Θ Plus

Οδός Πανόρμου – Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Παράλληλη προς την Αναπαύσεως κοντά στα «Γερμανικά», άρχιζε από την Ευφραιμίδου και δεν ανέβαινε στην Αναπαύσεως, αλλά σταματούσε μπροστά στο σπίτι του Αναστασίου Μπουμπουλίδη, στην αρχή της οδού Ελπίδος. Από το 1930 δόθηκε το όνομα και αναφερόταν στο Α διάγραμμα των προσφυγικών, αλλά και στο διάγραμμα του 1958 με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου επί δημαρχίας Αλ. Δημόπουλου.
Η Πάνορμος ήταν πόλη της Β. Δ. Μ. Ασίας και λιμάνι της Προποντίδας, από τις ακμαιότατες πόλεις που είχαν επίδοση στην αμπελουργία.
Στη γωνία σχεδόν των οδών Πανόρμου και Ελπίδος ήταν ένας μεγάλος κήπος που αποτελούσε το πίσω μέρος του οικοπέδου του πατρικού μου σπιτιού, αγορασμένος από τον Τζουβάρα, τον διπλανό γείτονα της Αναπαύσεως, το 1946…

Πανόρμου, 1970

Είχε έναν συρμάτινο φράχτη χαμηλό με μια ψηλή σιδερένια πόρτα που αργότερα αντικαταστάθηκε με περιτείχισμα από τσιμεντόλιθους και ήταν γεμάτος οπωροφόρα και λαχανικά για το σπίτι, τα οποία περιποιούνταν ο πατέρας μου. Του άρεσε η ενασχόληση με τη γη, ίσως ξέδινε από τη βαριά και κοπιαστική δουλειά του οδηγού, τον αλάφρωνε, τον διασκέδαζε η μυρουδιά του χώματος που ανακάτευε και απέδιδε και στην οικογένεια. Όταν πια αρρώστησε και σταμάτησε τη δουλειά, ξέραμε πού θα τον βρούμε. Ο πατέρας μου… άπειρες εικόνες στοργής και αγάπης… Όταν του πήγαινα το καφεδάκι του δεν μιλούσε, γελούσε με ένα ελαφρό μειδίαμα. Μιλούσε με τα μάτια της ψυχής του.
Δίπλα, από την επάνω μεριά ήταν το πετρόκτιστο του Μιλτιάδη Τσέα με την αυλή γεμάτη καμέλιες και από την κάτω σπίτια περιποιημένα του Χρήστου Κοφίδη και του Περιβολάρη, τα οποία έγιναν στο τέλος της δεκαετίας του 1940.
Στη γωνία της Χρ. Λούλη ήταν το πετρόκτιστο του Αδάμ, που όλοι τον φώναζαν Σκούφο, με την ωραία αυλή και από κει άρχιζε η μεγάλη γούρνα που έγινε από τα χώματα, τα οποία πήραν για να μπαζώσουν το λιμάνι στις αρχές του αιώνα και κατέληγε στη Δορυλαίου.
Άλλοι έλεγαν πως ο χώρος ανήκε στον Πολυχρονόπουλο. Άλλοι πως ήταν του Νασάκη και Σφυάκη. Πάντως γεγονός ήταν πως οι πρόσφυγες τη βρήκαν και τα μικρά προσφυγόπουλα τη χάρηκαν.

Πανόρμου-Ευφραιμίδου

Στην άκρη της ήταν ο μεγάλος περιστεριώνας του Θανάση Κλείτσα. Τα περιστέρια του άσπρα πιτσιλωτά, λευκές φιγούρες στον γαλανό ουρανό, δεν ξεμάκραιναν πέρα του νεκροταφείου και μέχρι τη γέφυρα του Κραυσίδωνα. Τα απογεύματα κουνώντας επιδέξια ένα άσπρο πανί, ανεβασμένος στο ταρατσάκι, μάζευε τα «παιδιά του», όπως έλεγε. Μαγική δύναμη είχε το πανί και το σφύριγμά του και μέσα σε λίγα λεπτά όλα τα περιστέρια ακουμπούσαν επάνω του και έμπαιναν στον περιστεριώνα. Πιο κάτω γωνία Πανόρμου και Ανακρέοντος ήταν το σπίτι της Αντρονίκης. Αντρώ τη φώναζαν στη γειτονιά και είχε κάτι διαφορετικό από τις γυναίκες της συνοικίας, είχε ένα «χάρισμα» που δεν το είχαν οι άλλες. Έλεγε το φλιτζάνι και έριχνε τα χαρτιά. Μεγάλη σε ηλικία, μεστωμένη γυναίκα, ψηλή, αντρογυναίκα, σοβαρή με μαζεμένα πίσω τα μαλλιά της μπορούσε να λέει τα μελλούμενα μέσα από τα σχήματα του καφέ στο φλυτζάνι και μέσα από τις ζωγραφιές της τραπουλόχαρτας. Ουρές μαζεύονταν οι κοπέλες κάθε ηλικίας να μάθουν τη μοίρα τους, αλλά και μεγάλες γυναίκες για τα προβλήματα που τους απασχολούσαν. Κι είχαν φεύγοντας, ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, μια λάμψη που τόνιζε την ελπίδα και την προσδοκία… Τόση πειθώ είχαν τα λόγια της και τέτοια δύναμη είχε να προσελκύει γυναίκες, αλλά και άντρες από όλη τη Θεσσαλία και όλη τη Λάρισα και να τους λέει ό,τι η φαντασία και η διαίσθησή της αισθανόταν.
Πιο δίπλα το σπίτι του Ζαντέρογλου, θείου του ποδοσφαιριστή Χρήστου Ζαντέρογλου, τόπος συγκέντρωσης των αδελφών Μωραΐτη και άλλων φίλων οι οποίοι μετά τη δουλειά τους και τον αγώνα για τον επιούσιο λευτερωμένοι από έγνοιες έστηναν εκεί τον χώρο της διασκέδασής τους παίζοντας ο Βαγγέλης το ούτι και ο Στέλιος το τουμπελέκι.
Με ένα κομματάκι ρέγγα βουτηγμένη στο ξύδι και μπόλικο κόκκινο κρασί η αντροπαρέα τραγουδούσε τους καημούς της μακρινής πατρίδας και τα μελλούμενα όνειρά τους που μίκραιναν και αυτά με τον χρόνο.

Ζούκας, 1955

Για τη γειτονιά πιο κάτω, στην Ευφραιμίδου, οι μνήμες μπερδεμένες. Στο τελευταίο τετράγωνο έμεναν οι οικογένειες των επιχειρηματιών Ευφραίμογλου και Στάθη Χινδιμπάτογλου, του έμπορου Θεολόγου Καράμπελα με τις τέσσερις όμορφες κόρες, του Δημήτρη Κοκκινάκη, του ποδοσφαιριστή, του Φούσκη και του Χατζηκάλη.
Παραπάνω ήταν το σπίτι του Βαγγελάκη Μωραΐτη, του καλλιτέχνη από τη Σμύρνη, που σμίλευε το μάρμαρο και ονειρευόταν, που δούλευε ώρες και μέσα από τα έργα του έβγαζε τον εσωτερικό ψυχισμό του, δείγματα της ανατολής, επιρροές της Μικρασίας που ήταν κρυμμένες στην ψυχή του.
Άλλες φορές ακουγόταν το ούτι που έπαιζε τόσο γλυκά και μέσα από τους ήχους των απαλών γλυκόλαλων τραγουδιών του έβγαινε η χαρούμενη γλυκιά φυσιογνωμία του. Πάντα χαρούμενος περπατούσε αέρινα, σαν να μην περπατούσε στο έδαφος και σιγοτραγουδούσε επάνω στο ποδήλατο που πήγαινε στο νεκροταφείο να σκαλίσει επί τόπου τις μαρμάρινες δάδες, σύμβολα αιώνιας ζωής, αναμμένες ή σβησμένες ή να σκαλίσει τους πεσσούς κάποιων οικογενειακών μνημείων.
Παντρεμένος με την πολύ νεότερή του Παρασκευή Σπανομήτρου από τα Μελισσάτικα, απόκτησε τη Φωτεινή και τη Χρύσα. Δυο κορίτσια που μεγάλωσαν με τη φροντίδα της και προικίστηκαν με εφόδια ζωής.
Εκείνος έλειπε στη δουλειά και της είχε εμπιστοσύνη.

Πανόρμου, σπίτι Πασικετόπουλου

Πιο πάνω ανεβαίνοντας από δεξιά ήταν οι οικογένειες του Καρακατσάνη και του Στέφανου Μακράκη… και στο άλλο τετράγωνο, Πανόρμου με Πριήνης, ήταν το μπακάλικο – καφενεδάκι του Ηλία Λεφάκη. Εγγλεζονησιώτης στην καταγωγή με τη γυναίκα του Σοφία κρατούσε στο μικρό προσφυγικό σπιτάκι το καφενείο γεμάτο με πελάτες Εγγλεζονησιώτες, κυρίως ναυτικούς και άνδρες της γειτονιάς. Εύσωμη, αλλά επιδέξια και καλοσυνάτη η Σοφία το κράτησε μέχρι σχεδόν το 1965, κι ύστερα ο χώρος άλλαξε και έγινε το μαραγκούδικο των αδελφών Πιπικάκη, που «προμήθευε» ξύλινα σπαθιά στον πόλεμο των νεαρών παιδιών της Αγίας Βαρβάρας και της Ευαγγελίστριας.
Μέσα στη γούρνα πολλές φορές ήταν αφημένα τα άλογα του Κων/νου Πασικετόπουλου που είχε το σπίτι απέναντι στα Γερμανικά. Ερχόμενος πρόσφυγας από το Κατίκιοϊ της Νικομήδειας με τη μητέρα του Φωτεινή και τα αδέλφια του εγκαταστάθηκαν στα «Πέτρινα» της οδού Ακριτών και μετά ο Κων/νος πήρε σπίτι σε κείνη την πλευρά που ήταν όλοι οι Νικομηδιώτες, στην οδό Πανόρμου 41 με Ευζώνων.
Ήταν από τα πρώτα σπίτια αυτό και της Στυλιανής Φλάμου που με την ανοιχτάδα του χώρου οι γυναίκες έβλεπαν τη νύχτα μέσα από τον χαμηλό περίβολο του νεκροταφείου τα καντηλάκια να ανάβουν και να τρεμοσβήνουν, τη μέρα έβλεπαν τους νεκροθάφτες που ετοίμαζαν τους τάφους, έβλεπαν τους παπάδες που πηγαινοέρχονταν και καταλάβαιναν ότι το νεκροταφείο περίμενε νέους κατοίκους. Ο Κων/νος ήταν ιδιοκτήτης 4 κάρων και μεταφορέας. Γύρω στα 1960 περιέφραξε τον γύρω χώρο και εκεί έβαζε τα ζωντανά του.
Παντρεύτηκε την Ελένη Αναγνωστάκη (Μουστάκα) και απόκτησε επτά παιδιά. Ο Δημήτρης πέθανε νέος 18 χρόνων, και από τα άλλα αγόρια τελικά ο Μιλτιάδης, ο Ανέστης και ο Λευτέρης ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους, μέχρι το 1970 τα κάρα χρησιμοποιούνταν ακόμη για τις μεταφορές υλικών. Πήγαινε στη λαχαναγορά και κουβαλούσε λαχανικά για τους ιδιοκτήτες των μανάβικων. Όλοι δεν τον πλήρωναν σε κάθε μεταφορά, αλλά του έλεγαν το Σάββατο. Έτσι ο Κώστας κάθε Σάββατο περνούσε από τα διάφορα μαγαζιά να πάρει τα χρήματα να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του. Και όταν δεν τον πλήρωναν πάλι (για διάφορους λόγους) τότε είχε μια κοφίνα στον ώμο, τη γέμιζε με τα χρειαζούμενα και έφευγε για το σπιτικό του. Πληρωνόταν πλέον σε είδος.

Πολλή δουλειά είχαν όταν άρχισε η ανοικοδόμηση μετά τους σεισμούς του 1954-55 και ο κόσμος άρχισε να επιδιορθώνει και να κτίζει καινούρια σπίτια. Με τα κοντά κάρα μετέφερε άμμο από τον Ξηριά και με τα μακρύκαρα κουβαλούσε ξυλεία για τις οικοδομές, δοκάρια, πένταυρα και άλλα υλικά. Καλός νοικοκύρης και αγαπητός στη γειτονιά της προσφυγούπολης μάζευε κάθε Προφήτη Ηλία όλη τη γειτονιά, την ανέβαζε στα μακρύκαρα κάρα και πήγαιναν στον Προφήτη Ηλία των Αλυκών. Μετά τη λειτουργία τους πήγαινε για μπάνιο και φαγητό, φροντίζοντας όλοι να φάνε από τα ζωντανά που είχε σφάξει και ετοιμάσει από την προηγούμενη. Μπορούσε και πρόσφερε τη χαρά αυτή στον απλό κόσμο της γειτονιάς μας που εργαζόταν ίσα-ίσα για να μπορεί να ζήσει… Από τα κορίτσια η Θεοτίμη, σύζυγος Δημητρίου Σάχου έμεινε στον χώρο του πατρικού της και το ξανάκτισε.
Απέναντι πάνω, ήταν η μεγάλη αλάνα και μετά το σπίτι του Νίκου Ευαγγελινάκη που έκλεινε τον δρόμο και στένευε την οδό Χρ. Λούλη.
Γωνία Χρ. Λούλη και Πανόρμου ήταν του Χατζηθεοδώρου. Ποδάρα τον φώναζαν οι φίλοι και γνωστοί κανείς δεν τον ήξερε με το επώνυμό του. Μικρασιάτης στην καταγωγή, από το Σεβδίκιοϊ, είχε καταφέρει να προκόψει με τη δουλειά του και πριν το 1950 αγόρασε το οικόπεδο και έφτιαξε ωραίο μεγάλο σπίτι με κήπο, όπου έμενε με τη μοναχοκόρη του Ευγενία – όνομα και πράγμα – σύζυγο μετέπειτα του Ηλία Μποχώρη, που είχε το πρώτο μίνι μάρκετ αργότερα στη Νέα Ιωνία, στο ανακαινισμένο μαγαζί του Τριβέλα, στην Αναπαύσεως.
Πάνω ήταν το οικόπεδο του εργολάβου Περιβολάρη που έβαζε την ξυλεία του και αποθήκευε τα απαραίτητα εργαλεία της δουλειάς του και δίπλα το σπίτι το νεόκτιστο πέτρινο του Γεωργίου Ζούκα αρτεργάτη και της Βασιλικής με τη μεγάλη περιποιημένη αυλή, όπως και του Γεωργίου Ριζοπούλου, του σιδηροδρομικού, στη γωνία Πανόρμου και Ελπίδος, που ήταν το τέρμα. Αυτός ο δρόμος, όταν παντρεύτηκα με το σπίτι που έκτισα, έγινε δρόμος μου. Είδα τις ελιές του πεζοδρομίου να ανθίζουν, να καρποφορούν για χρόνια, το πεζοδρόμιο να μικραίνει και οι ελιές να ξεραίνονται. Είδα γύρω τον χώρο να αλλάζει, να κτίζονται πολυκατοικίες, να μεταμορφώνεται χρόνο με τον χρόνο, μα εγώ μέσα μου κρατούσα τις λουλουδιασμένες αυλές των σπιτιών, τις ανοιχτές καρδιές των ανθρώπων, την ελπίδα για καλύτερη ζωή και την πίστη τους στη Βαγγελίστρα μας.

Πηγές: Μαρτυρίες προσωπικές, Έφης Τσαλίκη, Σοφίας Καράμπελα-Βαρλάμη, Μαρίας Ανδρέου, Δημήτρη Αναστασιάδη, Κων/νου Ανδρουλάκη, Ευγενίας Μποχώρη, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «ΔΡΟΜΟ-ΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ», εκδόσεις ΩΡΕΣ, Ν. ΙΩΝΙΑ 2006, «Γνωστές και άγνωστες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες της Νέας Ιωνίας», Ημερολόγιο 2017 του Πολιτιστικού Συλλόγου «το Εγγλεζονήσι».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το