Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δορυλαίου μέρος δ’

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Συνεχίζοντας το κάτω μέρος της Δορυλαίου απέναντι στο σημείο αναφοράς των προσφύγων, τη Βαγγελίστρα, δίπλα από το σπίτι του Σταθαρά, έμενε η οικογένεια του Μιχάλη Μύρικνα από τη Φώκαια. Παντρεμένος με την Κυριακούλα ήλθαν κυνηγημένοι στην Ελλάδα με τα παιδιά του Μαρίκα (Μαρία) και Στυλιανό (Στέλιο-Τάκη) και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε η Βασιλεία. Τρία χρόνια αργότερα ήλθαν στον Βόλο, εγκαταστάθηκαν στα σπιτάκια του προσφυγικού συνοικισμού και ο Μιχάλης έπιασε δουλειά στον αλευρόμυλο. Ο Μιχάλης Μύρικνας ήταν νοικοκύρης στον τόπο του. Είχε αμπέλια που έβγαζαν κορινθιακή σταφίδα και αποικιακό μεγάλο που του εξασφάλιζε μια άνετη ζωή με όλα τα καλά. Μόνο που δεν πρόλαβε να τα χαρεί.
Η Βασιλεία μεγαλώνοντας πήγε στο μοδιστράδικο της γειτονιάς που ήταν κοντά στου Καλφαγιώργη τον φούρνο (σήμερα Μανδηλά) και έμαθε μοδιστρική. Παντρεύτηκε το 1953 στο σπίτι της αδελφής του πατέρα της λόγω των σεισμών τον Γεώργιο Τσιπνή, γνωστό ποδοσφαιριστή της Νίκης, ελαιοχρωματιστή. Με την εργατικότητά τους το ζευγάρι μεγάλωσε τα τρία του παιδιά, τους Δημήτρη, Μαρία και Ηρακλή. Τα δυο αγόρια σπούδασαν, η Μαρία, σύζυγος Σελανίκη, έκανε ευτυχισμένη οικογένεια.
Πολλές φορές η Βασιλεία συζητούσε με τα αδέλφια της και αναπολούσαν την πατρίδα που άφησαν πίσω τους, τα κτήματα, το βιος, το σπιτικό τους…
Το προσφυγικό σπίτι τους δεν είχε αυλή. Δυο δωμάτια ήταν μόνο, αλλά υπήρχε αγάπη, πίστη, αξιοπρέπεια.

Δέσποινα και Ιάσων Μωραϊτίδης

Δίπλα ήταν το πλεκτήριο του Δημήτρη (Τάκη) Τάγκουρα. Είχε μέσα 2-3 μηχανές που έπλεκαν με τον χαρακτηριστικό ήχο τους ζακέτες, μπλούζες, πουλόβερ έτοιμα και «επί παραγγελία». Σχεδόν πάντα ήταν ανοικτή η πόρτα του και στεκόταν εκεί κοιτάζοντας αφηρημένα τον κόσμο που περνούσε και έμπαινε δίπλα στο ψιλικατζίδικο του Γιάννη Κωτσιανούλη.
Το μαγαζάκι ήταν στενόμακρο με ξύλινο δάπεδο σαρακοφαγωμένο, που έτριζε μόλις έμπαινε κάποιος και ειδοποιούσε τον κυρ-Γιάννη, που στεκόταν πίσω από τη βιτρίνα-πάγκο. Στους τοίχους, πάνω στα ράφια υπήρχαν τα πάντα. Ήταν ένα μικρό μίνι μάρκετ που άντεχε στον χρόνο. Πιο μέσα ήταν το σπίτι του και με το που έμπαινες μέσα πεταγόταν αμέσως, σαν ελατήριο.
Παραδίπλα ήταν το γαλακτοπωλείο του Γεωργαλά, του κυρ-Γιώργη που είχε βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές του Δήμου Νέας Ιωνίας και είχε βγει αναπληρωματικός, αλλά δεν τον ένοιαζε. Γι’ αυτόν ήταν επιτυχία. Το μαγαζί του ήταν παραδοσιακό γαλακτοπωλείο. Είχε μέσα στο ψυγείο-βιτρίνα μόνο γάλα, γιαούρτια σε πήλινα, κρέμες και πίσω ένα μικρό ξύλινο βαρέλι με τυρί.
Ο κυρ-Γιώργης ήταν καλόκαρδος άνθρωπος, αλλά και η Συραγούλα, η γυναίκα του ήταν εύθυμος χαρακτήρας, «έξω καρδιά». Οι πελάτες έμπαιναν και άνοιγε η ψυχή τους. Πάνω στον πάγκο είχε μια μεγάλη κατσαρόλα με βρασμένο γάλα και έβαζε με μια κουτάλα στο κατσαρόλι του πελάτη. Είχε και τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Τα δίδυμα ήταν τελευταία και από μικρά ερχόντουσταν συχνά στο μαγαζί και τον βοηθούσαν.
Στη γωνία Δορυλαίου και Χαλκηδόνος (Λ. Ειρήνης) ήταν το προσφυγικό της οικογένειας Βλαχοπούλου και το κουρείο του Νίκου Βαρχαλαμά ήταν από τη μέσα πλευρά. Αργότερα, μετά το 1933, η διαρρύθμιση άλλαξε, το κουρείο μεταφέρθηκε στη γωνία και τα δωμάτια από τη μέσα πλευρά, όπου έμενε η οικογένεια Βλαχόπουλου. Ο Νικόλαος είχε εκλεγεί από το 1949 επτά φορές δημοτικός σύμβουλος της Νέας Ιωνίας και είχε δίκιο να χαίρεται.
Από τον γάμο του με την Αντωνία Βλαχοπούλου απόκτησε τρία αγόρια, τον Φώτη, τον Χαρίλαο και τον Στέφανο.
Στη γωνία στο πεζοδρόμιο ήταν το πρώτο ξύλινο περίπτερο του Θειριανού Σκαλίδη. Τραυματίστηκε στον πόλεμο του 1940 και η πολιτεία έδωσε άδεια λειτουργίας ενός περιπτέρου. Καλός άνθρωπος, χαμηλών τόνων, εξυπηρετούσε περισσότερο τους καπνιστές και τους αναγνώστες εφημερίδων, περιοδικών και τυχαίους πελάτες.
Ακριβώς απέναντι (σήμερα κατάστημα με τζάκια) έμενε οικογένεια προσφύγων, μέλος της οποίας ήταν ο πρώτος οδηγός φορτηγού του νεοσύστατου Δήμου της Νέας Ιωνίας.
Γωνία Εφέσου, δεξιά, ήταν το μπακάλικο του Λεωνίδα Λεφάκη, από το Εγγλεζονήσι. Το είχε από τον πατέρα του, τον Δημήτρη, που το δούλευε με τη μητέρα του, τη Γαρυφαλλιά, πάντα ανοιχτό και με τη γυναίκα του πάντα ευγενική και πρόθυμη να εξυπηρετήσει. Γυναίκα της προσφοράς που βοηθούσε στην ομάδα των γυναικών της Ευαγγελίστριας να μαγειρεύουν και να προσφέρουν ένα πιάτο σε ανήμπορους. Ο Λεωνίδας ήταν καλλιτεχνική φύση, αυτοδίδακτος ζωγράφος και με τον χρωστήρα του έδωσε πολλά έργα στη Νέα Ιωνία. Έβρισκε τον χρόνο να αγιογραφεί και να ζωγραφίζει πίνακες.
Έργα που τις πιο πολλές φορές τα χάριζε σε φίλους.

Kυριάκος και Γιαννούλα Μωραϊτίδη

Απέναντι, αριστερά, στεγάστηκε για πολλά χρόνια το κατάστημα δίσκων του Δεμίρη. Ψηλός, λεπτός, μελαχρινός, με μαλλιά και φαβορίτες, χαρακτηριστικός τύπος, αγαπούσε τη μουσική, είχε περίφημες συλλογές μικρών και μεγάλων δίσκων 45 και 70 στροφών, που άκουγες από μακριά σαν περνούσες τον δρόμο της Δορυλαίου. Θαυμαστής του Στέλιου Καζαντζίδη, είχε γεμίσει το κατάστημα με μεγάλες φωτογραφίες του, αλλά και με μικρότερες άλλων τραγουδιστών.
Δίπλα ήταν το κουρείο του Πρίαμου Χιωτάκη από τη Σμύρνη-Θείρα, ενός ευγενέστατου ανθρώπου, ευγενικού, που μιλούσε λίγο και άκουγε πολύ. Κλασικό ήταν το κουρείο με τα λιγοστά έπιπλα, τη μεγάλη καρέκλα απέναντι από τον καθρέφτη, τα ξυριστικά, το μεταλλικό μπουκαλάκι με την κολόνια, τη μεγάλη άσπρη «ποδιά» και τις καρέκλες στον τοίχο όπου κάθονταν οι πελάτες και περίμεναν. Οι περισσότεροι πελάτες δεν ήξεραν το επίθετό του, παρά μόνο το όνομα Πρίαμος, το οποίο είχε και στην επιγραφή του μαγαζιού. «Κουρείον Ο ΠΡΙΑΜΟΣ».
Πιο πέρα υπήρχαν σπιτάκια άγνωστων για μένα οικογενειών. Στη γωνία Μαγνησίας δεξιά στην άκρη της μεγάλης αλάνας ήταν το μαραγκούδικο των Φώτη Μιχαηλίδη και του Χρυσού από το Κατίκιοϊ που έφτιαχνε κουφώματα και πατώματα. Δούλευαν όλη μέρα και ο ήχος της κορδέλας που έκοβε τα μεγάλα ξύλα ακουγόταν συνέχεια. Μετά ήταν η αλάνα, η χαρά των παιδιών, ο χώρος όπου έπαιζαν με φτηνές, μεταχειρισμένες, τις περισσότερες φορές, μπάλες, ξυπόλητα και χωρίς παπούτσια. Άλλες φορές εκεί πετούσαν και αετό. Στο ανατολικό μέρος της ήταν το μπακάλικο του Αποστόλη, ενός θεοσεβούμενου ανθρώπου που διακόνισε για χρόνια την εκκλησία της Ευαγγελίστριας ως επίτροπος. Στο δυτικό μέρος της αλάνας ανάμεσα σε μερικά σπίτια ήταν το ξυλουργείο του Ηρακλή Φουντούλη από τη Σμύρνη.

Βασιλεία Μύρικνα, Γεώργιος Τσιπνής

Το υπόγειο ήταν ταβέρνα που τη λειτούργησε ο ένας γιος του κατά καιρούς. Μετά άλλαξε διεύθυνση και το νοίκιαζαν διάφοροι άλλοι.
Επάνω το ισόγειο ήταν ξυλουργείο.
Στο βόρειο μέρος ήταν το περίπτερο του Καρκαμπίτσου και στο νότιο το σπίτι του Δαίμονα. Έτσι είχαν ονομάσει τα παιδιά τον ιδιοκτήτη, γιατί όταν έπεφτε η μπάλα τους στην αυλή του που είχε λουλούδια, δεν την έδινε…
Στην αλάνα την εποχή των σεισμών είχαν στήσει μερικά τροχόσπιτα και έμεναν κάποιες οικογένειες σεισμοπλήκτων.
Προχωρώντας δεξιά στη γωνία Ικονίου και Δορυλαίου έμενε κάποιος από την οικογένεια των Κοπαναίων, θαλασσινός ήταν, καπετάνιος που ταξίδευε χρόνια στις θάλασσες και σαν γύρισε έκτισε καινούριο σπιτάκι με ένα μαγαζάκι στη γωνία με βιτρίνα.
Ανάμεσα στα σπιτάκια που ξεφύτρωναν ήταν και του Ιάσονα Μωραϊτίδη, φίλου του πατέρα μου, η οικογένεια του οποίου καταγόταν από τα Θείρα.
Μικρή ήταν η αυλή του με ξύλινα κάγκελα, αλλά φιλοξενούσε όλα τα παιδιά της γειτονιάς η καλόψυχη Κυρά Δέσποινα. Έξω από το πεζοδρόμιό της υπήρχε ένα πεζουλάκι και κει καθισμένα στην κουρελού για ώρες ακούγαμε παραμύθια με άπειρες μυρωδιές των πατρίδων και λέγαμε παιδικές ιστορίες, κατορθώματα μέσα στην τάξη, αλήθειες και ψέματα ανακατωμένα με μια περίεργη συντεχνία.
Η ιστορία της οικογένειας ήταν μεγάλη. Την έλεγε συχνή η κυρά Δέσποινα.

Οικογένεια Ιάσονα και Δέσποινας Μωραϊτίδη με τα παιδιά τους, 1958

Ο Κυριάκος Μωραϊτίδης ζούσε ευτυχισμένος στα Θείρα με τη γυναίκα του Γιαννούλα και τα παιδιά του Ιάσονα και Στυλιανό. Με την καταστροφή και τον διωγμό η ζωή τους άλλαξε. Ο Κυριάκος αιχμαλωτίστηκε και η Γιαννούλα με τα παιδιά της ύστερα από ταλαιπωρία βρέθηκε στις καπναποθήκες του Βόλου με άλλους πατριώτες και το 1924 εγκαταστάθηκε στα προσφυγικά της Δορυλαίου. Το 1928 επέστρεψε ο Κυριάκος μετά από πολλές περιπέτειες και απόκτησαν άλλα τρία παιδιά: Τον Γιώργο, τον Ιωσήφ και τη Βαρβάρα, σύζυγο Δημοπούλου. Ο Κυριάκος για να ζήσουν άνοιξε ψαράδικο στο Φαρδύ, ενώ η Γιαννούλα δούλευε στα καπνά.
Τα παιδιά τους Ιάσονας και Γιώργος έγιναν φρουτέμποροι. Ο Ιάσονας παντρεύτηκε τη Δέσποινα Σοϊλεμέζη από τα Λίγδα και απόκτησε τον Κυριάκο, σύζυγο της Μαρίας Μανουηλίδου και τρία κορίτσια, την Παναγιώτα, σύζυγο Γ. Καρροπούλου, την Ευαγγελία, σύζυγο Γ. Τσομπάνογλου, και την Ιωάννα, σύζυγο Σπ. Νάσιου.
Και στη γωνία απέναντι από την Κωστούλα Χαλάτση ήταν το προσφυγικό της οικογένειας Γιατζιτζόγλου. Απέναντι ήταν η μεγάλη πλατεία του υδραγωγείου με το χαμηλό πέτρινο περιτείχισμα, τις μουριές ολόγυρα και τη βρύση κάτω αριστερά που έπαιρναν οι κάτοικοι αυτής της συνοικίας νερό για να πίνουν. Ένας ακόμη χώρος ανοικτός για τα παιδιά και τους κατοίκους (θα γίνει ξεχωριστή παρουσίαση).
Συνεχίζεται.

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μαρίας Τσιπνή Σελανίκη, Ουρανίας Σταματιάδου-Κουτσογιάννη, Θανάση Κουκουσέλη, Γιάννη Κονταξή, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι από το 1924», Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», 1994,

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το