Άρθρα

Οι σχέσεις μας με τον Χρόνο

Του Γ. Καπουρνιώτη

Κοιτάζοντας τους δείκτες ενός ρολογιού ίσως είναι από τις λίγες φορές που νιώθουμε μία πλήρης, ολοκληρωτική αδυναμία απέναντι σε ένα φαινόμενο που δεν μπορούμε να επηρεάσουμε ή να προφυλαχτούμε από αυτό. Ο χρόνος είναι σκληρός, δεν δείχνει έλεος, λύπηση και δεν υπακούει σε καμία ανθρώπινη δύναμη ή παράκληση. Έχει τον δικό του ρυθμό και υπακούει μόνο στη δική του νομοτέλεια. Οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι που ερμήνευσαν τη βαθύτερη ουσία του χρόνου, διαπίστωσαν πως το «άτρωτο» σημείο του εντοπίζεται στην «ανυπαρξία» του. Ο χρόνος, δηλαδή, είναι μία επινόηση που στοχεύει στην επιβολή της «τάξης», στο χαώδες τοπίο του σύμπαντος και δεν υπάρχει αντικειμενικά ως οντότητα.
Αυτή η ανυπέρβλητη δύναμη του χρόνου πολλές φορές πλημμυρίζει με άγχος, φόβο και μελαγχολία τον άνθρωπο. Συνειδητοποιεί την αδυναμία του αλλά δεν παραιτείται. Απέναντι στο σεισμό ως φυσικό φαινόμενο ορθώνει χτίσματα με αντοχές. Απέναντι στον καύσωνα και το ψύχος ορθώνει το ανάστημά του με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Απέναντι στα μεγάλα κύματα τοποθετεί τους κυματοθραύστες. Απέναντι στην απεραντοσύνη του σύμπαντος αντιτάσσει τους πυραύλους που εκμηδενίζουν τις αποστάσεις. Απέναντι στον χρόνο ο άνθρωπος πασχίζει, καθημερινά, να δημιουργεί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θα τον καταστήσουν άτρωτο, ανίκητο.
Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν πως ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι προϊόν αυτής της γνώσης της θνητότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και της παντοδυναμίας της επέλασης του χρόνου. Αποτελεί, ωστόσο, παραδοξότητα μία ανθρώπινη επινόηση να μάς εξουσιάζει, να μάς φοβίζει και να μάς συντρίβει στο τέλος. Γι’ αυτό και προσπαθούμε – επί ματαίω – να αναβάλουμε το αναπόφευκτο τέλος, αφού στην πάλη με τον χρόνο στα «μαρμαρένια αλώνια» – τόπος που πάλεψε ο Διγενής με τον Χάρο -, ο άνθρωπος αναπότρεπτα θα είναι ο ηττημένος. Ίσως ο χρόνος να γελάει με σαρκασμό ή και με πικρία με τα δημιουργήματα του ανθρώπου, αφού σε αυτά διαβλέπει μία αδικαιολόγητη «αλαζονεία», μια «έπαρση» ή και «ύβρη» στον βαθμό που όλα αυτά δεν είναι ικανά να αποτρέψουν το τέλος του.


Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να καταγραφεί από την επιστήμη ο «χρόνος» που αφιερώνεται από τον άνθρωπο σε καθημερινό επίπεδο – άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε ασυνείδητα – για το φαινόμενο του χρόνου και για ό,τι τον χαρακτηρίζει. Σίγουρα τα ευρήματα θα ήταν αποκαλυπτικά για τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά ο άνθρωπος απέναντι στην σκέψη και την έγνοια του χρόνου. Ίσως το κυρίαρχο συναίσθημα να είναι η αμηχανία για τον τρόπο διαχείρισής του. Άλλοι παραπονιούνται πως δεν έχουν αρκετό χρόνο κι άλλοι δεν γνωρίζουν τον τρόπο διαχείρισής του. Άλλοι βιάζονται να χαρούν τον χρόνο που τους δόθηκε – από ποιόν; – κι άλλοι τυχεροί από την μεγαλοψυχία του χρόνου δεν γνωρίζουν πώς να τον διαχειριστούν για μια ζωή με νόημα και περιεχόμενο!
Ένα άλλο συναίσθημα που μας πλημμυρίζει όταν παρακολουθούμε τη ροή του χρόνου, ιδιαίτερα όταν γίνεται ορμητική, είναι η μελαγχολία γι’ αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε, να γνωρίσουμε, να δημιουργήσουμε, να ταξιδέψουμε, αλλά και τα όσα σχεδιάζουμε για το μέλλον που φαίνεται να είναι δύσκολο, απροσδιόριστο, αβέβαιο και χρονικά απροσμέτρητο. Ο άνθρωπος, δηλαδή, αδυνατεί να αποθηκεύσει τον χρόνο και συνεχώς εκλιπαρεί τις συμπαντικές δυνάμεις, τον Θεό ή την Τύχη να του χαρίσουν περισσότερο χρόνο. Ο υλικός θησαυρισμός δεν έχει ανάλογο σύμμαχο και στο θησαυρισμό χρόνου.
Τα παραπάνω συναισθήματα της αμηχανίας και της μελαγχολίας μπροστά στο χρόνο συμπληρώνουν το μωσαϊκό στο οποίο δεσπόζουσα θέση κατέχουν και οι ημερομηνίες που παραπέμπουν σε ιστορικά γεγονότα. Στην ανάγνωση ή και στο άκουσμα μιας ιστορικής ημερομηνίας ο άνθρωπος πλημμυρίζεται από αντιφατικά συναισθήματα (χαρά, ενθουσιασμός, απογοήτευση, θλίψη) και εύκολα ανακαλεί στην μνήμη τα αντίστοιχα γεγονότα. Αρκεί μόνον η αναφορά σε μία ιστορική ημερομηνία για να νιώσει κάποιος εθνική υπερηφάνεια (1821) ή εθνική λύπη (1922). Είναι από τις λειτουργίες του χρόνου που διαμορφώνουν και το εθνικό ασυνείδητο κάθε λαού, αφού η ιστορική διαδρομή του αποκτά νόημα και ουσία από κάποιες ημερομηνίες με ιδιαίτερο ιστορικό βάρος, όπως: 146 π. Χ., 1453 μ. Χ., 1821, 1922, 1940, 1949, 1974.
Ωστόσο η εξουσιαστική παρουσία του χρόνου είναι έντονη και σε ένα σημείο στίξης που χρησιμοποιείται δίπλα σε ένα όνομα για να δηλώσει την αρχή και το τέλος ενός ανθρώπου. Είναι η γνωστή παρένθεση που μέσα της κλείνει τη ζωή μας ενημερώνοντάς μας για τα δύο απώτατα άκρα της: τη γέννηση και το θάνατο. Άλλοτε διακριτικά κι άλλοτε αδιάκριτα σχολιάζουμε το «υπόλοιπο» που προκύπτει από την αφαίρεση των δύο ημερομηνιών μιας παρένθεσης φιλοσοφώντας ταυτόχρονα για την αξία και το σκοπό της ζωής μας. Οι δύο ημερομηνίες της παρένθεσης είναι ικανές να μάς φέρουν μελαγχολία, αν σκεφτούμε πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τη δεύτερη ημερομηνία, αυτήν του θανάτου μας, αλλά ούτε και θα τη διαβάσουμε ποτέ. Κάποιος άλλος θα κλείσει την παρένθεση συμπληρώνοντας τον χρόνο θανάτου μας. Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά είναι η αλήθεια. Μπορεί ο χρόνος να μην έχει συναισθήματα και να είναι ουδέτερος, αλλά η συνεχής ροή του μάς προκαλεί άγχος και φόβο μήπως είμαστε εμείς το επόμενο θύμα του. Σε αυτές τις περιπτώσεις κριτήριο των σχολιασμών μας είναι το προσδόκιμο όριο ζωής, αλλά και πόσο κοντά σε αυτό βρίσκεται η δική μας η ζωή.
Εν τέλει, επειδή στον άνθρωπο δεν αρμόζει η μοιρολατρία ούτε η παθητική υποταγή στις νομοτέλειες του χρόνου, επιβάλλεται να δοκιμάζουμε τις δυνάμεις και τις αντοχές μας στη δύναμή του κι ας γνωρίζουμε πως στο τέλος θα γνωρίσουμε τη συντριβή.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το