Άρθρα

Οι δυνάμεις των εμπόλεμων στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας 1821

Των Νικόλαου Κ. Κυριαζή-
Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου*

Η Ελλάδα απέκτησε τα πρώτα πραγματικά πολεμικά, την υπέρ-φρεγάτα Ελλάς και το ατμοκίνητο Καρτερία. Η Ελλάς ναυπηγήθηκε σε αμερικανικά ναυπηγεία το 1824 και ήταν εξέλιξη των αμερικανικών φρεγατών κλάσης Constitution που είχαν νικήσει σε κάθε αναμέτρηση τις μικρότερες βρετανικές φρεγάτες στον δεύτερο αγγλοαμερικανικό πόλεμο του 1812. Ήταν από τις μεγαλύτερες φρεγάτες που είχαν ναυπηγηθεί, με εκτόπισμα 2.400 τόνων, οπλισμό 32 πυροβόλα των 16 λιβρών και 32 καρονάδες. Οι καρονάδες ήταν βρετανικού τύπου βραχύκαννα πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος, που έριχναν βλήμα 48 λιβρών σε κοντινή όμως απόσταση.

Η Καρτερία είχε μήκος 38,4 μέτρα και εκτόπισμα 250 τόνων, δύο ατμομηχανές των 85 ίππων που έδιναν ανωτάτη ταχύτητα 7 κόμβων (1,8 χιλιόμετρα ανά ώρα αντιστοιχεί σε 1 κόμβο), πλήρωμα 75 ανδρών και οπλισμό 4 πυροβόλα των 68 λιβρών και 4 καρονάδες των 687 λιβρών. Τα πυροβόλα της Καρτερίας μπορούσαν να ρίχνουν και εκρηκτικά βλήματα. Κατά τη διάρκεια του 1826-1827, η Ελλάς και η Καρτερία έδωσαν λαμπρή υπηρεσία. Επιτεύγματά τους ήταν η αιχμαλωσία μιας αιγυπτιακής κορβέτας 28 πυροβόλων, 15 μεταγωγικών πλοίων, ο κανονιοβολισμός στόχων ξηράς, όπως υποστηρίζοντας με πυρά την ανακατάληψη του φρουρίου Βασιλάδι στο Μεσολόγγι, και η παράδοση του μοναστηριού-φρουρίου του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά. Υπό την ηγεσία του Άγγλου καπετάνιου Χάστινγκς, η Καρτερία, μαζί με την Ελλάδα και έναν στολίσκο πλοίων, έδωσαν σειρά ναυμαχιών, ιδίως στην Ιτέα (όπου βύθισαν επτά πλοία και κατέλαβαν τρία) στον κόλπο του Παγασητικού (ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Βόρεια Εύβοια) βυθίζοντας πέντε βρίκια και καταλαμβάνοντας αιχμαλωτίζοντας 8 πλοία.

Το ατμόπλοιο Καρτερία και η Ελλάς στο βάθος

Ο οθωμανικός στόλος, που ενισχύθηκε από τους στόλους των υποτελών χωρών Τυνησίας και Αλγερίου, και μετά, της Αιγύπτου, διέθετε πραγματικά πολεμικά. Τα μεγαλύτερα ήταν πλοία της γραμμής (ships of the line of battle) από όπου προέρχεται η λέξη battleship, θωρηκτό, και vaisseau de ligne, από όπου η ελληνική ντελίνι με δύο πλήρη καταστρώματα πυροβόλων (2ης τάξης, με 80-90 πυροβόλα ) όπως τα Bektas Kajutan και Mansurige, των 84 πυροβόλων με εκτόπισμα περίπου 4.000 τόνων. Το κάτω κατάστρωμα διέθετε πυροβόλα των 32 ή 36 λιβρών, το πάνω των 18 λιβρών.

Ακολουθούσαν φρεγάτες (με 30-60 κανόνια) με ένα πλήρες κατάστρωμα, με πλήρωμα 300-600 ανδρών και εκτόπισμα 1500-2500 τόνων και πάνω από 30 κύρια πυροβόλα 18 ή 24 λιβρών, και μικρότερα πολεμικά, κορβέτες, καθώς και βρίκια, όπως τα ελληνικά. Το αιγυπτιακό ναυτικό δεν διάθετε πλοία της γραμμής, αλλά μερικές μεγάλες φρεγάτες, ενώ τα αλγερινά και τυνησιακά ήταν κορβέτες και βρίκια.

Η δυσαναλογία εκτοπισμάτων και ισχύος πυρός ήταν τεράστια σε βάρος των Ελλήνων. Ένα από τα οθωμανικά πλοία της γραμμής είχε εκτόπισμα όσο 10 από τα μεγαλύτερα ελληνικά. Η δύναμη ομοβροντίας ενός πλοίου της γραμμής ήταν 32 κανόνια των 32 λιβρών στο κάτω κατάστρωμα, 32 των 18 λιβρών στο πάνω και 20 ελαφρύτερα στο ανοιχτό υψηλότερο. Αντιστοιχούσε σε περίπου 2.000 λίβρες, έναντι 216 λιβρών του Αγαμέμνονα, αν υποθέσουμε πως τα 18 κανόνια του ήταν των 12 λιβρών (δεν έχει διασωθεί ο ακριβής τύπος των πυροβόλων του Αγαμέμνονα), δηλαδή και εδώ η δύναμη πυρός ενός οθωμανικού πλοίου της γραμμής ήταν περίπου δεκαπλάσια από των ισχυρότερων ελληνικών.

Επιπλέον, τα βαριά βλήματα των οθωμανικών μπορούσαν εύκολα να διατρήσουν τα λεπτά πλευρά των ελληνικών, ενώ τα ελαφρά των ελληνικών ήταν ανίκανα να διατρήσουν τα χοντρά τοιχώματα των οθωμανικών της γραμμής.
Το ότι κανένα ελληνικό δεν βυθίστηκε στη διάρκεια ναυμαχιών από τα οθωμανικά πυρά, προσεγγίζει τα όρια του θαύματος, που τα αίτια αναλύουμε στα θέματα τακτικής.

Χρηματοδότηση και επάνδρωση
Οι λειτουργικές δαπάνες των στόλων ήταν (και είναι) μεγάλες. Ο οθωμανικός στόλος έχοντας τους πόρους της αυτοκρατορίας και ο αιγυπτιακός τους πόρους της πλούσιας τότε αγροτικής Αιγύπτου μπορούσε να χρηματοδοτηθεί σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, παρόλο που το οικονομικό βάρος ήταν σοβαρό.
Ο ελληνικός στόλος έπρεπε να χρηματοδοτηθεί από τα χρήματα των ίδιων των πλοιοκτητών, γιατί το ελληνικό κράτος δεν είχε τη δυνατότητα στη διάρκεια του πολέμου σημαντικής συλλογής φόρων σε νόμισμα (οι όποιοι φόροι συλλέγονταν κυρίως σε είδος) και η επικράτεια των απελευθερωμένων εδαφών είχε συρρικνωθεί σημαντικά μετά το 1825. Τα πληρώματα, τα εφόδια (πυρίτιδα, βλήματα, πανιά, κ.λπ.) έπρεπε να πληρωθούν με νομίσματα.
Στα πρώτα χρόνια της επανάστασης οι δαπάνες καλύπτονταν από τα συσσωρευμένα κέρδη των Ναπολεόντειων πολέμων που ήταν πολύ μεγάλα. Ο Κουντουριώτης π.χ. είχε ξοδέψει από την περιουσία του πάνω από 200.000 τάλιρα (1 εκατομμύριο δραχμές) για τη χρηματοδότηση του αγώνα (Κόχραν 2020). Όμως, από το 1825 και μετά, ακόμα και αυτοί οι πόροι είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Η Μπουμπουλίνα π.χ. είχε πέσει σε πενία λίγο πριν από τη δολοφονία της.

Έτσι, ενώ το 1824 στη ναυμαχία του Γέροντα ο ελληνικός στόλος είχε 80 πλοία, μόλις ενάμιση χρόνο αργότερα, κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου (η έξοδος έγινε στις 11 Απριλίου 1826) τα ελληνικά πλοία που προσπαθούσαν να το ανεφοδιάσουν ήταν μόνο 29.

Η κατάσταση βελτιώθηκε προς το τέλος του 1826 και 1827 χάρη στο δάνειο που έλαβε η Ελλάδα από τη Μ. Βρετανία και που επέτρεψε τη ναυπήγηση-αγορά νέων πλοίων, όπως της Ελλάδας, της Καρτερίας και του βρικιού Σωτήρ.
Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τη χρηματοδότηση και λειτουργία ενός πλοίου της Επανάστασης, του Τιμολέοντα δίνονται από τη Λιάτα (2020) (με τη διόρθωση, πως ο Τιμολέων δεν ήταν φρεγάτα, αλλά βρίκι όπως ρητά αναφέρεται στα έγγραφα της εποχής, με 14 κανόνια, και πλήρωμα 70 ανδρών, μήκους περίπου 31 μέτρων και κόστος ναυπήγησης 27.840 τάλιρα). Το κόστος αγοράς και μετασκευής ενός μικρού πλοίου σε πυρπολικό-μπουρλότο (από τη γαλλική λέξη brulot) ήταν 20 με 40.000 γρόσια.

Η χρηματοδότηση του στόλου, εκτός από τη συνεισφορά των ίδιων των πλοιοκτητών, γίνονταν στα τρία νησιά από την επιβολή και είσπραξη φόρου, που επίσης βάρυνε κυρίως τους πλούσιους. Δεύτερη πηγή χρηματοδότησης ήταν τα λάφυρα, από τα εχθρικά πλοία που αιχμαλωτίζονταν και τα λύτρα των αιχμαλώτων.
Η πρώτη πρακτική ήταν συνηθισμένη στα ευρωπαϊκά και το αμερικανικό ναυτικό για τους κουρσάρους τους. Ο κουρσάρος, σε αντίθεση με τον πειρατή, επιτίθονταν μόνο στα πλοία της εχθρικής χώρας και ήταν εφοδιασμένος με γράμμα αντιποίνων (letter of marquee ή reprisal) από την κυβέρνησή του. Η δεύτερη πρακτική αντίθετα ήταν συνηθισμένη στους Βορειοαφρικανούς κουρσάρους. Στη διάρκεια της επανάστασης υπήρχε οργανωμένος χώρος για την πληρωμή των λύτρων, το δουλοπάζαρο της Σύρου, όπου η «τιμή» ενός «σημαίνοντος» αιχμαλώτου ήταν 3-5.000 γρόσια (Λιάτα σελ. 52-53).

Ενώ η γενναιότητα των κυβερνητών και πληρωμάτων των ελληνικών πλοίων ήταν αναμφισβήτητη, δεν συνέβαινε το ίδιο με την πειθαρχία, που συχνά ήταν χαλαρή. Είναι γνωστές περιπτώσεις που οι κυβερνήτες πλοίων (που άλλωστε ήταν ιδιοκτήτες των πλοίων) και τα πληρώματά τους, δρούσαν για λογαριασμό τους κυρίως σε ό,τι αφορούσε στα λάφυρα.
Ενώ είχαν θεσπισθεί κανόνες για τη μοιρασιά των λαφύρων (με πρώτο το Κοινό των Σπετσών που εξέδωσε στις 22 Απριλίου 1821 διάταξη που πρόβλεπε πως η λεία μοιράζεται 1/3 στον πλοίαρχο και πλοιοκτήτες, 1/3 στο πλήρωμα και 1/3 για το Κοινό Ταμείο του Νησιού), αναφέρονται περιπτώσεις που τα πλοία που αιχμαλώτισαν εχθρικά, δεν υπάκουσαν στους κανόνες. Ο κυβερνήτης και συνιδιοκτήτης του Τιμολέοντα, Λάζαρος Πινότσης, δυο φορές παραβίασε τους κανόνες, και δεν ήταν ο μοναδικός. Την πρώτη, στις 28 Απριλίου 1821 συνέλαβαν οθωμανικό πλοίο με προσκυνητές προς την Αλεξάνδρεια, η λεία ήταν «6 μιλιούνια γρόσια» (Λιάτα, σελ. 48-49). Τέτοιες περιπτώσεις, σε ένα τακτικό ναυτικό θα είχαν ως αποτέλεσμα δίκη από ναυτοδικείο, ενώ στον ελληνικό ουσιαστικά δεν επέφεραν ποινές παρά μόνο μια επίπληξη, όπως στην περίπτωση του Πινότση.

Οι συνολικές δαπάνες της Επανάστασης εκτιμήθηκαν σε 70.116.828 γρόσια. Το γρόσι ήταν το οθωμανικό νόμισμα, στο οποίο, όπως και σε τάλιρα, γίνονταν οι πληρωμές εφόσον δεν υπήρχε εθνικό νόμισμα. Το τάλιρο ήταν μάλλον το αυστριακό Taler της Μαρίας Θηρεσίας που ήταν πολύ διαδεδομένο για πληρωμές στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη. Η ισοτιμία του τάλιρου-γροσιού ξεκίνησε από 1 προς 7 το 1821 για να καταλήξει 1 προς 15 το 1828, μια υποτίμηση του γροσιού κατά 50% σε μόλις 8 έτη (Λιάτα, σελ. 76-77 και 87). Η ελληνική επανάσταση είχε λοιπόν σαφώς πολύ μεγάλο κόστος και για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συγκριτικά, το λειτουργικό κόστος του Τιμολέοντα για χρόνο συμμετοχής σε πολεμικές επιχειρήσεις (39 μήνες και 10 ημέρες) ήταν 255.567 γρόσια (Λιάτα, σελ. 84 και 87).

Τα 1ης τάξης είχαν πάνω από 90, όπως το Victory του Νέλσωνα, με 104 και εκτόπισμα 5.000 τόνων.

Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Δεληγιάννης Π. (2009), Ο ναυτικός πόλεμος της επανάστασης. Αθήνα: Περισκόπιο.
Καβαλλιεράκης, Σ. (2020), 1814-1821: Η προετοιμασία μιας επανάστασης. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Κόχραν, Τ. (2020), Περιπλανήσεις στην Ελλάδα, Τόμος Α΄. Αθήνα: Έκδοση Alpha Trust.
Λιάτα, Ε.Δ. (2020), Εκ του υστερήματος αρμάτωσαν… Η φρεγάτα «Τιμολέων» στην Επανάσταση του 1821. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Χαρλαύτη, Τ. (2001), Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος – 20ός Αιώνας. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη.
Χαρλαύτη, Τ. (2013), «Η ναυτική πολιτεία», στο Τζ. Χαρλάφτη, Κ. Παπακωνσταντίνου (Eπιμ. Έκδ.) Η ναυτιλία των Ελλήνων, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 407-443.

Συνεχίζεται

Κεντρική φωτό: To βρίκι Αγαμέμνων

*O Νικόλαος Κ. Κυριαζής είναι ομότιμος καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συγγραφέας και ο Εμμανουήλ Μάριος Οικονόμου είναι διδάκτωρ και διδάσκων πανεπιστημιακός υπότροφος, Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το