Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960: Οδός Δορυλαίου

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Μετά την αλάνα της Δορυλαίου, απέναντι από την πλατεία των Γερμανικών, στην οδό Αϊδινίου, ήταν το σπίτι του Ρουσσόπουλου, καινούρια οικοδομή τότε, με μαγαζί κάτω που έφτιαχνε γύψινες διακοσμήσεις, που ήταν πολύ στη μόδα. Εκεί αργότερα έγινε το πρώτο στην περιοχή αυτή της Νέας Ιωνίας μικροβιολογικό εργαστήριο της Καλλιφρόνης Βρέντζου Μαργώνη, της Κρητικιάς που ταυτίστηκε με τους κατοίκους της Νέας Ιωνίας, με τα προβλήματα υγείας τους, που βοήθησε, διευκόλυνε ανθρώπους, έσωσε ζωές. Ήταν μικρός χώρος, αλλά έγινε σημείο αναφοράς της περιοχής για πολλά χρόνια.
Στον άλλον δρόμο της Εγγλεζονησίου αρ. 29, στη γωνία, ήταν το μανάβικο του Βασιλείου Χαλάτση ή Χαλάντση από το Κόλντε της Μ. Ασίας. Ορφανός από πατέρα, βρέθηκε με τη χήρα μητέρα του Κωστούλα και τα πέντε αδέλφια του στον Βόλο και εγκαταστάθηκε με τους άλλους πρόσφυγες στα σπιτάκια των «Γερμανικών». Έκανε το μισό δωμάτιο μανάβικο για να βιοποριστεί, το άλλο μισό το είχε στάβλο για το ζώο του και γύριζε με τη σούστα του φτάνοντας ώς τις απόμακρες γειτονιές της Νέας Ιωνίας. Παντρεμένος με τη Μαρία Παπαδοπούλου το 1928, απόκτησε δυο παιδιά, τον Δημήτρη και τον Λεωνίδα, αλλά την έχασε γρήγορα και ξαναπαντρεύτηκε με τη Βάγια Μητσάκη, με την οποία απόκτησε πολλά παιδιά: Την Ερασμία, τον Κυριάκο, την Κυριακή, τη Σοφία (Λόλα) και τον Ευριπίδη, τον γνωστό ποδοσφαιριστή της Νίκης, τον αγωνιστή με το τρίκυκλο που γύριζε τις γειτονιές και τις λαϊκές για το ψωμί της καθημερινότητας.

Περίπτερο Καρκαμπίτσου

Όλα του τα αγόρια ασχολήθηκαν με τη μαναβική, αφού είχαν την εμπειρία από μικρά και το μικρό προσφυγικό το είχαν γεμίσει με κάθε ποικιλία μαναβικής. Το κράτησαν μέχρι το 1980. Κανένας τους δεν ζει. Μόνον η αδελφή τους η Λόλα, γραφική φιγούρα, που βάφει κάθε φορά το παλιό μηχανάκι τρίκυκλο του Ευριπίδη πάνω στο πεζοδρόμιο και τις γλάστρες της μπλε.
Δίπλα ακριβώς ήταν το μαγαζάκι-καπνοπωλείο της Κωστούλας Χαλάτση. Μια μεγάλη ταμπέλα στην πρόσοψη, πάνω από το υπέρθυρο της πόρτας έγραφε: «ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟΝ Κωστ. Χαλάτση» και στο πλάι δεξιά-αριστερά διαφημιστικά από καρούλια ραψίματος, εργόχειρα, τσιγάρα.
Δυο σκαλοπατάκια οδηγούσαν στο στενόμακρο μαγαζάκι που είχε τα πάντα. Ιδιαίτερα εφημερίδες, νεανικά περιοδικά κρεμασμένα με μανταλάκι σε σχοινιά, τσιγάρα από όλες τις μάρκες, αλλά περισσότερα τα άφιλτρα βαριά σε χύμα που αγόραζαν οι θεριακλήδες των «Γερμανικών».
Μέσα σε μια βιτρίνα-πάγκο ξύλινη με τζάμια είχε ό,τι μπορούσε να προκαλέσει εντύπωση στον πελάτη. Πανέξυπνη γυναίκα, δραστήρια, με λίγες γνώσεις, μπορούσε να κρατήσει το μαγαζάκι της και να το εφοδιάζει με τις απαραίτητες λιχουδιές που χρειάζονταν οι μικροί της γειτονιάς.

Βασ. Χαλάτσης

Είχε τη δυνατότητα με το μαγαζί της να είναι καλοντυμένη και να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας φορώντας καπέλο, πλερέζα και γάντια, με ύφος μεγάλης κυρίας, γεγονός που προκαλούσε τις φτωχές γυναίκες της συνοικίας. Είχε καλοπαντρέψει την κόρη της Μαρία και καμάρωνε για τις εγγονές της.
Λίγο πιο πέρα ήταν το προσφυγικό της οικογένειας του μαραγκού Πρόδρομου Μιχαηλίδη, από το Νύμφιο. Όλη η Νέα Ιωνία Μπότη τον ονόμαζε και Μπότη τον ήξερε, γιατί η γιαγιά Οσία, επειδή δεν μιλούσε καλά τα ελληνικά, δεν μπορούσε να πει το όνομά του, αλλά και για να τον ξεχωρίζει από τον ανιψιό της Πρόδρομο, που τον έφερε ορφανό, τον φώναζε μετά Φώτη-Μπότη. Παντρεμένος με την Ελισάβετ Ουζούνογλου από την Κασταμονή, είχε τρία παιδιά, τη Μαρίτσα, σύζυγο Αντωνιάδου, τη Χαρίκλεια, σύζυγο Δεληχρήστου, και τον Παντελή. Μαζί τους έμενε και η Σουλτάνα Ουζούνογλου, αδελφή της Ελισάβετ, ανύπαντρη, η οποία δούλευε από μικρό κοριτσάκι 13 χρονών στο εργοστάσιο του Τσούγκου. Ο Μπότης, το δωμάτιο μπροστά στον δρόμο της Δορυλαίου, για τις ανάγκες των κοριτσιών του, το είχε χωρίσει με κουρτίνα σε δυο μέρη. Στο ένα ήταν κομμωτήριο που δούλευε η Χαρίκλεια την κομμωτική, αλλά μαντάριζε με μηχανάκι και νάιλον κάλτσες που χαλούσαν. Εκείνα τα χρόνια μόλις είχαν πρωτοβγεί οι νάιλον κάλτσες και ήταν πολύ στη μόδα, αλλά ήταν ακριβές. Οι νεαρές που τις φορούσαν, αλλά και οι κυρίες, όταν χαλούσαν, δεν τις πετούσαν, αλλά τις έδιναν για μαντάρισμα.
Στο άλλο μέρος ήταν μοδιστράδικο που δούλευε η Μαρίτσα με δυο μαθητευόμενα μοδιστράκια. Δούλευαν και οι δυο με πείσμα ώς αργά, χωρίς γιορτές και σχόλες, να δημιουργηθούν και να ζήσουν λίγο καλύτερα, να ξεφύγουν από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Δούλεψαν εκεί μέχρι το 1967. Μετά παντρεύτηκαν, πήγαν στα σπίτια τους και κει έμενε η θεία Σουλτάνα, η οποία βοηθούσε τα κορίτσια όταν χρειαζόταν.

Κωστούλα Χαλάτση

Στο σπίτι τους ακουμπούσε το κουρείο του Κώστα Παπαδόπουλου από τη Σμύρνη. Ψηλός, λεπτός, ευγενική φυσιογνωμία, είχε κάποιο πρόβλημα στο μάτι γι’ αυτό τον έλεγαν «ο κουρέας ο γκαβός». Μικρό ήταν το μαγαζάκι του, στενόμακρο, καθαρό με έναν μεγάλο καθρέφτη στον αριστερό τοίχο, το είχε από το 1950 περίπου και ζούσε με αυτό και συνέχισε να δουλεύει με επιδεξιότητα μέχρι 85-90 χρονών.
Στη γωνία Δορυλαίου και Ικονίου ήταν το περίπτερο του Καρκαμπίτσου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Καρκαπίτσος Δημήτριος και καταγόταν από το Αδά Παζάρ της Νικομήδειας. Αυτό ήταν παραφθορά του ονόματος και με αυτό τον ήξεραν όλοι. Ορφανός από μικρός είχε ταλαιπωρηθεί στη ζωή του και επιστέγασμα ήταν να τραυματιστεί στον πόλεμο του 1940 στο πόδι. Η πατρίδα ως αντάλλαγμα για να μπορέσει να ζήσει του έδωσε άδεια για το περίπτερο ως «ανάπηρος πολέμου» και με αυτό ζούσε η οικογένειά του, η οποία έμενε ακριβώς δίπλα και είχε μια μικρή αυλή, όπου έπαιζαν τα δυο παιδιά του ο Βλάσης και ένα κοριτσάκι. Το περίπτερο είχε ξύλινα πορτοπαράθυρα που τα έβαζε το βράδυ για προστασία και αυτό που πουλούσε περισσότερο ήταν τσιγάρα. Μανιώδης καπνιστής και αυτός γνώριζε τις ανάγκες των καπνιστών της περιοχής. Είχε όμως τσίχλες και καραμέλες για τα παιδιά, αλλά και καρύδια για να παίξουν το παιγνίδι τους «μπας-καράμπας».

Ήταν πολύ μικρό, ίσα που χώραγες, το μπροστινό μέρος ήταν προέκταση στην αυλή και στα ράφια του είχε όλες τις μάρκες τσιγάρα και πιο μέσα είχε καραμέλες, τσίχλες, παιχνιδάκια, περιοδικά. Κοντούλης με γυαλιά, χαμογελαστός, χωρατατζής χαμογελούσε με τα παιδιά που σταματούσαν με τα ρέστα τους από τον φούρνο του Αλεξανδρίδη και ψώνιζαν ό,τι μπορούσαν.
Το όνομά του ήταν συνδεδεμένο με ένα τραγικό γεγονός, τότε που τελείωνε ο εμφύλιος, στα πέτρινα εκείνα χρόνια, που η προδοσία αντάμα με την ιδεολογία νεφέλωναν το μυαλό των ανθρώπων και έκαναν εγκλήματα. Λίγο πιο πέρα, στην πρόσοψη του μαγαζιού που διόρθωνε τηλεοράσεις, υπήρχαν ακόμη τα σημάδια των οβίδων εκείνης της φρικτής βραδιάς που περικυκλώθηκε το τετράγωνο από αστυνομικούς και τανκς. Λίγο πριν τα παιδιά έπαιζαν στην αλάνα μπάλα και διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους στο παιχνίδι.
Ενδιάμεσα, σε ένα μικρό προσφυγικό, ζούσαν δυο αδέλφια, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Ηρακλής, αλλά τον φώναζαν όλο Ηράκλη.
Μεγάλος στην ηλικία, με εμφάνιση καλοκάγαθου ανθρώπου, διαφορετική φυσιογνωμία, που σε προκαλούσε να τον προσέξεις, ήταν περιπλανώμενος τσαγκάρης. Γύριζε ολημερίς τους χωμάτινους στενούς δρόμους της Νέας Ιωνίας φωνάζοντας «παπούτσια μπαλώνουμε».
Είχε κρεμασμένη στον ώμο μια μεγάλη τσάντα και μάζευε τα παπούτσια που του έδιναν για διόρθωμα. Έγραφε το όνομα και τη διεύθυνση του πελάτη, τα έβαζε στην τσάντα, τα διόρθωνε και τα επέστρεφε στους ιδιοκτήτες τους, χωρίς ποτέ να κάνει λάθος.

Λεων. Νησιώτης

Πιο πέρα, στη γωνία Μαγνησίας ήταν το σπίτι με τα σιδερένια κάγκελα στην αυλή, το προσφυγικό της οικογένειας Ιωάννη Καλούμενου που οι δυο γιοι του, Δημήτριος και Κων/νος, ήταν γνωστοί μηχανικοί με καταγωγή από τη Σμύρνη. Ο ένας γιος ήταν φύλακας στο υδραγωγείο απέναντι στην αλάνα, από όπου έπιναν οι πρόσφυγες νερό και το συντηρούσε.
Μέχρι την πλατεία της Ευαγγελίστριας υπήρχαν μερικά ακόμη προσφυγικά σπιτάκια και η Δορυλαίου συνέχιζε ίσια πέρα. Περνώντας την Κρήτης στη γωνία δέσποζε το διώροφο σπίτι της οικογένειας Νησιώτη, με τον μεγάλο κήπο, τα σιδερένια κάγκελα, τα μεγάλα παραθυρόφυλλα και την ξύλινη πόρτα. Ο Λεωνίδας Νησιώτης με καταγωγή από την Κιουτάχεια είχε φαρμακείο στην οδό Χαλκηδόνος. Ήταν ο πρώτος που άνοιξε φαρμακείο στον προσφυγικό συνοικισμό με την επωνυμία «Λαϊκό Φαρμακείο Η Νέα Ιωνία».
Τον διάλεξε γιατί ήταν το μελισσολόι της προσφυγιάς. Το φαρμακείο του ήταν το στέκι και το αλισβερίσι της.
Ήταν σπουδαία προσωπικότητα του συνοικισμού. Η γνώμη του είχε κύρος και βαρύτητα. Είχε μια επιβλητική αρχοντιά που συνοδευόταν από σεμνότητα και μετριοπάθεια. Λιγομίλητος, σοβαρός, θεράπευε και τις ψυχές των ξεριζωμένων που ακουμπούσαν πάνω του.

Διετέλεσε σχολικός έφορος των πρώτων σχολείων της Νέας Ιωνίας και επίτροπος στη μεγάλη Ευαγγελίστρια στα χρόνια 1946-1966.
Παντρεμένος με την Ιουλία Σαββοπούλου από τη Νικομήδεια απόκτησε τρία παιδιά, τον Παντελή, τον Κυριάκο και τον Ευάγγελο. Οι δυο μόνον έζησαν. Ο Παντελής πέθανε όντας φοιτητής στην Αθήνα, στη σχολή χημικών μηχανικών, το 1941. Οι πόρτες του σπιτιού του κυρ-Λεωνίδα ήταν πάντα ανοιχτές και παρέμειναν έως ότου εγκαταλείφθηκε, απομεινάρι μιας άλλης εποχής και άλλων ιδιαίτερων ανθρώπων.
Συνεχίζεται.

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Χαρίκλειας Δεληχρήστου, Έλλης Αντωνιάδου, Λόλας Χαλάτση, Μιχ. Διαμαντή, Ελένης Καραφύλογλου, Γιάννη Κονταξή, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924», 2013, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Από τον παππού στον εγγονό», 2011.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το