δανδήδων ή των κομψευομένων κυρίων για την τοποθέτηση του καπνού τους. Τα αντικείμενα αυτά, οι επιταγές της μόδας στη Δυτική Ευρώπη, ήδη από τον 16ο αιώνα, τα επέβαλαν ως το απαραίτητο εξάρτημα της γυναικείας και ανδρικής κομψότητας. Μόδα, που η ελληνική κοινωνία δεν παράλειψε να ακολουθήσει, καθώς η χρήση του καπνού αυξανόταν θεαματικά, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σε όλες τις χώρες της οθωμανικής επικράτειας, στην οποία ανήκε και η Ελλάδα.
Ανεπαρκείς ήταν οι πληροφορίες για την παρουσία τους στην Ελλάδα.

Οι ταμπακέρες παρουσιάστηκαν πιθανότατα για πρώτη φορά μετά την παύση των διωγμών κατά του καπνίσματος σε όλη την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – στην οποία υπαγόταν και η Ελλάδα – γύρω στα 1690.
Η παρουσία της ταμπακέρας στην Ελλάδα διατηρήθηκε σ’ όλη τη διάρκεια της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου μέχρι και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην περίπτωση μάλιστα των κλεφταρματολών, η ταμπακέρα αποτελούσε σύνολο με τον υπόλοιπο οπλισμό, ενώ ο διάκοσμός της είχε θεματολογία όμοια με εκείνη που πάνω της είχε παλάσκες και μεδουλάρια.

Ασημένια ταμπακέρα του Εμ. και Γ. Γιασιράνη

Τον 18ο αιώνα η άνοδος της αστικής τάξης στην Ελλάδα καθιέρωσε, επιβάλλοντας την ταμπακέρα ως το απαραίτητο εξάρτημα του κοσμοπολίτη Έλληνα ή ως το σήμα κατατεθέν κάθε επιτυχημένου επιχειρηματία και έμπορα αστού. Η παρουσία της στο εθιμικό τελετουργικό του αρραβώνα – ως δώρου – της έδινε συμβολικό περιεχόμενο, σημάδι πίστης και αφοσίωσης, ταυτίζοντας τη χρήση του καπνού με την ανδρική ωριμότητα, προαπαιτούμενο για την αναζήτηση νύφης. Σύμφωνα με το έθιμο, μέσα σ’ ένα τέτοιο κουτί ο γαμπρός τοποθετούσε το δακτυλίδι γάμου, και ορίζοντας την ημερομηνία του γάμου έστελνε το κουτί στο σπίτι της νύφης. Ο διάκοσμος πάνω στα κουτιά αυτά διαμορφωνόταν ανάλογα με θέματα που εξέφραζαν την αγάπη και τη συζυγική πίστη, όπως καρδιές, στέφανα, περιστέρια.
Το τσιγάρο ήταν και είναι πάθος, προσωπικό και αυτοκαταστροφικό.
Τα πάθη των ανθρώπων δεν σταμάτησαν, σαν το αλάτι της ζωής.
Μια θέση στο οικογενειακό αρχείο κατείχαν και οι ταμπακέρες που βρήκαν καταφύγιο ανάμεσα στα παλιά πράγματα στον χώρο μου, που μοιάζει με μουσείο. Αφιερώματα προγόνων και περασμένων εποχών..

Η ιστορία τους επέμενε να μένει παλιά, να ζουν σε άλλους καιρούς και μαζί τους ζούσε και ο χώρος που τα περιέβαλε. Η παρουσία τους θύμιζε τους καιρούς που έζησαν.
Είχα την ταμπακέρα που ο παππούς Εμμανουήλ Γιασιράνης έβγαζε τον καπνό από τη σακούλα, έκοβε με τον σουγιά πάνω σε ένα ξύλο τον καπνό ψιλό-ψιλό και μετά έστριβε το τσιγάρο. Η γιαγιά μου του έφτιαχνε θεριακλίδικο καφέ ανακατωμένο με ρεβίθι και κείνος έκανε το τσιγάρο του πάντα στην ίδια θέση. Έτσι έλεγε η μητέρα μου. Μοσχοβολούσε ο τόπος από τον μυρωδάτο καπνό που γέμιζε την ταμπακέρα από τα μαγαζιά της Ιταλικής Ρόδου, της Σμύρνης, του Σαλιχλί… Ακόμη υπήρχε έντονη η μυρωδιά του. Τον καπνό, που τον πούλαγαν λαθραία, τον έβαζε σε μια δερμάτινη σακούλα σαν πουγκί, την καπνοσακούλα.
Καμιά φορά, σαν του τελείωνε το χαρτί τύλιγε τον καπνό με κομμάτι εφημερίδας. Σαν έφυγε από τη ζωή στη φονική αποχώρηση των Ελλήνων η ταμπακέρα έμεινε και ο 7χρονος γιος του μεγάλωσε… Από μικρός κάπνισε, οι φίλοι του το έσκαζαν από το σχολείο, πήγαιναν κάτω από τις γέφυρες στην Καρδίτσα και κάπνιζαν …να μεγαλώσουν, να γίνουν άντρες. Και σαν μεγάλωσε και ωρίμασε πήρε την ασημένια ταμπακέρα του πατέρα του και έγραψε το όνομά του: ΓΕΩΡΓΙΟΣ.
Θυμήθηκα από παιδί, τον πατέρα μου μανιώδη καπνιστή…

Έβγαζε από τη μέσα τσέπη του σακακιού το τελευταίο του τσιγάρο από την ταμπακέρα, πριν ξεκινήσει για το ταξίδι του με το μεγάλο φορτηγό Man τη διαδρομή Αθήνα-Βόλος. Αγόραζε φθηνά, αλλά και ακριβά τσιγάρα πολυτελείας, από την αγορά των Αθηνών και τα περίπτερα του Βόλου.
Και το τσιγάρο καιγόταν, αργά, επίσημα, σχεδόν βασανιστικά ανάμεσα στα δάκτυλά του και αυτός απολάμβανε με βαθιές ανάσες το άρωμά του και άφηνε τα δακτυλίδια του καπνού να σχηματίζουν μικρά σύννεφα, με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένo και με έκφραση ευχαρίστησης. Τι εικόνες….
Η μία ταμπακέρα ήταν ασημένια, παραλληλόγραμμη, εγχάρακτη, με το όνομα ΓΕΩΡΓΙΟΣ από τη μια πλευρά και αρχικά από την άλλη πλευρά, που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω από τη χρήση της. Η άλλη ήταν μεταλλική για εύκολο στρίψιμο του τσιγάρου, με πανάκι εσωτερικό ανθεκτικής κατασκευής, ασφαλές κλείσιμο και αποθηκευτικό χώρο καπνού. Στην επιφάνειά της είχε ανάγλυφο φυτικό διάκοσμο και κάποια γεωμετρικά σχήματα. Πάνω από το άνοιγμα έγραφε τη μάρκα της, rapid.
H τρίτη ήταν πολύ απλή με μεταλλικό στήριγμα για το χαρτί και μεγάλο χώρο για τον καπνό, ή τα στριμμένα τσιγάρα. Αυτή ίσως ήταν του άλλου μου παππού, του Αναστάση Μαρμαρά. Αυτός πέθανε λίγους μήνες πριν γεννηθώ.

Ο πατέρας μου αγόραζε τα τσιγάρα χύμα Παπαστράτος από μια μεγάλη κούτα. Έπαιρνε μερικά για να μην τσαλακωθούν και γέμιζε την ταμπακέρα του. Καμιά φορά την έβαζε για πιο πρόχειρα στην τσέπη του πουκαμίσου του και ας τον βάραινε, ή του έπεφτε σαν έσκυβε.
Το κάπνισμα με τη συνοδεία της ταμπακέρας ήταν συνήθεια άκρως γοητευτική, αυτοκαταστροφική βέβαια, αλλά και ιδιαίτερα ακαταμάχητη. Αυτή η συνήθεια ήταν και ο επίλογος της ζωής του πατέρα μου. Η δουλειά του, το ξενύχτι πάνω στο τιμόνι ήταν ποτισμένη με το άρωμα του καπνού, με σκοτάδι που λαμπικάριζε σαν έβαζε στα χείλη του τον καπνό.
Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια απουσίας του, μόνον οι ταμπακέρες του μιλούσαν γι’ αυτό το πάθος. Πλημμυρισμένη εικόνες του πατέρα μου, ένιωθα πως μου χαμογελούσε ευχαριστημένος που τις είχα… Αλλά δεν κάπνισα ποτέ.
Αυτές φώτιζαν την καθημερινότητα των προγόνων μου, και διατηρούσαν το άρωμα και τη νοσταλγία των οικογενειακών στιγμών του παρελθόντος που άφησε η παρουσία τους.
Κι οι θύμισες έγιναν ποτάμι, που ξεχύθηκαν να με πνίξουν και να με εντάξουν σε έναν κύκλο γεμάτο χαρές και πίκρες. Ζωή και θάνατος.
Πηγές: https://www.pemptousia.gr, Γιαννούλας Καπλάνη, «Ταμπακοθήκες: κουτιά καπνού και αρραβώνα», 2004, εκδόσεις ΟΛΚΟΣ.

Share

Πρόσφατα άρθρα

Προσπαθούν να αποσπάσουν κωδικούς τραπεζικών λογαριασμών από πολίτες προσποιούμενοι διευθυντικά στελέχη του Δήμου Βόλου

Ο Δήμος Βόλου, μετά από αναφορές πολιτών που έγιναν, εφιστά την προσοχή κυρίως των προμηθευτών,…

14 Μαρτίου 2024

Έξοδος των ωφελουμένων του ΚΔΗΦ-ΑΜΕΑ του Δήμου Βόλου

Τη Tετάρτη 13 Φεβρουαρίου του 2024, οι ωφελούμενοι και το προσωπικό του Κέντρου Διημέρευσης-Ημερήσιας Φροντίδας…

14 Μαρτίου 2024

SOS για τις ελληνικές θάλασσες: «Έρχονται κοσμογονικές συνέπειες και επικίνδυνα ψάρια»

Κοσμογονικές αλλαγές, με αρνητικές συνέπειες για τον άνθρωπο, υπάρχει πολύ σοβαρή πιθανότητα να ζήσουμε τα…

14 Μαρτίου 2024

Εργατικό δυστύχημα σήμερα το πρωί στα Τρίκαλα

Εργατικό δυστύχημα συνέβη σήμερα το πρωί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Trikalanews.gr. Το τραγικό συμβάν…

14 Μαρτίου 2024

Δράση αναρρίχησης των ωφελούμενων του Κδαπ μεΑ Δήμου Βόλου

Σήμερα 14/3/2024 οι ωφελούμενοι του Κέντρου δημιουργικής απασχόλησης παιδιών με αναπηρία του Δήμου Βόλου συνοδεία…

14 Μαρτίου 2024

Καπλαμάς

Τον καπλαμά ενός αυτοκινήτου, όπως φαίνεται και στην φωτογραφία, πέταξαν άγνωστοι δίπλα από κάδο απορριμμάτων.…

14 Μαρτίου 2024