Πολιτισμός

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960: Οδός Χρήστου Λούλη

Της Βασιλείας Γιασιράνη- Κυρίτση

Λίγο πιο πέρα από το μεταξουργείο συνέχιζαν τα Τζαμαλιώτικα με τη μεγάλη κοινόχρηστη αυλή ώς την οδό Μαγνησίας. Μετά άρχιζαν τα Γερμανικά από κάτω και τα τετράγωνα Ζ πάνω από τη Χρ. Λούλη.
Αυτά ήταν ο πυρήνας του προσφυγικού συνοικισμού, αφού έγιναν το 1924 και ήταν τα πρώτα που στέγασαν τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες. Το κομμάτι αυτό του δρόμου είχε κάτι το ιδιαίτερο. Τα πολύ μικρά σπιτάκια-δωμάτια, με την ελάχιστη σχεδόν καθόλου αυλίτσα με τις γραφικές γλάστρες βασιλικού στο πεζοδρόμιο, με τον παλιό βαμμένο καναπέ και τα σκαμνάκια στην άκρη, τις γαργαλιστικές μικρασιάτικες μυρωδιές ήταν το πιο αγαπημένο. Χρ. Λούλη 34. Εδώ σταματούσα μεγάλη πια, στο γυμνάσιο, να δω από το παράθυρο του προσφυγικού τον κυρ-Παναγιώτη Κατσιρέλο, καθισμένο στο ντιβανάκι, πίσω από την πρόχειρη βιβλιοθήκη, σκυμμένο πάνω σε χαρτιά ανακατωμένα να γράφει και δίπλα του ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Πιο πέρα η κυρά Χαρίκλεια Κουρελά σκυμμένη στον νεροχύτη ήταν ανύπαρκτη. Μόνο η παρουσία της υπήρχε.
Σταματούσα περισσότερο από περιέργεια να δω αυτά που ζωγράφιζε και να πω τα χαιρετίσματα από τη νονά μου τη Βασιλεία Γεωργαλαδάκη, που ήταν φίλη του, να μιλήσουμε για τα σχέδιά μου να γίνω φιλόλογος, να πούμε για τους νέους ρυθμούς ζωής. Ο κυρ-Παναγιώτης ήταν ο πρώτος βραβευμένος λογοτέχνης της Νέας Ιωνίας. Γιος του Κων/νου και της Χάιδως, γεννημένος το 1915 στη Σμύρνη, ήλθε με την οικογένειά του στον Βόλο και εγκαταστάθηκε στο τετράγωνο Ζ. Μεγάλωσε στη μικρή καμαρούλα και μετά από πολλές αναζητήσεις έγινε τυπογράφος.
Δούλεψε στην εφημερίδα «Η Θεσσαλία» και από κει συνταξιοδοτήθηκε. Μετά άρχισε η δημιουργική περίοδος.

Παναγιώτης Κατσιρέλος

Χαρισματικός άνθρωπος, προικισμένος από τη φύση, κλειστός στον εαυτό του και στον κόσμο του, ελάχιστα κοινωνικός μέσα εκεί στο απομεινάρι των πρώτων εγκαταστάσεων των προσφύγων έγραφε συνέχεια. Έγραφε και έσβηνε. Αναθεωρούσε τη σκέψη του και επιχειρούσε πάλι με μια δεύτερη ματιά. Και έγραψε πολλά βιβλία. Η «στάση Μαυρομάτη» ήταν από τα πρώτα βιβλία που διάβασα μονορούφι κι ύστερα αναζητούσα και τα άλλα στη βιβλιοθήκη του Δήμου Νέας Ιωνίας. Τα βιβλία του ήταν η ζωντανή ιστορία της προσφυγιάς απλή και ανεπιτήδευτη, η αληθινή ιστορία της πρώτης δραματικής εγκατάστασης, ο αγώνας για την επιβίωση εκείνων των ανθρώπων…
Ευτυχώς τιμήθηκε από την Πολιτεία και από πολλούς μικρασιατικούς συλλόγους «εν ζωή», συγκινήθηκε, δάκρυσε, χάρηκε κρυφά, όσο και αν απέφευγε τη δημοσιότητα και τα χειροκροτήματα. Έφυγε το 2007 από κείνη την καμαρούλα, το άντρο του και η απανεμιά του.
Απέναντι από το προσφυγικό του Κατσιρέλου ήταν το σπίτι του Κων/νου και της Δέσποινας Σαρόγλου από τα Θείρα της Μ. Ασίας. Είχε τρία αγόρια και μια κόρη. Από τα αγόρια ο Ιωάννης είχε καφενείο στην οδό Χαλκηδόνος, μετέπειτα Λ. Ειρήνης και ήταν μέλος του Δ.Σ. της ΝΙΚΗΣ.

Οικογένεια Παν. Κατσιρέλου

Ο Αντώνιος ανήκε στον δημοκρατικό στρατό, τραυματίστηκε στο πόδι του, το έχασε και έμεινε ανάπηρος. Εξελέγη με τον συνδυασμό του Νικολάου Νικολόπουλου στις εκλογές της 17ης Οκτωβρίου 1982 δεύτερος τακτικός με ψήφους 231 και αργότερα με δήμαρχο τον Στέφανο Φούσκη στην πρώτη τετραετία, στις 14 Οκτωβρίου 1990 εξελέγη πάλι. Ήταν «σεβαστός φίλος, αγωνιστής, φίλος του περιβάλλοντος, Αριστερός στον τρόπο ζωής – όχι στα λόγια – ο ριζοσπάστης, ο ειλικρινής, ένας από όλους εκείνους που θέλουν τον κόσμο καλύτερο, δίκαιο σύγχρονο…».
Στο δεύτερο προσφυγικό από την πλευρά της εκκλησίας έμενε ο Χαράλαμπος Μυτιληναίος που είχε αδελφό του τον Γιώργο, φορτοεκφορτωτές και οι δυο από τα Βουρλά γι’ αυτό ήταν γνωστοί ως Βουρλιώτες. Ο Χαράλαμπος, γεννημένος το 1903, ξεκίνησε με ένα μικρό καΐκι στην αρχή, όταν ήρθε στον Βόλο να κάνει μεταφορές.
Μετά μπήκε στο σωματείο των Αγιωργητών και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Παντρεύτηκε τη Μαρία από τη Σμύρνη και απόκτησε τέσσερα παιδιά: Τους Φραντζέσκο, Ελένη, Χρήστο και Ευαγγελία. Ο ένας του γιος, ο Φραντζέσκος, γεννήθηκε το 1933 στη Νέα Ιωνία. Με τις λιγοστές γραμματικές γνώσεις πήγε ένα χρόνο στο εργοστάσιο στου Μπουκουβάλα και μετά συνέχισε το νυχτερινό. Αρχικά δούλεψε σαν φανοποιός για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια και μετά εργάστηκε στο σωματείο Αγιωργητών ως επόπτης. Παντρεύτηκε την Ελένη από το Εγγλεζονήσι και είχε μια κόρη τη Μαρία. Η δουλειά στο σωματείο ήταν κουραστική. Ξεκινούσε από τις 7 το πρωί, σταματούσε λίγο το μεσημέρι και συνέχιζε ώς αργά το απόγευμα. Πέρασαν πολλά χρόνια για να γίνει το ωράριό τους 7 με 2. Δύσκολες συνθήκες εργασίας. Φόρτωναν τσουβάλια με αλάτι, θειάφι, σιτάρι, καλαμπόκια, λάδι και πολλές φορές γύριζε σπίτι πληγωμένος στην πλάτη και με μάτια που έτσουζαν από το θειάφι.
Περνώντας απέναντι, στη γωνία ακριβώς του δρόμου, ήταν το σπίτι της οικογένειας του Χρήστου και της Πολίνας Κορωναίου. Τέσσερα ήταν τα παιδιά τους: Ο Βαγγέλης, ο Γιώργος, ο Δημήτρης και ο Σπύρος. Ο Γιώργος ήταν ποδοσφαιριστής της ΝΙΚΗΣ και ασπριτζής, γνωστός με το παρατσούκλι «γκαλού». Παντρεύτηκε τη Χρύσα Μαντζαρίνου, κόρη της Μαρίτσας και του Βαγγέλη, που είχε καφενείο δίπλα από το κρεοπωλείο του Κοκόλη (σύμφωνα με άλλη πηγή παντρεύτηκε την κόρη του Γιαννόπουλου που είχε εστιατόριο δίπλα από το καθαριστήριο του Τάσου Μανιατάκη).

Λιλή Μακαρωνά αριστερά, στη Ν. Ιωνία, 1950

Δίπλα ήταν το ψιλικατζίδικο του Κων/νου Ψαριανού από τη Σμύρνη και της κυρίας Άρτεμης. Ήταν στενόμακρο με ξύλινο πάτωμα και δυο μεγάλες ξύλινες βιτρίνες γεμάτες κουμπιά, μολινέδες, καρούλια, μασουράκια, μπομπίνες όλων των χρωμάτων, παραμάνες, βελόνες ραψίματος, βελόνες πλεξίματος και πάνω στα ράφια του βόρειου τοίχου μαλλιά πλεξίματος όλων των χρωμάτων, όλων των εργοστασίων…
Η ταμπέλα πάνω από την είσοδο έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα «ψιλικά Κων/νος Ψαριανός». Ο Κων/νος, ψηλός, ευγενικός, αβάρετος, είχε το χάρισμα της επικοινωνίας, ιδιαίτερα με τις γυναίκες που συναναστρεφόταν λόγω επαγγέλματος, και πάντα έβρισκε τρόπο να εξυπηρετήσει την πελάτισσα, να μη φύγει με άδεια χέρια από το μαγαζί του. Αργότερα το ίδιο αποδείχθηκε και ο ένας γιος του Νίκος, ο οποίος ανέλαβε με τη γυναίκα του τη Δέσποινα, το μικρό μαγαζάκι μεγάλωσε, έγινε καλαίσθητο, γέμισε με περισσότερα πράγματα και άντεξε. Το κράτησαν μέχρι το 2018, όταν συνταξιοδοτήθηκαν για να ακολουθήσουν την κόρη τους Άρτεμη στην Αμερική. Ο Νίκος είχε και δυο αδελφές. Τη μία την έλεγαν Ελπίδα… και ήταν καθηγήτρια Αγγλικών.

Δεύτερος δεξιά Χαρ. Μυτιληναίος

Λίγο πιο πέρα ήταν το προσφυγικό της οικογένειας Νικολάου και Φανής Μακαρωνά από τη Μαγνησία της Μ. Ασίας.
Ο Νίκος, δραστήριο άτομο, μετείχε στη σχολική εφορεία των νέων σχολείων το 1933 και μέλος της Επιτροπής Ανεγέρσεως του ναού της Ευαγγελίστριας από το 1947 μέχρι το 1962, αλλά και επίτροπος του ναού από το 1949 ώς το 1966. Η Φανή ήταν πρόσχαρη, χαμηλών τόνων, γλυκύτατη και ευγενική. Από τον γάμο της είχε αποκτήσει την Αμαλία, τη Βασιλική, τη Λήδα (Λιλή), τον Βύρωνα και τον Μιχαήλ, γεννημένα όλα στη Μαγνησία. Την κυρία Φανή τη γνώρισα καλά, όταν πήγαινα στο σπίτι της να πάρω τη φίλη, συμμαθήτριά μου και εγγονή της Καίτη Μπαλή. Η μικρή αυλή με τα κάγκελα ήταν γεμάτη λουλούδια. Γλάστρες μικρές και μεγάλες πάνω σε τρίποδα ή και κάτω στόλιζαν τον χώρο. Μπαίνοντας από την κύρια είσοδο στο πρώτο δωμάτιο υπήρχε ένα σκαλιστό σερβάν στον τοίχο γεμάτο με ωραία παλιά αντικείμενα, ανθοδοχεία και παλιές φωτογραφίες, δυο ανθοστήλες στις γωνίες στολισμένες με πλεκτά ένα μικρό τραπεζάκι σαλονάκι με τις βελούδινες μικρές καρέκλες, στο μεγάλο παράθυρο μια πλεκτή διάφανη κουρτίνα με κόκκινο ριχτάρι και από την άλλη πλευρά του δωματίου προς τον βόρειο τοίχο ένα μπαουλοντίβανο με σκαλιστή πλάτη και βιτρίνα. Μαξιλάρια μικρά, μαξιλαράκια βελούδινα, κεντημένα, έργα χειροποίητα τοποθετημένα με σειρά και με τάξη στόλιζαν το ντιβάνι και έδειχναν την αξιοσύνη της. Στην ανοιχτή είσοδο που οδηγούσε στα μέσα δωμάτια κρεμόταν μια βελούδινη κουρτίνα με δυο φύλλα, μάλλον σκούρου κόκκινου χρώματος με φουντίτσες μικρές και άνοιγε μια θέα με ρούχα κρεμασμένα και ένα μπαούλο στην άκρη. Πιο πέρα η μικρή κουζίνα και έξω στην πλακόστρωτη αυλή η τουλούμπα και λουλούδια… πολλά λουλούδια σε ωραίες γλάστρες, γυάλινες ζαρντινιέρες και μεράκι…

Aμαλία Μπαλή στο πατρικό της με την κόρη της

Η Αμαλία έγινε σύζυγος του Γεωργίου Μπαλή, γνωστού ξυλογλύπτη, μετέπειτα δημάρχου, η Λιλή ήταν υπάλληλος περιθάλψεως, ο άνθρωπος που «έτρεχε για τα προβλήματα» της Ευαγγελίστριας και η πρώτη μαγείρισσα στο Σπίτι Γαλήνης για τους φτωχούς της ενορίας. Ανύπαντρη, αφιέρωσε τη ζωή της στην αγαθοεργία.
Καλοντυμένη, ευγενική, αγαπούσε πολύ την ανιψιά της και μαζί αγαπούσε και μένα με κείνο το ενδιαφέρον που δεν είναι πρόσθετο, αλλά αληθινό. Ο Βύρωνας και ο Μιχαήλ ήταν «αλευροπώλαι» και μετά εξελίχθηκαν σε σπουδαίους επιχειρηματίες. Το προσφυγικό το κληρονόμησε ο γιος της Αμαλίας Μάκης Μπαλής, βουλευτής, και το πούλησε με ενδεικτική τιμή, σχεδόν το χάρισε στους Ίωνες, πριν μερικά χρόνια για πολιτιστική εστία.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Γιάννη Κονταξή, Φιλιώς Φιλοσόγλου, Μανώλη Παρασκευά, Καίτης Μπαλή, Δημήτρη Βαλκαμελή, Ημερολόγιο 2014 «Μικρασιάτες Φορτοεκφορτωτές και συσκευαστές ξηράς» Πολιτιστικός Σύλλογος Μικρασιατών «Το Εγγλεζονήσι», Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι από το 1924», 2013. Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το χρονικό της Ν. Ιωνίας, 1994» περ. Μαγνησία, Τ.9, 2007.
Συνεχίζεται.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το