Πολιτισμός

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Χρήστου Λούλη

Της Βασιλεία Γιασιράνη –Κυρίτση
Στη γωνία, στο πρώτο στενάκι για τη Μαιάνδρου (σήμερα Απ. Βολίδη) ήταν το τσιπουράδικο του Κώστα, το γνωστό «Ο καπετάνιος». Το είχε ένας νησιώτης μάλλον -φαινόταν από την ομιλία του- ήσυχος άνθρωπος, καλοσυνάτος, κοντούλης, πρόσχαρος που στα λίγα τραπεζάκια του υποδεχόταν τα νεαρά βλαστάρια της ΝΙΚΗΣ, πάντα με χαμόγελο.
Λίγο πιο πέρα, το μαγαζάκι του μπάρμπα-Χαράλαμπου έδινε ζωή και κίνηση στη γειτονιά. Είχε ξύλινα πορτοπαράθυρα και ’κει πάνω σε ένα σχοινάκι κρεμασμένα Μίκυ Μάους, Μικρό Ήρωα, περιοδικά της εποχής, Ρομάντζο, Βεντέτα και άλλα που κυκλοφορούσαν. Ωστόσο, μέσα στο κατάμεστο και πληθωρικό μαγαζάκι είχε παλιά περιοδικά, μεταχειρισμένα που τα αγόραζε φτηνά, αλλά τα πουλούσε και φτηνά: 50 λεπτά της δραχμής. Οι πελάτες του ήταν περισσότερο παιδιά. Αγόραζαν σβούρες ξύλινες με το σκοινάκι τυλιγμένο από κάτω, στρογγυλά καρύδια που τα λιμάριζε για το παιχνίδι τους «μπας-καράμπας», λιόσπορα αλατισμένα και ανάλατα, πασατέμπο και ροζ καραμελίτσες, τα ραντεβουδάκια που μύριζαν ούζο.
Είχε μέσα στα ξύλινα ράφια του πολλά πράγματα. Γινόταν το αδιαχώρητο… Όμως εκείνος έβρισκε άκρη…

Αριάδνη Προμπονά

Σε ’κείνα τα ράφια είχε και χάρτινες ζωγραφιές με αγγελάκια… Χαρούμενα, όμορφα αγγελάκια, ξανθά με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο πρόσωπο, αλλά και ολόσωμα με ανοιγμένα φτερά.
Το παιχνίδι με τα αγγελάκια μάς ήταν πολύ αγαπημένο. Πάνω σε έναν τοίχο, συνήθως ομαλό, ακουμπούσαμε κτυπώντας με το χέρι μας τη ζωγραφιά και όποιος κατόρθωνε και η ζωγραφιά του, το αγγελάκι, πήγαινε μακριά, όταν έπεφτε, αυτός κέρδιζε πόντους…
Η χαρά μας ήταν σε απλά πράγματα και όταν χαλούσαν και δε μπορούσαμε να αγοράσουμε, μια δεκάρα στοίχιζαν, τότε παίζαμε με τα σκισμένα, αλλά με αυτά δεν κερδίζαμε γιατί δεν έπεφταν μακριά…

K. Καλφαγιώργος, 1950

Ο μπάρμπα-Χαράλαμπος ήταν μεγάλος στην ηλικία για ’κείνη την εποχή. Εβδομηντάρης περίπου, αλλά ανήσυχος άνθρωπος, κοντούλης, χοντρούλης κλασικός τύπος ρωσοπρόσφυγα που αγωνιζόταν για τη ζωή.
Πιο πέρα διακρινόταν το σπίτι του Γιάννη Προμπονά, ενός από τα παιδιά του Κων/νου που ήταν σιδηροδρομικός και της Χρυσάνθης από τον Πόντο. Ο Ιωάννης έγινε λογιστής και μέλος της ενώσεως Ποντίων το 1958, ο αδελφός του Σταύρος καλλίφωνος, έψελνε στον αριστερό χορό της Ευαγγελίστριας από μαθητής γυμνασίου και η Αριάδνη διακρινόταν για το ήθος και την ομορφιά της. Ξεχωριστή στη Νέα Ιωνία, μετέπειτα σύζυγος Ιορδάνη Μουταφίδη, γνωστή για τη φιλανθρωπία της. Έφυγε, όμως, σε ηλικία 60 χρονών.
Γωνία Κωνσταντινουπόλεως με Κρήτης ήταν το σπίτι του δασκάλου Πανταζή που υπηρετούσε στο 7ο σχολείο. Κοντούλης, χοντρούλης, καλοντυμένος με γραβατούλα, κοστούμι και καπέλο αγαπούσε τα παιδιά, όπως και η γυναίκα του δασκάλα και αυτή, αξέχαστοι στην παιδική μνήμη, άνθρωποι χαμηλών τόνων, ήρεμοι, συγκαταβατικοί, ζούσαν στο περιποιημένο σπίτι, το οποίο κράτησε και σε καλύτερη μορφή ο επίσης δάσκαλος γιος του.

Aριάδνη και Στέλιος Προμπονάς

Στην Κωνσταντινουπόλεως ήταν το φωτογραφείο του Ματσαράγκα, του επονομαζόμενου «Μιταρόλα». Σπίτι προσφυγικό ήταν και ο Ματσαράγκας, ένας λεπτός τύπος με μουστακάκι, έβαζε τους πελάτες μέσα σε ένα δωμάτιο ειδικά διακοσμημένο με κουρτίνα βελούδινη, ανθοστήλες, καναπέ κλασικό για φόντο ή τους έβγαζε στη μακρόστενη αυλή για να φωτογραφηθούν. Ήταν ένας από τους φωτογράφους της περιοχής.
Βενιζέλου και Χρ. Λούλη ήταν ο φούρνος του Στέλιου Καλφαγιώργου, που ξεκίνησε με ένα τσουβάλι αλεύρι δανεικό από τον Χρ. Λούλη και ξεκίνησε να πουλάει ψωμί. Έπειτα έκανε τον φούρνο, είχε πελατεία τις γειτονιές της Γανοχώρας και έβγαζε ωραίο ψωμί. Έψηνε φαγητά στον φούρνο με τα ξύλα και είχε ωραία ξεροψημένα κουλουράκια Θεσσαλονίκης. Ο μεγάλος ξύλινος πάγκος μπαίνοντας δεξιά, ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες, πάντα ήταν γεμάτος ζεστό ψωμί. Μερικές φορές ερχόταν και η γυναίκα του και βοηθούσε. Είχε ένα ασυνήθιστο όνομα, Αρτεμισία και κοιτούσαμε περίεργα όταν τη φώναζε Πλαστή, ίσως με το παρατσούκλι της.

Aριάδνη και Ιορδάνης Μουταφίδης

Παράλληλα, ο Στέλιος ήταν στο Δ.Σ. της ΝΙΚΗΣ και από τους φανατικούς φιλάθλους της. Μάλιστα το 1953, όταν η ΝΙΚΗ έπαιξε στα Γιάννενα, ήταν ο μοναδικός που ακολούθησε την ομάδα μαζί με τον Απεργιώτη τον Γιάννη (;) να την εμψυχώσουν με την παρουσία τους. Στον φούρνο εργαζόταν και ο γιος του Κων/νος (Τάκης), ο οποίος τον συνέχισε αργότερα. Στην οικογένεια υπήρχε και μια αδελφή, σύζυγος Διαμαντή Παπαργυρόπουλου. Εδώ και δέκα χρόνια άλλαξε ιδιοκτήτη και τον ανέλαβε ο ΜΑΝΔΗΛΑΣ.

Ελένη Σεφερειάδου

Στη γωνία Φιλαδελφείας, στα τσιμεντένια, ήταν το σπίτι της οικογένειας Μιλτιάδη Σεφεριάδη. Σιδηροδρομικός υπάλληλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, γεννημένος στο Ικόνιο, γιος της Σοφίας. Παντρεύτηκε την Ελένη Συρινιώτου, ή Συριώτου, γεννημένη στη Χαλκηδόνα της Κων/πολης. Ο Μιλτιάδης ήρθε το 1925 στην Ελλάδα, βρήκε τυχαία τη μητέρα του και ήρθαν στον Βόλο γιατί έπιασε δουλειά στον σιδηρόδρομο. Πήραν σπίτι με κλήρο στην οδό Φιλαδελφείας 60 με Χρήστου Λούλη και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Ιωνία με τους άλλους πρόσφυγες. Η Ελένη, μετά από πολλές προσπάθειες έμεινε έγκυος, αλλά πέθανε στη γέννα μαζί με το παιδί της τον Απριλίου του 1938, σε ηλικία 38 χρονών, γεμίζοντας θλίψη την οικογένεια, τη γειτονιά και τη Νέα Ιωνία. Ο Μιλτιάδης ξαναπαντρεύτηκε την Κερασία Βοδονάρα από το Νεοχώρι Πηλίου και την έφερε στο σπιτικό τους. Μαζί της απόκτησε την Ελένη και τον Βασίλη. «Το σπιτικό τους μεγάλωσε με τον ερχομό των παιδιών. Χαρά και ικανοποίηση της νέας οικογένειας και της Κονιαλίτισσας γιαγιάς Σοφίας με το σαλβάρι, τη μακριά κοτσίδα στα μαλλιά και τη διακριτική συμβίωση… Ταχταρίσματα, νανουρίσματα τούρκικα και ελληνικά, ήχησαν και ανέσυραν μνήμες από το παρελθόν… Της άρεσε να ράβει, να πλέκει φορεματάκια για την κόρη και μπλούζες για τον γιο, ενώ ο πατέρας αγόραζε φθηνά δέρματα… Η Κερασία έραβε μόνη της στη μηχανή SINGER, άλλαζε μόνη της τους γιακάδες και τις μανσέτες των υποκαμίσων που συνόδευαν την κάθε αγορά… Με τον θάνατο του Γεωργίου Β’ άκουγε τα εμβατήρια και έκλαιγε γιατί της θύμιζαν τον χαμένο αδελφό της στην Αλβανία. Μαζί της έκλαιγε και η κόρη μέσα στη φούστα της…». Η Ελένη παντρεύτηκε τον Γιάννη Πρίντζο, μηχανικό, μετέπειτα νομάρχη, εγκατέλειψε το πατρικό της και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Αναύρου. Δεν εγκατέλειψε, όμως, ούτε τις μνήμες της ούτε όσα της άφησε η Κονιαλίτισσα γιαγιά, ενδείξεις μιας υπέροχης ζωής στην Πατρίδα. Η καρδιά της ανήκει στη Νέα Ιωνία. Αυτές οι εικόνες ήταν μέρος του κόσμου της Νέας Ιωνίας που ζούσε έντονα τη χαρά και τη θλίψη, που αγαπούσε τη ζωή και τον θάνατο, πέθαινε και ανασταινόταν με την ελπίδα και την αγάπη για την οικογένεια, την Πατρίδα και τη Βαγγελίστρα του.

Μίλτος Σεφερειάδης

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες Γιάννη Κονταξή, Μανώλη Παρασκευά, Καίτης Μπαλή, Δημήτρη Βαλκαμελή, Χρυσάνθης Μουταφίδου, Ελένης Σεφεριάδου- Πρίντζου, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν.Ι. από το 1924», 2013. Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ Ν. ΙΩΝΙΑΣ, 1994» «Νέα Ιωνία Προσφύγων Πόλις», 2008.
Ζητώ συγνώμη αν κάπου η μνήμη με απατά. Σταθερές πηγές είναι τα βιβλία του Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά, το δικό μου «Από τον παππού στον εγγονό» και η αλάθευτη μνήμη του Γιάννη Κονταξή. Φυσικά και οι μαρτυρίες κατοίκων και φίλων. Καλό καλοκαίρι. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το