Πολιτισμός

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δορυλαίου μέρος ε’

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Περνώντας την πλατεία υδραγωγείου, μετά τη διασταύρωση με την Καισαρείας στο δεύτερο προσφυγικό σπιτάκι έμενε η οικογένεια του ναυτικού Αναστασίου Χατζηκωστή και της Μαρίας από την Πρίγκιπο. Ήρθαν με την ανταλλαγή του 1924 πρώτα στον Πειραιά και μετά Βόλο, όπου γεννήθηκε η Ζωή. Η Ζωή παντρεύτηκε τον Νίκο Αραμπατζή από τη Νικομήδεια και έμεναν Νικομηδείας (έχει γραφεί). Ο Νίκος και η Ζωή -υπέροχοι άνθρωποι- απόκτησαν τη Δήμητρα (Τούλα) και τη Λαμπρινή. Η Λαμπρινή παντρεύτηκε τον Νικόλαο Φράγγο, ηλεκτρολόγο, και απόκτησαν δυο κόρες, τη Δήμητρα και τη Ζωή. Η Τούλα παντρεύτηκε τον Νίκο Σπανάκη και ο πατέρας της αγόρασε το προσφυγικό από τη Μαρία Χατζηκωστή (γιαγιά) για να μένει η κόρη του με τον άντρα της. Ο Νίκος Σπανάκης ήταν γιος του Δημήτρη από το Εγγλεζονήσι και της Αναστασίας, που την αποκαλούσαν Αξαριανή (καταγόταν από το Αξάρι (αρχαία Θυάτειρα). Έμεινε όμως χήρα νέα και δούλευε καπνεργάτρια να αναθρέψει τα παιδιά της. Ήταν μια δυνατή γυναίκα δραστήρια, με όρεξη για ζωή. Ο Νίκος ήταν ποδοσφαιριστής και έπαιζε στη Νίκη μέχρι το 1961.

Αναστασία Σπανάκη

Ήρεμος χαρακτήρας, χαμηλών τόνων, ευγενικός, αγωνιζόταν τότε για τα ιδανικά του ποδοσφαίρου και πολλές φορές είχε διακριθεί. Μετά αποσύρθηκε και διορίστηκε κλητήρας στο επαγγελματικό εμπορικό επιμελητήριο Βόλου με τη μεσολάβηση του δημάρχου Βολίδη ως καλός ποδοσφαιριστής της Νίκης.
Η Τούλα, χαρακτήρας δραστήριος, αισιόδοξος, όλο ζωντάνια, αγαπούσε τη ζωή, τη χαιρόταν ακόμη και στα πιο δύσκολα και ήταν αγαπητή όχι μόνο στη γειτονιά, αλλά και στο ίδρυμα της Βασιλικής Πρόνοιας που το ξεσήκωνε με την παρουσία της. Το ζευγάρι απόκτησε την Αναστασία και τη Ζωή, επιστήμονες με οικογένεια.
Το σπίτι τους ήταν κλασικό γερμανικό με επέκταση ένα καμαράκι, τσιμενταρισμένη αυλή με πολλές γλάστρες κόκκινες που έλαμπε από πάστρα και με μια βρύση κτισμένη και βαμμένα κόκκινα τουβλάκια.

Ο Εγγλεζονησιώτης Δημήτριος Σπανάκης

Φωτιζόταν από την όμορφη και γελαστή μορφή της Τούλας και τη σύνεση της γιαγιάς Μαρίας Χατζηκωστή που έμενε μαζί τους.
Ο Νίκος είχε αδέλφια τον Ιωάννη και τη Γεωργία, σύζυγο Λευτέρη Καραλευτέρη. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Γιάννης Σπανάκης είχε πολεμήσει στον Γράμμο, όπου και τραυματίστηκε. Ήταν γνωστός σε όλους, εργαζόταν ως κλητήρας στον Δήμο Νέας Ιωνίας, παντρεύτηκε την Ευαγγελία από το Κουρί της Νικομήδειας και έκανε οικογένεια.
Ο Νίκος αρκετά μεγάλος σήμερα, κοντά στα 92, αγαπάει ακόμη τη ζωή, κάθεται στο παράθυρο του σπιτιού που έχει αντικατασταθεί από νέα οικοδομή και κοιτάζει έξω. Άγνωστο τι σκέπτεται που βλέπει έναν άλλον χώρο, έναν άλλο κόσμο, μακρινό από τον δικό του…

Τούλα Σπανάκη

Λίγο πιο πέρα από τη γωνία της Πανόρμου, σχεδόν απέναντι από το ραφείο του Θεοφίλου, έμεναν δυο αδελφές: Η Σουλτάνα και η Σοφία. Καταδεχτικές μεγαλοκοπέλες, νοικοκυρές, γυναίκες της εκκλησίας, δεν ενοχλούσαν τη γειτονιά, η οποία όμως έλεγε γι’ αυτές και για πολλά χρόνια μια ιστορία. Πόσο αληθινή ήταν κανείς δεν ήξερε. Έλεγαν πως στη διάρκεια της Κατοχής, μέσα στο υπόγειο του προσφυγικού σπιτιού τους, έκρυβαν για πολύ καιρό έναν Άγγλο. Ο ίδιος είχε σκάψει την καταπακτή που έβαζαν τα ξύλα και είχε μεγαλώσει το υπόγειο, στο οποίο κρυβόταν την ημέρα και έβγαινε έξω τη νύχτα. Πόσο ακριβώς κράτησε αυτή η «προστασία» άγνωστο. Όταν λευτερώθηκε ο Βόλος και έφυγαν οι Γερμανοί, ήρθε και η στιγμή της ελευθερίας του. Ο επισκέπτης τους έφυγε για την πατρίδα του. Άλλοι είπαν ότι γύρισε και τις βοήθησε ως αντάλλαγμα για όσα είχαν κάνει, άλλοι ότι τις ξέχασε και δεν έστειλε ούτε γράμμα με ένα ευχαριστώ…

Γάμος Σπανάκη

Στη γωνία της Δορυλαίου με Αναπαύσεως ήταν το προσφυγικό του Αδάμ στο ένα δωμάτιο υπήρχε καφενείο και στο άλλο έμενε η οικογένεια.
Καφενείο-ψιλικατζίδικο ήταν ένα κτίσμα. Αρχικά το καφενείο με πρόσοψη επί της Δορυλαίου, το είχε παππούς Αδάμ και μετά ο Γιάννης Ανδρουλάκης, που είχε παντρευτεί την πρώτη κόρη του Αδάμ, την Πολυξένη, ενωμοτάρχης χωροφυλακής από την Κρήτη, όταν εκδιώχθηκε από το σώμα. Στην πρόσοψη είχε μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε «ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ Η ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ Ιω. Κ. Ανδρουλάκης». Μετά το 1958 άνοιξε μαγαζί με ποδοσφαιράκια για δυο τουλάχιστον χρόνια και έπειτα έκλεισε για πάντα, αφού η οικογένεια το 1960 ξενιτεύτηκε στη Γερμανία και εγκαταστάθηκε εκεί. Ο Γιάννης απόκτησε τρία παιδιά τον Κωνσταντίνο, τη Γαρυφαλλιά και την Ειρήνη, τα οποία προόδευσαν και έκαναν οικογένειες.
Το ψιλικατζίδικο ήταν γωνία, επί της Αναπαύσεως, που το είχε η κυρα-Γαρυφαλλιά Αδαμάκη από τη Νικομήδεια, παντρεμένη με τον Αντώνη Αδάμ από τη Μακρινίτσα. Η κυρα-Γαρυφαλλιά είχε πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δυο αγόρια, και για αυτά αγωνιζόταν όλη μέρα, χωμένη μέσα στο μικρό της καταφύγιο, ακούραστη και περιποιητική, με κείνο το καλοσυνάτο χαμόγελο.

Νίκος Σπανάκης

Ο Αντώνης δούλευε στο οινόπνευμα και οι δυο μαζί τα έβγαζαν πέρα. Κυρίως το μαγαζάκι είχε είδη ραπτικής, μασουράκια, κλωστές, μπογιές για βάψιμο και υγρό καθαριστικό (βιτριόλι) που καθάριζαν οι νοικοκυρές. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε άνεση οικονομική για αγορές ρούχων. Αν ξέβαφε το ύφασμα ή αν ήθελαν να βάψουν το ρούχο τους μαύρο οι νοικοκυρές αγόραζαν μπογιά, άναβαν φωτιά με ξύλα, έβραζαν το νερό σε μικρό καζάνι, έριχναν λίγο αλάτι και ξύδι και έβαζαν το ύφασμα, το οποίο ανακάτευαν με ένα ξύλο για να πάρει μπογιά σε όλα τα σημεία. Είχε μπογιά για μάλλινα ρούχα, για βαμβακερά και λινά, τα οποία έβαφαν με την ίδια διαδικασία. Και αυτές τις μπογιές στη Νέα Ιωνία μόνο η κυρα-Γαρυφαλλιά τις διέθετε.

Έξω από το καφενείο του Αδάμ

Πέρασαν χρόνια και το μαγαζάκι έμεινε ανοικτό μέχρι το 1970 με παρούσα τη γερασμένη πια κυρα-Γαρυφαλλιά. Μετά ο χώρος έγινε τριώροφη οικοδομή, που δεν θύμιζε τίποτα από κείνη τη γειτονιά, με το τούβλινο περιτείχισμα του σπιτιού, το καφενείο, το μικρό ψιλικατζίδικο και τα στριμωγμένα πιτσιρίκια της γειτονιάς που κοιτούσαν τα ζαχαρωτά και τις καραμέλες…. Ο δρόμος της Δορυλαίου τελείωνε και απέναντι ήταν ελάχιστα σπίτια που ξεφύτρωναν διάσπαρτα προς τα πάνω.

Στη φωτογραφία φαίνεται όλη η πλευρά που περιγράφεται με το μπακάλικο του Σεβλιανού και τις μουριές

Τα στενά με τις στριμωγμένες γλάστρες και τα καρεκλάκια, οι μεγάλοι χωμάτινοι δρόμοι με τα μαρμάρινα ρείθρα, οι αλάνες γεμάτες με μικρά ξυπόλητα, φτωχοντυμένα παιδιά, οι μικρασιάτικες μυρωδιές, η νοικοκυροσύνη των μικρών δωματίων και η πάστρα των απλωμένων ρούχων ήταν η ίδια η ζωή, ήταν η Νέα Ιωνία της καρδιάς μας.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Λίτσας Καϊκλή, Κ. Ανδρουλάκη.
Καλό καλοκαίρι. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη με την υπόλοιπη Νέα Ιωνία της καρδιάς μας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το