Άρθρα

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Αναπαύσεως μέρος β’

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Ο Θανάσης Κλείτσας, με καταγωγή από την Πορταριά, είχε αρχοντική εμφάνιση και ήταν μουσικόφιλος. Στις οικογενειακές μας συγκεντρώσεις έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε πολύ ωραία παλιά τραγούδια και καντάδες, ενώ το πρωί ξεκινούσε με το καροτσάκι του τον αγώνα της επιβίωσης στα χωμάτινα δρομάκια της φτωχικής συνοικίας του.
Το κατάστημα το κράτησε ώς το 1973, πούλησε τα εμπορεύματα και μετά το μαγαζί με το οικόπεδο, τελειώνοντας άδοξα την προσπάθεια που είχε επιτυχώς κάνει.
Δίπλα, ήταν το πέτρινο σπίτι του Στέλιου Μωραΐτη, του άγνωστου καλλιτέχνη από τη Σμύρνη, που εκεί ήταν κάλφας και στη Νέα Ιωνία, όταν ήλθαν πρόσφυγες με την οικογένειά του, έκανε κάθε είδους δουλειά. Είχε όμως καλλιτεχνική φύση και όταν έβρισκε χρόνο ζωγράφιζε τοπία, εικόνες, άκουγε κλασική μουσική και ονειρευόταν τον δικό του κόσμο.


Δεν πήρε ποτέ χρήματα. Ψηλός και αδύνατος περπατούσε γρήγορα, δεν ανέβηκε ποτέ σε λεωφορείο και δεν καταλάβαινε γιατί οι άνθρωποι περίμεναν στη στάση, μπροστά από το σπίτι του.
Ημιδιώροφο ήταν το σπίτι τους που έκτισε ο ίδιος το 1946 με τον δίδυμο αδελφό του τον Βαγγέλη, στην οδό Αναπαύσεως 39, πελέκησαν την πέτρα και του έδωσαν ξεχωριστή όψη με τη βεράντα και τα πέτρινα σκαλοπάτια.
Η γυναίκα του Μαρία Μπασματζή ήταν από τα Θείρα, πατριώτισσα και φίλη της γιαγιάς μου. Νοικοκυρά, πρόσχαρη, μα πονεμένη γυναίκα από πολλά βάσανα. Ευτυχώς η υιοθεσία της 3χρονης Βικτώριας απέδωσε καρπούς και εκεί αφιέρωσε όλη της την αγάπη μέχρι το τέλος.

Στη γωνία της Δορυλαίου ήταν το σπίτι του Τάκη του Ματζίρη με τον χαρακτηριστικό περίβολο που είχε τα επάνω τούβλα κτισμένα εναλλάξ και βαμμένα κόκκινα. Στο καταβρεγμένο πεζοδρόμιό του μαζεύονταν τα κορίτσια της γειτονιάς κάθε απόγευμα με τα σκαμνάκια και τα καρεκλάκια τους έναν γύρο, κεντούσαν σιγοτραγουδώντας και ψιθύριζαν μεταξύ τους τα ερωτικά χτυποκάρδια της ψυχής τους και τα όνειρά τους.
Δίπλα στο καθαριστήριο, ήταν το σπίτι της Μαγδαληνής Μουδανιώτη και λίγο πιο πέρα, από παλιά, από την Κατοχή, ήταν το καφενεδάκι του Αντώνη Αδάμ, μικρός χώρος που μάζευε τους άνδρες της γειτονιάς να βρεθούν για τη δουλειά τους, για έναν καφέ, ένα παιχνίδι τάβλι ή χαρτιά.

Και λίγο πιο κάτω ένα τετράγωνο, ήταν το σπίτι και το καφενεδάκι του Γκιτζή. Ένα κουτουκάκι, ήταν μικρό, μόνο για άνδρες, με τρία τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο με νόστιμους μεζέδες και εθελοντές μουσικούς, που έπαιζαν και τραγουδούσαν για το κέφι τους και το κρασί τους. Κάποια εποχή έπαιζε και τραγουδούσε ο Τσιτσάνης. Μόνος χωρίς ορχήστρα, χωρίς συνοδεία και μικρόφωνο καθισμένος σε ένα τραπεζάκι με το μπουζούκι του τραγουδούσε τους καημούς του φτωχόκοσμου της Νέας Ιωνίας και τους δικούς του. Η εποχή είχε τις μιζέριες της και τις δόξες της. Έλεγαν πως στον έναν πήγαιναν οι «Αριστεροί» και στον άλλον οι «Δεξιοί» που τσακώνονταν για τα πολιτικά και οι «προδότες» που τα μετέφεραν. Ήταν οι στενοκέφαλοι και οι ανοιχτόμυαλοι, οι μικροί της ζωής και οι… μεγάλοι που όμως υπάκουαν σε άγραφους νόμους, που είχαν αξιοπρέπεια και περηφάνια που είχε χαθεί στον Εμφύλιο, όταν οι στρατιώτες ανάγκαζαν όλους να πηγαίνουν στου «Δεξιού» το καφενεδάκι, που ήταν πάντα γεμάτο και του «Αριστερού» άδειο.

Εκεί κοντά στα Γερμανικά, ήταν ο χώρος που έμεναν οι Καρεκλάδες. Ο Γιάγκος και τα αγόρια Νικολής και Δημήτρης. Το κανονικό τους όνομα ήταν Θωμαδάκη, αλλά κανείς δεν τους ήξερε έτσι και κράτησαν το παρατσούκλι τους στη νέα πατρίδα.
Ναυτικοί στο επάγγελμα και ψαράδες από το Εγγλεζονήσι με τη θάλασσα έβγαζαν το ψωμάκι της οικογένειας. Ο Νικολής είχε το βενζινοκίνητο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ και ο Δημήτρης αρχικά εργαζόταν στο σωματείο φορτοεκφορτωτών «Άγιος Γεώργιος» και μετά το ατύχημα αγόρασε τον ΑΓΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟ και ψάρευε για πολλά χρόνια ως επαγγελματίας. Τα γύρω πεζοδρόμια είχαν πάντα δίχτυα απλωμένα, καλάθια και σύνεργα ψαρικής. Ηλιοκαμένοι με το ναυτικό τους καπέλο, το τσιγάρο στα χέρια, δόλωναν τα παραγάδια, έραβαν τα σκισμένα δίχτυα ακούραστοι για ώρες τραγουδώντας τους καημούς της θάλασσας και τους δικούς τους.

Πιο πέρα, δίπλα από το μεταξουργείο του Ετμεκτζόγλου, ήταν το μεγάλο μπακάλικο του Αποστόλη που είχε τα πάντα μέσα, δημητριακά, όσπρια σε τσουβάλια ανοιχτά με τη σέσουλα επάνω για να εξυπηρετεί τον πελάτη, έναν πάγκο να ζυγίζει και ένα τραπεζάκι να κερνάει τους φίλους και να τρώει ο ίδιος. Μ’ όλο που ήταν αρχοντάνθρωπος δεν παντρεύτηκε, ίσως γιατί ήθελε να παντρέψει την αδελφή του. Το λειτούργησε μέχρι το 1973 περίπου και μετά το έκλεισε, κατέβασε τα ρολά και δεν τα ξανάνοιξε. Τον περιποιόταν η ανιψιά του Αθηνά και αυτή όμως δεν παντρεύτηκε και η ιστορία της οικογένειας χάθηκε χωρίς απογόνους. Το 2018 η Αθηνά πέθανε και άφησε την περιουσία τους στην εκκλησία της Αγ. Ειρήνης Χρυσοβαλάντω που την κοίταζαν.
Δίπλα ήταν το αρχοντικό της οικογένειας. Οι πόρτες του με τα τσίγκινα ρολά κατεβασμένα και η ξύλινη σκαλιστή πόρτα της εισόδου του σπιτιού δήλωναν ακόμη την ύπαρξή του.

Το εργοστάσιο του Ετμεκτζόγλου ήταν το πρώτο, που λειτούργησε στην προσφυγούπολη της Νέας Ιωνίας, στενά συνδεδεμένο με την κοινωνική ζωή του τόπου, την οικονομία και βιομηχανία της προπολεμικής κυρίως περιόδου. Το 1924 οι αδελφοί Γεώργιος και Αθανάσιος Ετμεκτζόγλου που κατάγονταν από το Ορτάκιοϊ Βιθυνίας εγκαταστάθηκαν στον Βόλο. Αγόρασαν ένα μικρό οικόπεδο στον «αγρό Καραγιάννη» και με τα πενιχρά υλικά μέσα που διέθεσαν, αλλά με μόρφωση και την πατροπαράδοτη γνώση της μεταξουργίας – ο πατέρας τους είχε εκεί μεταξουργείο και σηροτροφική μονάδα – έκτισαν με προσωπική εργασία το 1924 ένα μικρό αναπηνιστήριο κουκουλιών στη βορειοδυτική όχθη του Κραυσίδωνα. Το 1941-43 επιτάχθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα για να συνεισφέρει στην πολεμική του βιομηχανία, ιδιαίτερα από τους Ιταλούς. Λειτούργησε μετά από τους αδελφούς Αλέξανδρο και Αναστάσιο Γ. Ετμεκτζόγλου μέχρι το 1983, οπότε σταμάτησε οριστικά. Το 1991 σταμάτησε και η υφαντουργική μονάδα και έκλεισε, σφράγισε τις πόρτες του για πάντα το ξακουστό εργοστάσιο που έδωσε ψωμί σε πολλούς πρόσφυγες για πολλά – πολλά χρόνια.

Μετά η γέφυρα, η στενή και παλιά γέφυρα με τα σιδερένια λυγισμένα κάγκελα και τα σπασμένα κράσπεδα στα πεζοδρόμια, που ταλαιπωρούσε όλους τους κατοίκους που ανέβαιναν με τα πόδια ακολουθώντας τους νεκρούς τους και αριστερά της στην πλευρά του Βόλου ήταν το πέτρινο πολυβολείο, με τη μικρή είσοδο και το παραλληλόγραμμο παραθυράκι, απομεινάρι μιας προηγούμενης περιόδου του τόπου μας… Εδώ τελείωναν τα σύνορα της Νέας Ιωνίας.
Πηγές: Μαρτυρίες προσωπικές, Ευαγγελίας Καϊκλή, γείτονα του μπακάλικου, «Ιστορίες ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο του Βόλου», τ. 3, Ημερολόγιο Πολιτιστικού Συλλόγου «Το Εγγλεζονήσι» του 2017 «Γνωστές και άγνωστες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες της Νέας Ιωνίας».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το