Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960: Οδός Δορυλαίου μέρος γ’

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Συνεχίζοντας τη Δορυλαίου μετά το σπίτι του Νησιώτη στη γωνία ήταν το σπίτι της οικογένειας της Πολυξένης Βασιλείου Δανού από τον Μπουτζά της Σμύρνης. Απλή μονοκατοικία με αυλή και λουλούδια της αρχόντισσας Πολυξένης, αλλά και χώρο να βολεύεται το άλογο με το κάρο που είχε τα εμπορεύματα, τα υφάσματα. Ήταν πολυμελής οικογένεια. 12 παιδιά είχε χαρίσει στον Βασίλη, έζησαν όμως η Χαρίκλεια, ο Αλέξανδρος, ο Γιώργος, ο Ανέστης, ο Γιάννης, ο Χρήστος, ο Στέφανος, ο Μιχάλης. Αυτός βγαλμένος μέσα από τη φονική πυρκαγιά της Σμύρνης, στην προκυμαία με τη χήρα μάνα και τα αδέλφια του, μέσα στον αλαλαγμό της οδύνης, ξεμάκρυνε από κοντά τους, 17χρονο παλικάρι, μεταμορφωμένος σε γέρο, αφηρημένος με κατεβασμένο το κεφάλι και σφιχταγκαλιάζοντας την εικόνα του Ευαγγελισμού και του Αγίου Νικολάου. Ίσα που πρόλαβε η Πολυξένη με το μητρικό της ένστικτο να δει τα βέβηλα χέρια να τον σπρώχνουν, ίσα που πρόλαβε να τον φιλήσει και να αρπάξει τα εικονίσματα. Οι Τούρκοι τον συνέλαβαν, τον αιχμαλώτισαν στο γειτονικό στρατόπεδο και τον προόριζαν για τα «αμελέ ταμπουρού», τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο εσωτερικό της Ασίας. Ο δυνατός χαρακτήρας και η μεγάλη πατρογονική του πίστη τον παρακίνησαν να επιχειρήσει μια ηρωική απόδραση και τα κατάφερε. Τα εικονίσματα τον έσωσαν… Περιπλανήθηκε, ταλαιπωρήθηκε και τελικά βρέθηκε στον Βόλο όπου ήταν η οικογένειά του.

5-7-53, Γ. Κοτζακίδης

Από το ιππήλατο υφασματοεμπορικό κατάστημα των αδελφών και τη δραστηριότητά τους ξεκίνησε το πρώτο τους μαγαζί στον Βόλο. Ο Γεώργιος με τον Χρίστο, λίγο πριν το 1940, άνοιξαν εμπορικό κατάστημα υφασμάτων, στη γωνία Ερμού και Ιωλκού, όπου εργάζονταν και οι άλλοι δυο αδελφοί Στέφανος και Μιχάλης. Ο Μιχάλης, πράος χαρακτήρας, ευγενικός, χαμηλών τόνων τον έβλεπες στο μαγαζί τους να σε καλωσορίζει με ευγένεια κι ύστερα να σε ρωτάει σε τι μπορούσε να σου φανεί χρήσιμος. Γεννημένος για αυτή τη δουλειά, ξεδίπλωνε τα υφάσματα, τα έπιανε με αγάπη, έλεγε για την ομορφιά και αντοχή τους με μια πρωτοφανή πειστικότητα.

Η. Κοτζακίδης

Πάλευε για την καθημερινότητα, όπως και τα άλλα αδέλφια στο κατάστημα και είχαν καταφέρει να γίνει ένα από τα κεντρικότερα καταστήματα υφασμάτων στον Βόλο.
Ακριβώς στην άλλη γωνία ήταν το σπίτι της οικογένειας Κοτζακίδη, από το Χορόσκιοϊ Μαγνησίας. Το σπίτι ήταν διώροφο με κήπο περιποιημένο και κάγκελα. Ο Ηλίας γεννημένος το 1895 κατετάγη εθελοντής το 1914 στο βασιλικό ναυτικό με ειδικότητα ηλεκτρολόγου. Κατέβηκε με το εκστρατευτικό σώμα στη Σμύρνη και με την κατάρρευση του μετώπου και τα γεγονότα συνελήφθη και οδηγήθηκε στα «αμελέ ταμπουρού», όπου παρέμεινε για δυο χρόνια αιχμάλωτος των Τούρκων. Με την ανταλλαγή ήρθε στην Ελλάδα και ακολουθώντας κάποιους συγγενείς βρέθηκε στον Βόλο, στην οικογένεια Γούναρη. Παντρεύτηκε το1927 την Ηώ (1901-1966), κόρη του Γεωργίου Γούναρη, ιεροψάλτη, και της Αναστασίας Κ. Βακαλοπούλου και απόκτησε την Ελισάβετ, τον Γεώργιο, τον Βασίλειο και τον Δημήτριο.

Hώ Κοτζακίδη

Κάθε που γύριζε τα μεσημέρια από το μαγαζί που είχε στον Βόλο, συνήθιζε να πίνει ένα τσιπουράκι στο μπακάλικο του κυρ-Δημήτρη του Λεφάκη, Δορυλαίου με Κρήτης, και να ανιχνεύει με τα μυωπικά γυαλιά του τους περαστικούς διαβάτες… και να μιλά ακατάπαυστα με τον φίλο του, ίσως συγγενή του, για την πολιτική κατάσταση των καιρών αδιαφορώντας για τον ελάχιστο μεζέ της λακέρδας που στόλιζε το πιατάκι. Τα παιδιά του μεγάλωναν με αρχές και όλα έδειχναν την πορεία ανόδου τους. Μεγάλο δράμα όμως περίμενε την οικογένεια. Η αρχοντική μορφή της Ηούς σκυθρώπιασε και ο Ηλίας γέρασε μέσα σε λίγες μέρες. Το σπίτι τους έκλεισε τα παραθυρόφυλλα, σκοτείνιασε και γέμισε θλίψη. Δεν ήταν λίγο αυτό που συνέβη στον γιο τους Γιώργο. Μετά την αποφοίτησή του από το 1ο Γυμνάσιο Βόλου μπήκε στη σχολή αεροπορίας και τον Μάιο του 1952 ονομάστηκε έφεδρος ανθυποσμηναγός. Στις 3 Ιουλίου όμως 1953, σε άσκηση του ΝΑΤΟ με πραγματικά πυρά, χτυπήθηκε με αντιαεροπορική βολή το αεροσκάφος του, F-84G της 110 Πτέρυγας Μάχης, πήρε φωτιά και προσπάθησε να κάνει αναγκαστική προσγείωση, προσθαλάσσωση, αλλά δεν τα κατάφερε. Αμέσως ο αρχηγός του σμήνους τον διέταξε να εγκαταλείψει το σκάφος, ο Γεώργιος είπε ΟΚ, οι συνάδελφοι τον είδαν να εκτινάσσεται αλλά -ειρωνεία – το αλεξίπτωτο δεν άνοιξε και σκοτώθηκε πέφτοντας στη θάλασσα. Έγινε έρευνα πολλών μηνών, αλλά το σώμα του δεν βρέθηκε. Θεωρήθηκε αγνοούμενος για επτά μήνες και τελικά βρέθηκε το σκάφος στην παραλία του Κεραμιδίου από ψαράδες, στις 20 Ιανουαρίου 1954. Η υπηρεσία δήλωσε ότι βρέθηκε σε σημείο νοτιότερα της Χαλκιδικής. Τότε έκλαψε όχι μόνο η μάνα, η οικογένεια, η γειτονιά, αλλά και ολόκληρη η Νέα Ιωνία. Η κηδεία του ήταν θρήνος για όλη την πόλη που συγκεντρώθηκε να παρακολουθήσει την τελετή, που έγινε «δημοσία δαπάνη» στη μητρόπολη του Αγίου Νικολάου και η σορός συνοδεύτηκε από άγημα της 110 Πτέρυγας και από τη φιλαρμονική του Δήμου Βόλου. Πέρασαν χρόνια και γύρω στα 1958 ακούστηκαν φήμες ότι βρέθηκε ζωντανός στην Αλβανία. Και η μάνα Ηώ σύρθηκε με τα γόνατα μέχρι τη Βαγγελίστρα, να την παρακαλέσει να είναι αλήθεια και να ζει το παιδί της. Η φήμη δεν ήταν αληθινή και δυστυχώς κανείς δεν έμαθε τα αίτια της πτώσης του αεροπλάνου και το σώμα του άτυχου ανθυποσμηναγού δεν βρέθηκε ποτέ… Κι ο Δημήτρης, ο αδελφός, μέχρι σήμερα, όταν βρίσκεται στον Βόλο (η Ελισάβετ και ο Βασίλης είναι στο Αμβούργο διακεκριμένοι επιστήμονες) κλαίει ακόμη πάνω στον οικογενειακό τάφο του παππού του Κ. Βακαλόπουλου όπου είναι θαμμένος ο Γιώργος και του αφήνει κόκκινα τριαντάφυλλα.

Οικογένεια Γιώργη Κωνσταντάρα

Γυρίζοντας προς τα πίσω από το κάτω μέρος της Δορυλαίου, γιατί εικόνες και παραστάσεις έχουν σβήσει, ήταν απομεινάρια πέτρινα ενός πολυβολείου σαν και αυτά που ήταν σκόρπια στα σωθικά της και δίπλα το μικρό μπακάλικο του Σωτήρη Μεϊμάρογλου που ήταν παντρεμένος με τη λυγερόκορμη κυρά Κατίνα. Ο Σωτήρης με καταγωγή από τη Μαγνησία, εκτός από το μπακάλικο διακόνησε πρώτος πρωτοψάλτης στη μικρή εκκλησία της Ευαγγελίστριας από το 1926, όταν άρχισε να λειτουργεί. Έψελνε με τη γλυκιά φωνή του τα βυζαντινά μέλη μέσα από τα μουσικά χειρόγραφα βιβλία που έφερε από τη Μ. Ασία ώς το 1944. Το μπακάλικο δούλεψε ώς το 1955, αν και είχε μεγαλώσει αρκετά. Και η κυρά Κατίνα μάζευε στην αυλή του σπιτιού τους και απασχολούσε τα νήπια της γειτονιάς για να δουλεύουν οι γονείς, με αγάπη, υπομονή και θέληση. Στις μνήμες των παλιών κατοίκων ακούγονταν για χρόνια οι χαρούμενες φωνές και τα τραγουδάκια τους που τάραζαν τη γειτονιά.
Απέναντι στη γωνία ήταν το σπίτι ενός σιδηροδρομικού, στον χώρο του οποίου αργότερα εγκαταστάθηκε το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και το ταχυδρομείο, το οποίο στεγαζόταν σε αίθουσα δίπλα από το Δημαρχείο της Νέας Ιωνίας. Ακριβώς στην άλλη γωνία (σήμερα φροντιστήριο Λιόλου-Ψαριανού) ήταν το σπίτι του Γιώργη Κωνσταντάρα-Σταθαρά. Είχε μπροστά μια αυλίτσα με γλάστρες που έλαμπε από καθαριότητα, η οποία έβγαινε πίσω στην πλατεία που ήταν τα πλυσταριά. Ο Στάθης Σταθαράς, Πηλιορείτης δαιμόνιος από τον Κισσό, μετανάστευσε και ζούσε σε ένα από χωριά της Περγάμου όπου ανάστησε τη δική του οικογένεια. Ο γιος του Γιώργης, ο ονομαζόμενος «Τζορμπατζής Γιώργης», παντρεύτηκε τη Δεσποινιώ και απόκτησε μαζί της 4 παιδιά (Μαρία, Κώστας, Νίκος, Μυρσίνη). Σαν ήρθε η ώρα του ξεριζωμού, τα παιδιά ήταν ανήλικα και μέσα στην απελπισία του και στην παραζάλη να βρεθούν στα παράλια για να περάσουν απέναντι μάζεψε έναν μπόγο με δυο-τρεις καρπέτες και με τα ρούχα που φορούσαν χάθηκαν μέσα στο πλήθος που περίμενε φοβισμένο και ταραγμένο από τα γεγονότα.

Μιχάλης Δανός
Η γυναίκα του Μ. Δανού

Μετά από ταξίδι 7 ημερών το ατμόπλοιο Λήμνος έφτασε στο λιμάνι του Βόλου. Το δράμα της σωτηρίας τους τελείωνε, αλλά άρχιζε ο αγώνας της εγκατάστασης και της επιβίωσης. Δεν μπορούσαν να κατέβουν στο λιμάνι γιατί είχαν προηγηθεί άλλα πλοία και τα σχολεία και οι καπναποθήκες είχαν γεμίσει. Τον Γιώργη όμως τον έσωσε η άμεση αντίδρασή του στον καπετάνιο και η δικαιολογία πως καταγόταν από τον Κισσό και είχε μέρος να μείνει. Τελικά με τα κουρασμένα και ξεθεωμένα παιδιά του στην αγκαλιά το ζευγάρι αποβιβάστηκε σε μια βάρκα ακουμπώντας στον μπόγο με τη ριγωτή καρπέτα. Το πλήθος στην παραλία περίεργο περίμενε να δει ποιοι ήταν αυτοί που εξαιρέθηκαν και ποιος ήταν Μικρασιάτης με τη ριγωτή καρπέτα. Οι περίεργοι έπιασαν το σκοινί, έδεσαν τη βάρκα στον μόλο και τότε έγινε το θαύμα. Η πηλιορείτικη ριγωτή καρπέτα που προκάλεσε τα βλέμματα έσωσε τον Γιώργη και την ταλαιπωρημένη οικογένειά του αφού ένας από αυτούς έξω ήταν ξάδελφός του. Η μοίρα έπλεκε τα σενάρια της ζωής τους. Μετά την πρόχειρη εγκατάστασή τους στο τέρμα της οδού Μεταμορφώσεως, η Δεσποινιώ, γεροδεμένη και δουλευταρού, πήγαινε όπου έβρισκε δουλειά. Ο Γιώργης ασθενικός και αδύναμος δυσκολευόταν να δουλέψει και ντρεπόταν. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στο προσφυγικό σπιτάκι του τετραγώνου Ζ και με την εργατικότητα και το ήθος η οικογένεια συνέχισε τον αγώνα της αφήνοντας παρακαταθήκη την καρτερικότητα, την εργατικότητα, το ήθος και την αγάπη στα γράμματα που κληρονόμησε ο εγγονός Δημήτρης, δάσκαλος, συγγραφέας της προσφυγικής, δικής μας Νέας Ιωνίας.
Συνεχίζεται.

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γιάννη Κονταξή, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι από το 1924», Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Αληθινές Μικρασιάτικες ιστορίες» 1993, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», 1994, Β. Δανού «Σεργιάνι στα μονοπάτι της θύμισης», 2001, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «ιστορίες ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο του Βόλου», τ. 4, επανέκδοση.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το