Άρθρα

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960: Οδός Δορυλαίου μέρος α’

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση 

Ο δρόμος της Δορυλαίου άρχιζε από την Αναπαύσεως και κατέληγε στην οδό Βυζαντίου, στις σιδηροδρομικές γραμμές. Από τις πρώτες ιστορικές ονοματοθεσίες της Νέας Ιωνίας όταν ήταν συνοικισμός του Δήμου Παγασών (κτηματολόγιο συνοικισμού 1927).
Το Δορύλαιο ήταν αρχαία πόλη της Φρυγίας και λεγόταν Εσκί Σεχίρ. Πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρχε ελληνική ορθόδοξη κοινότητα με 7.000 Έλληνες και 2 σχολεία.
Ξεκινώντας την περιήγηση από το πάνω μέρος, την αριστερή πλευρά, οι εικόνες, κάποιες καθαρές, άλλες θαμπές και πολλές μνήμες όρμησαν να βγουν στην επιφάνεια. Τις πήρα με τη σειρά και βρέθηκα πάλι στο 1960.
Σε κείνους τους στενούς χωματόδρομους με τις γλάστρες του βασιλικού και της μοσχομολόχας, με τα πλεκτά κουρτινάκια και τις ευωδιαστές μυρωδιές.

 

Μετά τη γωνία της Αναπαύσεως ήταν το ραφείο του Θεόδωρου Θεοφίλου ή Θεοφίλογλου από το Χαμιτιέ. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι, το ένα δωμάτιο του σπιτιού, όπου ο κυρ-Θοδωρής – έτσι τον έλεγαν στη γειτονιά – γλυκιά φυσιογνωμία, έραβε αντρικά κουστούμια.
Τον έβλεπες πάντα αφοσιωμένο στη δουλειά του, είχε ανοικτή την πόρτα, πότε έκοβε ύφασμα πάνω στον πάγκο, πότε γάζωνε στη μεγάλη ραπτομηχανή, πότε σιδέρωνε προσεκτικά με κείνο το βαρύ σίδερο με τα κάρβουνα, και μετά με το ρεύμα και πότε κουβέντιαζε με τους πελάτες του. Αγωνίστηκε στη ζωή του, καθώς ήρθε ορφανός στην Ελλάδα και από τον γάμο του απόκτησε δυο αγόρια, τον Γιάννη (όνομα του πατέρα του) και τον Δημήτρη.
Ο Γιάννης, επιστήμονας σπουδασμένος στην Ιταλία, έδωσε κακό τέλος στη ζωή του και ο Δημήτρης βρέθηκε στη Σουηδία. Ο κυρ-Θόδωρος δεν δούλεψε και πολύ μετά. Δεν είχε το ψυχικό κουράγιο, είχαν περάσει και τα χρόνια και το ραφείο εγκαταλείφθηκε στη δίνη του χρόνου.

Πιο πέρα, στη γωνία Πανόρμου ήταν το καφενείο του Κώστα Καρακατσάνη. Δεν είχε καιρό που είχε ανοίξει. Γιος του Αθανασίου και της Μερόπης από το Κατίκιοϊ της Νικομήδειας, το ένα δωμάτιο των «Γερμανικών» το είχε κάνει καφενεδάκι, στο οποίο όμως έβγαζε και μεζεδάκι, κυρίως θαλασσινά. Στο άλλο ζούσαν με την Ευδοξία Αναστασιάδη, κόρη του Χρήστου από το Κουρί της Νικομήδειας, και τα κορίτσια του Γαρυφαλιά, Αθανασία (Σούλα) και Μαίρη. Μετά μετακόμισαν στην οδό Δημοπούλου.

Χρ. Αναστασιάδης

Έπειτα σιγά-σιγά εξελίχθηκε σε ουζερί. Ουζερί όμως για πότες, για θεριακλήδες, όχι για πολλούς μεζέδες, αλλά για καλό τσίπουρο και παρέα. Το δούλεψε μέχρι το 1983. Μετά έκτισε η κόρη του η Μαρία με τον άντρα της Γιώργο Αγνουσιώτη και όλο το κάτω μέρος της οικοδομής έγινε τσιπουράδικο. «Πρώην Καρακατσάνη».
Ναυτικός ήταν ο Γιώργος, οι ρίζες του από το Εγγλεζονήσι, βρήκε βοήθεια από τον πεθερό και την πεθερά και το δούλεψε καλά με μεράκι, συνεχίζοντας την παράδοση των θαλασσινών μεζέδων.

Σχεδόν δίπλα, ήταν το προσφυγικό της οικογένειας Αλμπάνη. Ο Σταύρος, καπνεργάτης αρχικά, γεννημένος στο Κατίκιοϊ παντρεύτηκε την Αικατερίνη (Κατίνα) Μαύρου από το Εγγλεζονήσι και απόκτησε 4 παιδιά: Τον Ευάγγελο (σύζυγος Κ. Τριαντάρη), την Καλλιόπη (Πόπη), σύζυγο Σεραφείμ Δώσσα, την Ειρήνη, σύζυγο Αργύρη Ευαγγελίδη, και τη Μαρία, σύζυγο Λεωνίδα Χατζή. Τέσσερα χαρούμενα και ευγενικά παιδιά που έτρεχαν πιο πέρα στην αλάνα της πλατείας υδραγωγείου των «Γερμανικών» και τα μάζευε η γιαγιά Ειρήνη, η μητέρα της Κατίνας, που έμενε μαζί τους.

Κατίνα Αλμπάνη με παρέα

Κόσμος μπαινόβγαινε στο προσφυγικό τους, γιατί η γιαγιά Ειρήνη ήταν και πρακτική γιάτρισσα για λεχώνες, γιάτρισσα χωρίς αμοιβή, από κείνες τις γυναίκες που είναι γεννημένες να κάνουν καλό στους γύρω. Γυναίκες που γεννούσαν και δεν είχαν γάλα ή δεν είχαν θηλή να θηλάσουν το μωρό τους, πέτρωνε το στήθος τους και υπέφεραν από πυρετό και άλλες ενοχλήσεις. Η γιαγιά όμως έκανε στις λεχώνες μαλάξεις, τις άλειφε με βότανα και πετύχαινε το στήθος να μαλακώσει και να φύγει ο πόνος. Συνέβαινε πολύ συχνά το φαινόμενο αυτό και είχε γίνει γνωστή και περιζήτητη στη Νέα Ιωνία και στον Βόλο.
Ο Σταύρος μετά εξελίχθηκε σε γνωστό συνδικαλιστή. Μεγάλη η ιστορία και η δράση του. Υπήρξε το 1946 από τα στελέχη του Εργατικού Κέντρου Βόλου και της Ομοσπονδίας επαγγελματιών μαζί με τους Θ. Μαγνήσαλη, Γ. Καλομοίρη, Ν. Τσόχα, Μήτσο Παπαρήγα, Δ. Βασδέκη, Περ. Περρωτή, Ιορδ. Πολατίδη, Αρ. Χασάπη, Κ. Αρκουδογιάννη, Θεμ. Πετράκη. Χαρακτηριστική ήταν η πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση του 1946, η οποία έγινε στο γήπεδο της Νίκης στη Νέα Ιωνία. Παρά την κακοκαιρία το γήπεδο είχε γεμίσει ασφυκτικά. Στο τέλος όμως έπιασε δυνατή βροχή. Συνδικαλιστικά στελέχη της εποχής εκείνης πήγαν στο Εργατικό Κέντρο, όπου δεξιώθηκε η διοίκησή του. Με την ευκαιρία έβγαλαν και αυτή την αναμνηστική φωτογραφία. Όρθιοι επάνω είναι εκπρόσωποι Ομοσπονδίας Επαγγελματιών Βόλου. Στο κέντρο ο Γ. Γαλάνης, γραμματέας τότε της Ομοσπονδίας Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου Θεσσαλίας και τελευταίος ο Θέμος Πετράκης, γραμματέας της Ομοσπονδίας Επαγγελματοβιοτεχνών που δολοφονήθηκε μαζί με τον αδελφό του Ντίνο από τους «παρακρατικούς» μαζί με άλλους 8 συναγωνιστές, λίγο καιρό αργότερα.

Σταύρος Αλμπάνης μιλάει το 1946 στην παραλία

Πολλές φορές μίλησε σε εκδηλώσεις και στον πανηγυρικό εορτασμό της «Εβδομάδος Εργασία-Νίκη», το 1947.
Το 1950 πήγε με μια επιτροπή από την Ελλάδα και την Κύπρο στην Αμερική ως εκπρόσωπος της γενικής Συνομοσπονδίας για να δουν τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας στο Σικάγο που είχε πολλά εργοστάσια και στη Νέα Υόρκη. Αργότερα αγωνίστηκε για τους εργάτες των εργοστασίων να μην απολυθούν.
Το σπίτι κατοικήθηκε μέχρι το 1987 που πέθαναν ο Σταύρος με την Κατίνα με διαφορά λίγων μηνών ο ένας από τον άλλον. Μετά ερημώθηκε, εγκαταλείφθηκε και αυτό στα απομεινάρια της παλιάς προσφυγούπολης. Στο άλλο τετράγωνο, της Καισαρείας και Δορυλαίου, έμενε ο Μιχάλης ο Νταγρές από τα Βουρλά με τη γυναίκα του την κυρα-Μαρία, τους δυο γιους και την Αικατερίνη τους. Ο Μιχάλης ήταν μανάβης, αλλά είχε στην αυλή του προσφυγικού σπιτιού του και κασάκια με ζαρζαβατικά.

 

Γύριζε από πολύ πρωί με τη σούστα γεμάτη φρέσκα λαχανικά σχεδόν όλη τη Νέα Ιωνία, ξεκινώντας από το ποτάμι. Η κυρα-Μαρία, γιάτρισσα και αυτή, με άλλη ειδικότητα, έκανε άλλα πρακτικά: Ήξερε να βάζει τον αφαλό στη θέση του, όταν οι γυναίκες πονούσαν, να τοποθετεί σωστά τα κόκαλα όταν στραμπούλιζε κάποιος το χέρι ή το πόδι του και πολλά άλλα. Με τις μεγάλες κούρσες έρχονταν από τον Βόλο ασθενείς να τους γιατρέψει. Τόση φήμη είχε.
Εικόνες άσβηστες στην παιδική μου μνήμη – θύμησες που πονούν – όταν πήγαμε στην κυρα-Μαρία να φτιάξει το πόδι της αδελφής μου που το είχε στραμπουλίξει. Δεν μπορούσε να περπατήσει και ούρλιαζε από πόνο, καθώς ήταν 7 χρονών. Εκεί σε κείνη την αυλίτσα που έλαμπε από καθαριότητα, την έβαλε να καθίσει σε ένα σκαμνάκι, έφερε χλιαρό νερό σε μια λεκάνη, έβαλε άσπρο σαπούνι και άρχισε τις μαλάξεις.

Σιγά-σιγά ο πόνος λιγόστευε και οι μύες χαλάρωσαν. Σε μια ώρα το κόκαλο ήταν στη θέση του. Έδεσε το ποδαράκι της αδελφής μου με καθαρό πανί, στούμπισε και ένα μεγάλο κρεμμύδι, το έβαλε πάνω στον αστράγαλο και φύγαμε χωρίς ξεφωνητά και δάκρυα… μόνο με παράπονα. Αδελφούλα μου… Θυμήθηκα πώς της κρατούσα σφικτά το χέρι και πονούσα μέσα μου περισσότερο από κείνη, αλλά έδειχνα αδιάφορη.
Στις 24 Μαΐου 1951 ο γιος του Μιχάλη ο Κωνσταντίνος σκοτώθηκε πατώντας νάρκη, σε ηλικία 20 χρονών στον πόλεμο της Κορέας, όπου είχε πάει εθελοντής. Η κηδεία που έγινε στη μισόφτιαχτη ακόμη Ευαγγελίστρια, ήταν ξεχωριστή από το πλήθος των επισήμων και του κόσμου που είχε μαζευτεί. Κάποια στιγμή, ενώ τελούνταν η εξόδιος ακολουθία μαυροφορεμένες γυναίκες που στέκονταν στην άκρη παραδίπλα από τον νεκρό έβαλαν τις φωνές και τα ουρλιαχτά φωνάζοντας κατάρες σ’ αυτούς που έστειλαν τα παιδιά τους στην Κορέα. Μεσολάβησαν αμέσως συγγενείς, τις έβγαλαν έξω, τα πράγματα ηρέμησαν και η κηδεία τελείωσε. Το 1955, όταν γύρισε ο άλλος γιος, ο Γιώργος, από την εξορία 17 χρόνων, ανέλαβε το μανάβικο και συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του. Ψηλός, καστανοκόκκινος, γεροδεμένος, χωρατατζής γύριζε με τη σούστα που είχε χρωματιστό κάγκελο ξύλινο τη Νέα Ιωνία και τα Παλαιά.

Ο Μανώλης Παρασκευάς γαμπρός στην αλάνα της Δορυλαίου πηγαίνοντας για την Ευαγγελίστρια…

Είχε επικοινωνία με τον κόσμο, μιλούσε με τις πελάτισσες, δεν ήταν τσιγκούνης στο ζύγισμα, έβαζε και κάτι παραπάνω και έλεγε γελώντας… «όταν δίνεις ο Θεός σου δίνει διπλάσια».
Το μανάβικο λειτούργησε μέχρι το 1973 περίπου. Μετά ο Γιώργος παντρεύτηκε και η οικογένεια αποφάσισε να κτίσει καινούρια οικοδομή. Έτσι χάθηκε μια ακόμη εικόνα του δρόμου που έβλεπε στην πλατεία της 31ης Αυγούστου 1922, στην πλατεία των Γερμανικών.
Από την Καισαρείας μέχρι την Αϊδινίου στην αρχή του τετραγώνου, πίσω ήταν τα «Γερμανικά», ήταν μια μεγάλη χωμάτινη αλάνα.

Εκεί έπαιζαν τα μικρά παιδιά μπάλα, εκεί στην ανοιχτάδα του χώρου έπαιζαν τα παιχνίδια τους «τσιλίκα-τσομάκα», «αμπάρες» με τα τενεκεδάκια που πετροβολούσαν και άλλα. Εκεί όμως οι προσφυγοπούλες νέες και μεγάλες έκαναν τις προετοιμασίες του γάμου. Άναβαν φωτιές με ξύλα, έβαζαν μεγάλα καζάνια έβραζαν νερό και στις ξύλινες σκάφες τραγουδώντας έπλεναν και άπλωναν στα σχοινιά που είχαν δέσει από τη μια άκρη ώς την άλλη τα προικιά της νύφης. Η αλάνα ζωντάνευε από τα χαχανητά των κοριτσιών που εύχονταν στη νύφη να ζήσει και να τα χαρεί και από μέσα τους ονειρεύονταν τον καλό τους και ήλπιζαν να μην είναι μακριά αυτή η στιγμή και για κείνες.
Σε αυτήν την αλάνα πλύθηκαν τα λιγοστά προικιά του Εγγλεζονησιώτη Μανώλη Παρασκευά, παίκτη της Νίκης, όταν παντρεύτηκε την αγαπημένη του Μαρίτσα Παπανικολάου, στις 7 Ιανουαρίου του 1951. Εδώ μαζεύτηκαν οι φίλοι του να τον συνοδεύσουν στην εκκλησία κατεβαίνοντας την Εγγλεζονησίου και με όργανα και τραγούδια που ξεσήκωσαν τα προσφυγικά σπιτάκια βάδισαν για την Ευαγγελίστρια της καρδιάς τους.
(Συνεχίζεται)

Πηγές: προσωπικές μαρτυρίες, Μαρίας Καρακατσάνη-Αγνουσιώτη, Καλλιόπης Αλμπάνη-Δώσσα, Μανώλη Παρασκευά, Μαριάνας Σταμουλάκη, Ν. Κολιού «Άγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης», τ. Β, 1985, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι από το 1924», 2013.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το