Πολιτισμός

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Συνεχίζοντας το οδοιπορικό, σκοπός μου δεν είναι να φιλολογήσω, αλλά να καταγράψω ανθρώπους και γεγονότα που πέρασαν και χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη, παρά μόνο ελάχιστες δυσεύρετες φωτογραφίες.

Η οδός Αναπαύσεως ήταν ο αρχαιότερος δρόμος του Βόλου. Από το 1883 με τη δημιουργία του νεκροταφείου των Ταξιαρχών δημιουργήθηκε το μικρό στενάκι που είχε πρόσοψη 7 τετραγωνικές πήχεις και βάθος 10 πήχεις για την πρόσβαση στον χώρο, που ονομάστηκε οδός Αναπαύσεως.
5 χρόνια μετά, το 1888, ενώ είχε χορηγηθεί δάνειο διεύρυνσης του δρόμου, μόλις το 1890 άρχισε η μερική κατασκευή του και τον Ιούλιο του 1903 η οδός ήταν άχρηστη, δεν υπήρχε ακόμη γέφυρα στον Κραυσίδωνα και τα αμάξια κινδύνευαν να τσακιστούν, όταν περνούσαν τον χείμαρρο. Μετά κατασκευάστηκε ξύλινη γέφυρα, η οποία βέβαια δεν κράτησε και πολύ, γιατί τον Μάιο του 1904 δόθηκαν 10.000 δρχ. για την κατασκευή σιδερένιας. Τα καλοκαίρια η κατάσταση ήταν χειρότερη, καθώς μαζευόταν μισό μέτρο περίπου σκόνη, που συνόδευε τα αμάξια, τους επιβάτες και τους διαβάτες που βουτούσαν κυριολεκτικά στη σκόνη.

Το 1932 η οδός Αναπαύσεως άρχιζε από την οδό Παγασών 47-49 που ήταν τα εργοστάσια «Λεβάθιαν» Μουρτζούκου και κατέληγε στο νεκροταφείο. Πέρασαν πολλά χρόνια. Η Νέα Ιωνία άλλαζε όψη και τον Δεκέμβριο του 1960 αποφασίστηκε η επισκευή και ασφαλτόστρωση του δρόμου, προϋπολογισμού 80.000 δρχ. Το 1973 η παλιά, στενή γέφυρα γκρεμίστηκε και κατασκευάστηκε η υπάρχουσα γέφυρα που ένωνε τη Νέα Ιωνία με τον Δήμο Βόλου. Αυτά έλεγαν οι πληροφορίες για την ιστορία του δρόμου.

Ξεκινώντας από το νεκροταφείο αριστερά ήταν το μαρμαράδικο των αδελφών Σταφυλά. Κατεβαίνοντας ήταν το μεγάλο οικόπεδο του Αναστασίου Μπουμπουλίδη με το μεγάλο πέτρινο δίπατο σπίτι, σαν πύργο με εξωτερική σιδερένια σκάλα, τουλούμπα και πηγάδι και μετά το πατρικό μου. Το πατρικό μου ήταν από τα πρώτα σχεδόν της περιοχής του νεκροταφείου, αγορασμένο το 1934 από τον παππού μου Αναστάσιο Μαρμαρά, προίκα της μητέρας μου. Είχε χοντρό περιτοίχισμα με κάγκελα και μεγάλη αυλή με ωραίες τριανταφυλλιές. Με τους σεισμούς του 1954 είχε πολλές ζημιές και γύρω στο 1960 ο πατέρας μου Γεώργιος Γιασιράνης με τον αδελφό του Δημήτριο Δεληκούρα που ήταν εργολάβος, έκαναν προσθήκη δύο δωμάτια και έδωσαν άλλη μορφή στο παλιό μας σπίτι, αλλάζοντας τη διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου και κρατώντας μόνο τα μεγάλα μαρμάρινα σκαλοπάτια, μάρμαρα από το νταμάρι του παππού μου στο Κουφόβουνο. Περάστηκε μωσαϊκό στο πάτωμα με σχέδια, άλλο δωμάτιο πορτοκαλί με πράσινο σκούρο και άλλο πράσινο, μπήκαν πόρτες με χρωματιστά πολύχρωμα τζάμια, που τις αγόρασε ο πατέρας μου από το σπίτι του Καρτάλη και είχαμε ένα καινούριο σπίτι διακοσμημένο με καλύτερα έπιπλα από το σπίτι του Καρτάλη που πούλησε όταν έφυγε για την Αθήνα. Ήταν ωραία σκαλιστά έπιπλα, μια ντουλάπα με καθρέφτη μπροστά, μια σιφινιέρα σκαλιστή με συρτάρια και μάρμαρο άσπρο πάνω, ένα έπιπλο για το χολ, με σκαλιστό καθρέφτη και το κάτω σκαλιστό με άσπρο μάρμαρο, ένα έπιπλο ράδιο με πικ-απ, καναπεδάκι ξύλινο νησιώτικο και άλλα που τα χαιρόταν η μητέρα μου και παινευόταν για την απόκτησή τους (και γω σήμερα καμαρώνω που κοσμούν τον χώρο μου).
Πάλι υπήρχε αυλή. Δεν υπήρχε όμως το πηγάδι με το μαγγάνι, τον κουβά και το δροσερό νεράκι, γιατί πλέον είχαν τοποθετηθεί οι πρώτες βρύσες. Το πηγάδι δεν είχε καταστραφεί, απλά είχε σφραγιστεί και ήταν σε αχρησία, παρέμενε όμως για ώρα ανάγκης.

Οδός Αναπαύσεως

Γειτονικό μας σπίτι ήταν του Τζουβάρα από το χωριό Μπουλί της Καρδίτσας, μεγάλο και αυτό σε σχήμα γωνία, με το παράσπιτο που είχε φούρνο κτιστό και κτιστή φουφού για μαγείρεμα και αυλή. Στην αρχή το νοίκιαζε και έμενε εκεί ο θείος μου, εξάδελφος της μητέρας μου, Τζώρτζης (Γεώργιος) Αδαμίδης, επιστάτης στα καπνά του Ματσάγγου, με την οικογένειά του. Από τα παιδιά του τα δύο, η Βαγγελίτσα και ο Ζήσης, ήταν σχεδόν συνομήλικα με μας και είχαμε πολλές σχέσεις. Για το σχολείο είχαμε φίλους και συνοδοιπόρους, αλλά και για τις παιδικές πονηριές είχαμε συνεργάτες. Μετά 5 χρόνια περίπου ο θείος μου έκτισε σπίτι στο τέρμα της οδού Θείρων, στο ποτάμι, και χάσαμε τη συντροφιά μας. Άλλωστε το χρειαζόταν ο ιδιοκτήτης το σπίτι γιατί είχε παντρευτεί η κόρη του με τον ζωέμπορο Ηλία Λύτρα και το χρειαζόταν. Με μια μικρή ανακαίνιση, το σπίτι έγινε καινούριο και το κατοίκησε το ζευγάρι, που γρήγορα προσαρμόστηκε και η Σωτηρία φάνηκε σαν να έμενε χρόνια μαζί μας.

Ο κήπος της ακουμπούσε στο σπίτι της Κυρατσώς Μαυροειδή, που είχε την ταβέρνα στην Αναπαύσεως 57 από πολλά χρόνια, από το 1940, με τον άνδρα της. Το 1949 η κόρη της Ελένη παντρεύτηκε τον Αντώνη Αντωνίου, έμπορο κρεάτων και δούλεψε εκεί, αναλαμβάνοντας πλέον ως γαμπρός να εφοδιάζει ό,τι χρειαζόταν το καφενείο – ταβέρνα. Ήταν ένα απλό στενόμακρο δωμάτιο, με μικρά τραπεζάκια μέσα και έξω στην αυλή, που έλαμπε από καθαριότητα, όπου σύχναζαν οι εργάτες του γυαλάδικου, καροτσέρηδες, εργάτες από τα μαρμαράδικα του Στάθη Σταφυλά και του Πέτρου Κόκκινου με τα αφεντικά τους. Απλοί άνθρωποι του μεροκάματου, αλλά μορφωμένοι, τίμιοι και εργατικοί, που είχαν πολιτικές απόψεις και ενδιαφέρονταν να κάνουν τη ζωή τους καλύτερη, έδειχναν έναν κόσμο αλλιώτικο, που δεν βάλτωνε στη λάσπη των δρόμων της Νέας Ιωνίας.
Η ταβέρνα είχε καλούς μεζέδες, που τους μαγείρευαν τα άξια χέρια της Κυρατσώς, της πεθεράς του και της Ελένης της γυναίκας του. Από μακριά μύριζαν τα φαγητά τους και σκόρπιζαν αρώματα μπαχαρικών και μικρασιάτικες μνήμες. Το 1961 σταμάτησαν να το δουλεύουν γιατί η Κυρατσώ είχε μεγαλώσει και η Ελένη είχε πια τρία παιδιά να μεγαλώσει, την Τασούλα, τον Νίκο και τη μικρή Γιάννα.
Στην άκρη της αυλής, στη δεξιά πλευρά ήταν ένα μικρό δωματιάκι που το έκαναν περίπτερο. Είχε δύο τζαμάκια μικρά στις προσόψεις με τα οποία επικοινωνούσαν οι πελάτες τους και αγόραζαν τα χρειαζούμενα.

Και τι δεν είχε μέσα. Από τσιγάρα, καραμέλες, ζαχαρωτά, κορδόνια, τσιμπιδάκια μαλλιών, περιοδικά… Όλα είχαν σειρά και τάξη και όποιος σε εξυπηρετούσε φορούσε πάντα ένα χαμόγελο, είχε μια ανοιχτάδα ψυχής και μια τσίχλα ή καραμέλα δώρο στα μικρά παιδιά.
Περίπτερο δεν υπήρχε κάπου κοντά στην περιοχή, μόνο κάτω προς το ποτάμι, ήταν το μαγαζάκι του Νικολού Μάμουνα (παρατσούκλι ήταν).
Έτσι ο μικρόκοσμος του άλλοτε 15ου Δημοτικού Σχολείου, η γειτονιά και οι περαστικοί κάλυπταν τις ανάγκες τους μέχρι το 1978. Δεν υπήρχαν πια χέρια να το δουλέψουν, τα παιδιά ήταν μικρά και το μικρό μαγαζάκι κατέβασε τα ρολά του, άδειασε από τις προμήθειές του και σιώπησε για πάντα.
Πιο κάτω, στη γωνία, εκεί που ήταν το ζαχαροπλαστείο της Αγγέλας Γιουρέλη, σήμερα φούρνος του Δημήτρη Γιαντζή, ήταν ένας πετρόκτιστος τοίχος, γύρω στα δυο μέτρα, προστάτευε το σπίτι της οικογένειας Κοντομήτρου. Απέξω υπήρχε από το 1954 η πρώτη βρύση της γειτονιάς μου. Αργότερα, περίπου το 1966 ο περίβολος γκρεμίστηκε και έγινε μια τριώροφη οικοδομή με γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο στο ισόγειο. Ήταν το πρώτο της γειτονιάς μας που δούλεψε πολλά χρόνια ο «θείος» Ζήσης Κοντομήτρος με τη γυναίκα του, καλοσυνάτοι άνθρωποι, και μετά το πήρε η Αγγέλα Γιουρέλη.

Αρχή της Αναπαύσεως

Ακριβώς απέναντι, στο κατάστημα με κουρτίνες και είδη ένδυσης χώρου, ήταν το μεγάλο καφενείο του Στυλιανού Λημνιού, με τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, τις μεγάλες πλάκες στρωμένες απέξω και τη μεγάλη ακακία, κάτω από την οποία έβγαζε τραπεζάκια. Αρχικά ήταν, όπως έλεγαν, τα αποδυτήρια της βολιώτικης ομάδας «Κένταυρος» που έκανε προπονήσεις στην «αλάνα», δίπλα από το Γερμανικό. Στην πορεία του χρόνου το καφενείο μοιράστηκε και σε κουρείο.
Δίπλα ήταν το πετρόχτιστο διώροφο της οικογένειας Μωράκη με εξωτερική βεράντα και μεγάλα μαρμάρινα σκαλοπάτια, που ήταν στο κάτω μέρος το πρώτο κατάστημα ηλεκτρικών στην Αναπαύσεως.
Μεταξύ Αναπαύσεως και Πανόρμου, από το σημείο αυτό μέχρι τη γωνία στο φαρμακείο του Κώστα Τσαρνά, υπήρχε μια γούρνα, ίσως μεγαλύτερη από 80 τετραγωνικά και βάθος 3 έως 5 μέτρα. Τον χειμώνα γέμιζε νερό και τα μεγαλύτερα παιδιά της γειτονιάς μετέτρεπαν τις σκάφες σε… σκάφη και «διέπλεαν τον… Παγασητικό».
Πολλές φορές τα… σκάφη αναποδογύριζαν και υπήρχαν ατυχήματα, μαλώματα και κλάματα.
Το καλοκαίρι ήταν κατάλληλος χώρος για κρυφτό.

Στην κάτω άκρη του χώρου ήταν το εμπορικό κατάστημα του Αθανασίου Κλείτσα, σχεδόν απέναντι από το εμπορικό του Τάσου Κρούσου. Μικρασιάτες ήταν και οι δυο, αγωνιστές της ζωής που ξεκίνησαν με το καροτσάκι στις γειτονιές και έγιναν καταστηματάρχες. Ήταν μεγάλο για την εποχή του, γεμάτο ράφια με υφάσματα, κουμπιά και αρώματα. Η βιτρίνα μπροστά ήταν καλοστολισμένη πάντα, με υφάσματα πάνω σε κούκλες που πόζαραν με νάζι και από τη μέσα πλευρά, πίσω από τη βιτρίνα ήταν το γραφείο, γεμάτο με χαρτιά, παραγγελίες, σημειώματα και το τεφτέρι με τα βερεσέδια. Τα πρωινά έλειπε στη γύρα και άφηνε εκεί τη γυναίκα του Έλλη, εξαδέλφη της μητέρας μου, ή την κόρη του Αμαλία, όταν μπορούσε να μην πάει σχολείο. Ο πελάτης που έμπαινε δεν έφευγε χωρίς να ψωνίσει κάτι, ακόμη και αν δεν το χρειαζόταν.

Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το