Άρθρα

Οι δυνάμεις των εμπολέμων στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας 1821

Των Νικόλαου Κ. Κυριαζή-
Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου*

Στρατηγική
Η στρατηγική των Ελλήνων στην πρώτη φάση του πολέμου (1821-1822) ήταν η απελευθέρωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων περιοχών. Εδώ ευνοήθηκαν από την απουσία του μεγαλύτερου μέρους του οθωμανικού στρατού με διοικητή τον Αλή πασά στα Ιωάννινα, άλλη μια πολιορκία που τράβηξε σε μάκρος.
Οι Έλληνες δεν διέθεταν έναν μοναδικό αρχιστράτηγο, σε αντίθεση με τους Οθωμανούς, διαδοχικά τους Χουρσίτ, Δράμαλη, Κιουταχή και Ιμπραήμ των Αιγυπτίων. Έτσι οι διάφοροι οπλαρχηγοί αναλάμβαναν πρωτοβουλίες στην περιοχή τους. Μόνο ο Κολοκοτρώνης, χάρη στην ηγετική του μορφή, κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολλούς Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς κάτω από την ηγεσία του στην πολιορκία της Τρίπολης, αλλά και κατόπιν, ως αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου τοποθετημένος από την ελληνική κυβέρνηση, εναντίον του Ιμπραήμ. Η δικαιοδοσία του δεν έφτασε πέρα από την Πελοπόννησο, στη Ρούμελη κ.λπ. όπου δρούσαν οπλαρχηγοί, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Γκούρας κ.λπ.
Μετά το 1823 ουσιαστικά οι Έλληνες, έχοντας εμπλακεί στον εμφύλιο, δεν είχαν στρατηγική εκτός από τη διαφύλαξη, όσο γινόταν και όσο τους επέτρεπε ο εμφύλιος, όσων είχαν απελευθερώσει. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει, πως το 1827, πριν τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, τα μόνα εδάφη που είχαν μείνει ελεύθερα ήταν η Αργολίδα, η Μάνη, η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Σάμος, οι Κυκλάδες και ορισμένα ορεινά εδάφη στην Πελοπόννησο και τη Στερεά.

Η έξοδος του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826)

Η στρατηγική των Οθωμανών ήταν η κατάληψη των εδαφών που είχαν απελευθερωθεί και η κατάπνιξη της επανάστασης. Η πρώτη προσπάθεια, του Δράμαλη, είχε στόχο την ανακατάληψη της Πελοποννήσου με αρχή την έδρα της επανάστασης, το Ναύπλιο. Απέτυχε χάρη στη στρατηγική και την τακτική του Κολοκοτρώνη. Το 1823-1825, οι Οθωμανοί δεν φαίνεται να είχαν συγκεκριμένο κέντρο βάρους στρατηγικής. Μικρότερες διάσπαρτες δυνάμεις πολεμούσαν σε διαφορετικά σημεία (Πελοπόννησος, ιδιαίτερα όμως Στερεά) τους Έλληνες.
Η κατάσταση άλλαξε με την έλευση του Ιμπραήμ που ξεκίνησε συστηματική και σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένη ανακατάληψη της Πελοποννήσου, και μετά της Στερεάς, σε συνεργασία με τον Κιουταχή στο Μεσολόγγι. Το Μεσολόγγι ήταν ιδιαίτερα σημαντικό ως κόμβος επικοινωνίας Στερεάς-Πελοποννήσου, έχοντας όμως αποκτήσει και συμβολική σημασία και για τους δύο εμπόλεμους, μετά και την πρώτη επιτυχημένη άμυνα των Ελλήνων το 1823.1

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Τακτική
Ο οπλισμός και η προηγούμενη εμπειρία των Ελλήνων ως άτακτων κλεφτών και αρματολών οδήγησε στην τακτική που ακολούθησαν, με λίγες εξαιρέσεις, στην επανάσταση. Οι πιο ικανοί Έλληνες αρχηγοί, με πρώτο τον Κολοκοτρώνη, και τον Καραϊσκάκη, Ανδρούτσο κ.λπ. προσάρμοσαν αυτή την ιδιαιτερότητα στην τακτική τους: Δεν αποδέχτηκαν ανοιχτή μάχη με τους Τούρκους και το ιππικό τους, αλλά προτιμούσαν την ενέδρα, τον αιφνιδιασμό και την αμυντική μάχη σε ευνοϊκό έδαφος, που το ενίσχυαν με ταμπούρια. Οι μεγάλες επιτυχίες των Ελλήνων ήταν τέτοιες αναμετρήσεις (Βαλτέτσι, Δολιανά, Δερβενάκια, Γραβιά, Αράχοβα κ.λπ.). Αντίθετα, όποτε αποπειράθηκαν μάχες σε ανοιχτό πεδίο, το αποτέλεσμα ήταν ήττα, όπως στο Ιάσιο, την Αλαμάνα, το Μανιάκι, το Φάληρο κ.λπ.
Ο Παπαφλέσσας, που δεν διάθετε τακτική εμπειρία, θυσίασε άσκοπα τους άνδρες του στο Μανιάκι, επιχειρώντας να σταματήσει τον Ιμπραήμ σε ανοιχτό χώρο. Τα ταμπούρια που έφτιαξαν οι Έλληνες, που ίσως θα αναχαίτιζαν ένα οθωμανικό στράτευμα, φάνηκαν ανίσχυρα απέναντι στον τακτικό αιγυπτιακό στρατό.
Ο Κολοκοτρώνης, με τη στρατηγική του ευφυΐα, κατάλαβε πως ήταν άσκοπο να σταματήσει τον Ιμπραήμ σε ανοιχτή μάχη και έτσι επιδόθηκε στην τακτική του ανταρτοπόλεμου, όπως είχαν κάνει με επιτυχία και οι Ισπανοί εναντίον των Γάλλων του Ναπολέοντα το 1809-1812. Η μόνη επιτυχής μάχη των Ελλήνων εναντίον του Ιμπραήμ ήταν στους Μύλους, όπου οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί σε ισχυρή αμυντική τοποθεσία (λόφος και μικρό φρούριο).
Η τακτική των Οθωμανών ήταν να πολεμήσουν σε ανοιχτό έδαφος όπου ήταν δυνατό για να εκμεταλλευθούν την υπεροχή του ιππικού τους και να ανακαταλάβουν φρούρια. Το ίδιο επεδίωκε με μεγαλύτερη επιτυχία ο Ιμπραήμ. Οι Οθωμανοί ωστόσο δεν απέφυγαν να πέσουν σε καταστροφικές για τους ίδιους ενέδρες, όπως στα Δερβενάκια και την Αράχοβα, πράγμα που απέφυγε ο πολύ ικανότερος Ιμπραήμ.
Συμπερασματικά, η ελληνική επανάσταση ήταν ένας «ιδιαίτερος» τύπος πολέμου, λόγω στρατηγικής, τακτικής και μορφολογίας του εδάφους, διαφορετικός από τους πολέμους με μεγάλες μάχες τακτικών στρατών που ήταν το χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών πολέμων του Ναπολέοντα μόλις λίγα χρόνια πριν. Ας μην ξεχνάμε πως το Βατερλό (1815) απέχει μόνο έξι χρόνια από την αρχή της επανάστασης.

Οι ναυτικές δυνάμεις

To βρίκι Αγαμέμνων της Μπουμπουλίνας

Οι στόλοι
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης και μέχρι την παραλαβή πραγματικών πολεμικών, της φρεγάτας Ελλάς και του ατμοκίνητου Καρτερία το 1827, ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από εμπορικά πλοία, που όπως όλα της εποχής, έφεραν κανόνια για προστασία εναντίον των πειρατών και κουρσάρων στη Μεσόγειο, από την Τύνιδα και την Αλγερία. Το 1810 ο ελληνικός εμπορικός στόλος απαρτίζονταν από 822 πλοία κάθε τύπου, με, ανάμεσά τους, 120 της Ύδρας, 60 των Σπετσών, 60 των Ψαρών, 25 της Άνδρου, 22 της Μυκόνου και 118 της Κεφαλονιάς, αν και τα Επτάνησα, ως βρετανική κτήση, δεν έλαβαν μέρος στην επανάσταση. Την περίοδο 1811-1820 ναυπηγήθηκαν 34 νέα πλοία στην Ύδρα και 32 στις Σπέτσες (Χαρλαύτη, 2001).
Το 1820 ο ελληνικός εμπορικός στόλος εκτιμάται σε περίπου 950 πλοία με χωρητικότητα 120.000 τόνων, εξοπλισμένα με 5.670 κανόνια και με 18.000 ναυτικούς, που δίνει μέσο όρο 125 τόνων, 6 κανονιών και 18-19 ναυτών. Δεδομένου ότι υπήρχαν έως 100 πλοία άνω των 400 τόνων, τα υπόλοιπα ήταν πολύ μικρά, κυρίως για τοπικό εμπόριο. Πρέπει να υπογραμμίσουμε πως οι αριθμοί αποτελούν εκτιμήσεις. Ο αριθμός των 18.000 ναυτών αλλού αναφέρεται ως συνολικός, αλλού ως μόνο των τριών νησιών Ύδρας, Σπετσών, Ψαρών (Χαρλαύτη 2013).
Τα ελληνικά πλοία ήταν βρίκια (με δύο κατάρτια, που ονομάζονταν στα ελληνικά πάρωνες) και τρικάταρτα (που αντιστοιχούσαν στον πολεμικό τύπο κορβέτα, καθώς και μικρότερα, μπριγκαντίνια, πολάκες, γολέτες κ.λπ.). Τα μεγαλύτερα είχαν εκτόπισμα 350-450 τόνων. Τα βρίκια και οι κορβέτες, παρά τη διαφορά καταρτιών, είχαν παρεμφερή εκτοπίσματα. Ο μέσος όρος εκτοπίσματος ήταν 200-250 τόνοι, και ήταν οπλισμένα με 1 ώς 20 ελαφρά κανόνια που έριχναν μπάλες (συμπαγείς από σίδερο) 6 έως 12 λιβρών.2 Το τρικάταρτο υδραίικο Παναγία είχε εκτόπισμα 420 τόνων με οπλισμό 12 πυροβόλων, το υδραίικο βρίκι Θεμιστοκλής 400 τόνων, 12 πυροβόλα και πλήρωμα 70 ανδρών, το επίσης Επαμεινώνδας εκτόπισμα 420 τόνων και 14 πυροβόλα. Το σπετσιώτικο βρίκι Αγαμέμνων, της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά, είχε μήκος 34 μέτρα, εκτιμούμενο εκτόπισμα πάνω από 400 τόνους και 18 κανόνια.
Στην αρχή της επανάστασης, τα τρία νησιά παρέτασσαν στόλο 170 πλοίων με συνολικό αριθμό πληρωμάτων 18.000 ανδρών. Ο αριθμός αυτός είναι εντυπωσιακός για τη μικρή έκταση των νησιών. Πρέπει να θυμηθούμε πως ο πληθυσμός της Ύδρας στην αρχή της Επανάστασης εκτιμάται σε 15.516 και των Σπετσών σε περίπου 8.000, πολλαπλάσιο από τις περισσότερες πόλεις της τότε Ελλάδας και από τους σημερινούς αντίστοιχους πληθυσμούς (οι Σπέτσες έχουν περίπου 4.500 δημότες). Τα νησιά αυτά ήταν από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του κόσμου.3
Τα ελληνικά πλοία ήταν εξαιρετικά γρήγορα, ευέλικτα και καλοτάξιδα, με πολύ ψηλά κατάρτια που τους επέτρεπαν να φέρουν μεγάλη ιστιοφορία. Η ταχύτης ήταν αναγκαία για να ξεφύγουν τόσο από την καταδίωξη βρετανικών πολεμικών όταν διασπούσαν τον βρετανικό αποκλεισμό της Γαλλίας στη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, όσο και των πειρατών. Οι Έλληνες ναυτικοί ήταν ιδιαίτερα έμπειροι όχι μόνο στον χειρισμό της ιστιοφορίας, αλλά και των κανονιών και ντουφεκιών λόγω των αναμετρήσεων με τους πειρατές. Υπενθυμίζουμε πως και οι δύο σύζυγοι της Μπουμπουλίνας, Γιάνουζας και Μπούμπουλης, σκοτώθηκαν σε μάχες με πειρατές.

1 Δεν πρέπει να παραβλέπουμε και αυτόν τον παράγοντα στις πολεμικές επιλογές, ας θυμηθούμε τη ιδεολογική σημασία για τον Χίτλερ και τον Στάλιν, του Στάλινγκραντ το 1942.
2 Ένα κιλό αντιστοιχεί σε 2,2 λίβρες. Εκείνη την εποχή, τα πυροβόλα, σύμφωνα με το δεσπόζον βρετανικό σύστημα, κατατάσσονταν ανάλογα με το βάρος του βλήματος και όχι το διαμέτρημα.
3 Ο πληθυσμός της Ύδρας σύμφωνα με απογραφή της 20ής Ιουνίου 1828.

Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Δεληγιάννης Π. (2009), Ο ναυτικός πόλεμος της επανάστασης. Αθήνα: Περισκόπιο.
Καβαλλιεράκης, Σ. (2020), 1814-1821: Η προετοιμασία μιας επανάστασης. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Κόχραν, Τ. (2020), Περιπλανήσεις στην Ελλάδα, Τόμος Α’. Αθήνα: Έκδοση Alpha Trust.
Λιάτα, Ε.Δ. (2020), Εκ του υστερήματος αρμάτωσαν… Η φρεγάτα «Τιμολέων» στην Επανάσταση του 1821. Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Χαρλαύτη, Τ. (2001), Ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας. 19ος – 20ός Αιώνας. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη.
Χαρλαύτη, Τ. (2013), «Η ναυτική πολιτεία», στο Τζ. Χαρλάφτη, Κ. Παπακωνσταντίνου (Eπιμ. Έκδ.) Η ναυτιλία των Ελλήνων, Αθήνα: Κέδρος, σελ. 407-443.

Συνεχίζεται

*O Νικόλαος Κ. Κυριαζής είναι ομότιμος καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συγγραφέας και ο Εμμανουήλ Μάριος Οικονόμου είναι διδάκτωρ και διδάσκων πανεπιστημιακός υπότροφος, Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το