Άρθρα

«Οι Άθλιοι των Αθηνών» – Θεωρούσα το ξύλον ως απαραίτητον του γάμου εφόδιον…

της Σοφίας Κανταράκη,
φιλόλογου, συγγραφέα

Διαβάζοντας το εξαιρετικό έργο του Ιωάννη Κονδυλάκη – της απόκρυφης μυθιστορίας – «Οι Άθλιοι των Αθηνών», αν και η υπόθεσή του διαδραματίζεται έναν αιώνα πριν, ίσως και περισσότερο, στο κλεινόν άστυ, ένιωσα ότι η ρεαλιστική, έστω μεταξύ επινόησης και αλήθειας, απόδοση εκείνης της ρέουσας πραγματικότητας με προσέλκυσε σε βάθος καθώς ο παραλληλισμός γεγονότων επιβεβαίωσε τη συνταύτιση του τότε με το σήμερα, αναδεικνύοντας ανάμεσα σε άλλα τη ζοφερότητα των εποχών.
Με αρκετή, ενδεχομένως, δόση υπερβολής, ίσως όμως και όχι, σκανδαλοθηρικές περιγραφές, φόνοι, εκβιασμοί, ληστείες, κακοποίηση γυναικών, εκπόρνευση, εγκαταλελειμμένα και ορφανά παιδιά που απεγνωσμένα αναζητούν στέγη, τροφή, λίγη αγάπη και δυστυχώς βιώνουν την απανθρωπιά και τη σκληρότητα των υποτιθέμενων «σωτήρων» τους, χαρτοπαιξία και αισχροκέρδεια, και άλλα πολλά, συνθέτουν το μωσαϊκό μιας κοινωνίας που, όχι μόνο χωλαίνει, αλλά βρίσκεται στα όρια της αποσύνθεσης. Δηλωμένη ή λανθάνουσα η πρόθεση του συγγραφέα να ξεγυμνώσει την πραγματικότητα, φέρνει στην επιφάνεια την κοινωνική σήψη, την εξαθλίωση των ανήμπορων και των ανίσχυρων, την εκμετάλλευση της παιδικής ηλικίας στον βωμό του χρήματος, αλλά κάθε είδους διαφθορά και παραλογισμό, φαινόμενα που εκτυλίσσονται σε μια περίοδο, τέλη 19ου αιώνα, κατά την οποία η Αθήνα αρχίζει να γνωρίζει την αστική ανάπτυξη, την εκβιομηχάνιση, την ανοικοδόμηση, την αναγνώριση της αξίας της εκπαίδευσης, κ.ά. Υπηρετώντας τη δομή της μυθοπλασίας, το εικονογραφημένο αυτό μυθιστόρημα ως δημιούργημα της αστικής πεζογραφίας, δημοσιεύεται αρχικά σε επιφυλλίδες στην εφημερίδα Εστία τον Νοέμβριο του 1894, ενώ τον επόμενο χρόνο ο Κονδυλάκης το εκδίδει με τη μορφή φυλλαδίων. Πλούσιο σε σενάρια εγκληματικότητας, τα οποία είναι άλλωστε ήδη γνωστά από τις εφημερίδες της εποχής, οι οποίες συν τοις άλλοις δημοσιοποιούν τα ονόματα και τα σκίτσα των κάθε λογής κακούργων, αναπαριστά την εικόνα μιας πόλης με σκληρό αλισβερίσι ανθρώπινων ζωών που αιμορραγούν. Αυτή είναι η τεκμηριωτική μυθοπλασία, η οποία εκτός από πρόσωπα και γεγονότα περιέχει καθημερινά συμβάντα δημοσιευμένα στις εφημερίδες. Εξάλλου ο Τύπος αποτελεί μια πλούσια πηγή αλίευσης του κοινωνικού κακού σε όλες του τις μορφές. Θα μπορούσε άλλωστε να είναι και ένα είδος δημοσιογραφικού ρεπορτάζ. Όπως και να έχει, ο Κονδυλάκης καταφέρνει να μας μεταφέρει την ατμόσφαιρα της εποχής, καυτηριάζοντας με βδελυγμία την κοινωνική διαφθορά.

Ο Ιωάννης Κονδυλάκης

Αν και, όπως μας αναφέρει η Γεωργία Γκότση, «δεν αποτελεί το ωριμότερο δείγμα της γραφής του συγγραφέα, αποκτά την ιδιάζουσα σημασία του χάρη στο ιδεολογικό και κοινωνιολογικό περιεχόμενο του όλου εγχειρήματος». Ο Κονδυλάκης τολμηρός και απειθάρχητος φαίνεται να μην σταματάει στα τείχη του ιδιωτικού χώρου και προχωρά στην απογύμνωση του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών του, στην καταβαράθρωση κάθε έννοιας τιμής, αξίας, ηθικού περιορισμού. Αυτή η ενδοκειμενική ανάμειξη μυθοπλαστικών με αυθεντικά, ρεαλιστικά στοιχεία κατορθώνει να ρίχνει το βλέμμα μας όχι μόνο στους αποσυνάγωγους αλλά στον πυρήνα της ζωής.
Σε μια ρυπαρή πόλη της δεκαετίας του 1870, που πάλλεται και κλυδωνίζεται από συθέμελους τριγμούς ανηθικότητας και ευτελισμού της ανθρώπινης υπόστασης, οι πρωταγωνιστές αγκομαχούν να επιβιώσουν με την ψευδαίσθηση ότι κάτι θα αλλάξει, μια αχτίδα φωτός θα φωτίσει τις ζωές τους και θα πάρουν μικρές ανάσες ελπίδας σε ένα κόσμο απροσδόκητων δυσκολιών. Σε γλώσσα καθαρεύουσα, η οποία διανθίζεται από την αργκό της εποχής και την ιδιόλεκτο των πρωταγωνιστών, με πλούσιους διαλόγους και ωμές έως κυνικές περιγραφές των κακουχιών μα και των βασάνων, που ξεγύμνωναν τους ήρωες από κάθε ίχνος αξιοπρέπειας, το μυθιστόρημα αυτό όχι μόνο καθηλώνει τον αναγνώστη αλλά κυρίως δίνει την εντύπωση της υπέρβασης των χρονικών γραμμών, αφού κάλλιστα θεωρεί κάποιος ότι όλα αυτά θα μπορούσαν να διαδραματίζονται στο σήμερα. Η καθημερινή άλλωστε ανάγνωση της πραγματικότητας μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το επιβεβαιώνει. Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες γεγονότων εκμαυλισμού και αλλοτρίωσης των αξιών.

Στο μυθιστόρημα δεν απουσιάζουν οι απαραίτητες, για τα δεδομένα της εποχής, αναφορές στα ορφανοτροφεία και τα βρεφοκομεία, παραθέτουμε σχετικά το απόσπασμα: «Αφού το λυπάσαι, δεν πρέπει να το πας στο πας στο βρεφοκομείον, όπου θα τ’ αφήσουν ν’ αποθάνη από την πείνα και την κακοπέραση» […]. Η Σταματίνα… μετέβη εις τον οδόν Πειραιώς, εσταμάτησεν επί μικρόν εις την γωνίαν του Βρεφοκομείου, όταν δε είδεν ότι η οδός ηρημώθη, έτρεξεν, ανέβη τας βαθμίδας του φιλανθρωπικού καταστήματος εν σπουδή και απέθηκεν το νήπιον επί των μαρμάρων του προπυλαίου […]. Ωραία και καθαρά τα κλινίδια εκείνα, αλλ’ είχον τι το ψυχρόν και έρημον, διότι δεν τα εθέρμαινε, διότι δεν τα περιέβαλλεν η μητρική στοργή. Ελιπεν από αυτά ο άγγελος της παραμυθίας». Οι δυσκολίες επιβίωσης οδηγούσαν πολλές οικογένειες στο να αφήσουν τα παιδιά τους, κρυφά ή φανερά, στα σκαλοπάτια αυτών των ιδρυμάτων με την προσδοκία να ζήσουν καλύτερα.

Το 1894, επί Τρικούπη, ο Κονδυλάκης επιχειρεί να μας μεταφέρει την ιερόσυλη ατμόσφαιρα της εποχής, τις φρικαλεότητες, τη δυσπραγία των ανθρώπων που αναζητούσαν στην πρωτεύουσα καλύτερες συνθήκες ζωής, αλλά τελικά κατέληγαν σε χειρότερες, το πελατειακό σύστημα που κατέτρωγε κάθε προσπάθεια υγιούς ανέλιξης των υπαλλήλων, την τραγική κατάσταση παιδιών που ζούσαν στον δρόμο ως λούστροι υπό την εποπτεία των αδίστακτων κουτσαβάκηδων και των παλληκαράδων του Ψυρρή και της Πλάκας, αλλά το τραγικότερο όλων οι αγοροπωλησίες παιδιών από τους ίδιους τους γονείς: «Θα ήτο άλλωστε δικός του λούστρος, θα τον είχεν αγοράσει από τον πατέρα του. Τότε ολίγιστοι εθεώρουν τας αγοροπωλησίας εκείνας ως εχούσας τι το τερατώδες. Η εποχή της σωματεμπορίας δεν απείχε πολύ. Είναι έθιμον του τόπου των. Αυτή είναι η δικαιολογία της γενικής αδιαφορίας. Και ανεγνωρίζετο εξ ίσου θεμιτόν και φυσικόν να πωλή κανείς τον γάιδαρόν του και το παιδί του. Το περίεργον δε είναι ότι ένας γάιδαρος επωλείτο πολλάκις ακριβότερα από ένα παιδί, ώστε να καταντά να αισθάνεται ο λαμπρός πατήρ μείζονα αγαλλίασιν όταν εγέννα η γαιδούρα του παρά όταν εγέννα η σύζυγός του. Αλλά μη και σήμερον δεν εξακολουθούν αι αγοροπωλησίαι αύται μ’ όλας τας προσπάθειας και την μέριμναν του Συλλόγου «Παρνασσού», […]. Ο μάστορης έχων εις χείρας του επίσημον συμβόλαιον αγοροπωλησίας, ηπείλει αυτούς ότι θα εφυλάκιζε τον πτωχόν πατέραν των ή ότι θα έκαμεν κατάσχεσιν του αγρού εκ του οποίου απέζη η απροστάτευτος μήτηρ των και τα ανήλικα αδέλφια των […]. Ο σκληρός ούτος άνθρωπος εκμεταλλευόμενος τα πτωχά παιδία, άπερ ηγόραζεν αντί ευτελούς ποσού παρά των γονέων αυτών, είχε σχηματίσει περιουσίαν, την οποίαν είχε αυξήσει μεγάλως δια παντοίων αισχροκερδειών.

Ανάμεσα σε όλα αυτά και οι ξυλοδαρμοί γυναικών: «Ενίοτε την εξυλοκόπει, αλλ΄ η Δέσπω, μ’ όλους τους πόνους της, ευχαριστείτο, διότι το ξυλοκόπημα εθεώρει ως απόδειξιν ενδιαφέροντος και ζηλοτυπίας υποκρυπτούσης έρωταν, διότι υπό τα βαιότητας εκείνας ησθάνετο απτοτέραν την επιβολήν του άρρενος και εφαντάζετο εαυτήν ως έγγαμον. Θεωρούσα το ξύλον ως απαραίτητον του γάμου εφόδιον, επειδή και αι προς την μητέραν της σχέσεις του πατρός της συχνά διεποικίλλοντο δια ραβδισμών». Ο Κονδυλάκης, έστω και αν κάποιος ισχυριστεί ότι κατασκευάζει την πραγματικότητα με συγκεκριμένο κοινωνικό προσανατολισμό, διακονώντας επιπλέον τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, επιβεβαιώνεται από τις εφημερίδες της εποχής, οι οποίες ως μάρτυρες της ζοφερότητας αναπαριστούν με κάθε λεπτομέρεια την κοινωνική αθλιότητα σε όλο της το μεγαλείο.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το