Πολιτισμός

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Συνεχίζοντας το οδοιπορικό στην οδό Χρ. Λούλη, ξεφύτρωναν σιγά-σιγά μερικά σπιτάκια μετασεισμικά και δίπλα από το πετρόκτιστο σπίτι της οικογένειας του Κωνσταντίνου Ψαριανού, από τη Σμύρνη, που είχε το ψιλικατζίδικο στην Ευαγγελίστρια, στο πίσω μέρος, στην οδό Μ. Αλεξάνδρου, ήταν το «κρυφό σχολειό» του Εγγλεζονησιώτη δάσκαλου Θεμιστοκλή Παπαδημητρίου. Γιος ιερέα, γεννημένος στο Μεσοχώρι Καρδίτσας, διψούσε για μάθηση και μετά από πολλές προσπάθειες πήρε υποτροφία από τον Ανδρέα Συγγρό και σπούδασε στη σχολή του Γένους στην Κωνσταντινούπολη δάσκαλος. Πέρασαν χρόνια, διορίστηκε στο Τσιφλίκι της Αγ. Παρασκευής, στο Εγγλεζονήσι, έγινε ο διωγμός του 1922, οι προγονικές εστίες χάθηκαν, οι κάτοικοι ξεριζώθηκαν και βρέθηκαν στον Πειραιά. Συνέβησαν πολλά στην προσωπική του ζωή, η πρώτη του γυναίκα πέθανε, ξαναπαντρεύτηκε, άλλαξε επάγγελμα, απότυχε και τελικά λίγο πριν το 1940, πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, βρέθηκε στον Βόλο στους συγγενείς της πρώτης του γυναίκας. Με το ατμόπλοιο «Αμβρακία» μετέφερε την οικογένειά του, τα υπάρχοντά του και τα καινούρια του όνειρα. Ο Βόλος είχε κάτι που θύμιζε πατρίδα. Είχε τη μυρωδιά των ανθρώπων της, το χαμόγελο, την αλληλεγγύη και την ουράνια προστασία των αγίων της Ιωνίας. Τα προσφυγόπουλα βρήκαν τον άνθρωπο των γραμμάτων που είχαν ανάγκη. Και κει στο υπόγειο του σπιτιού του Αρτέμη Μανιατάκη που είχε νοικιάσει, εκεί αγκάλιασε με αγάπη και σοφία τις παιδικές ψυχές, τις γέμισε φως, πλούτο ψυχής, ιδανικών και ιδεωδών. Τα χωμάτινα σκαλοπάτια και η στενότητα του υπογείου δεν εμπόδιζαν τα νεαρά προσφυγόπουλα να μάθουν γράμματα. Με τη φροντίδα, τη μεθοδικότητα και τις ασκήσεις από τα βιβλία του προέτρεπε τους μαθητές του να στραφούν στο μεγαλύτερο όνειρο, τα Μαθηματικά.

Το υπόγειο σχολείο

Καθισμένα στα μαδέρια που ήταν στερεωμένα σε κούτσουρα, οι μαθητές παρακολουθούσαν με σεβασμό και προσοχή τον δάσκαλο να γράφει στον μαυροπίνακα από κόντρα πλακέ. Σπάνια καθόταν στην παλιά ψάθινη καρέκλα που βρισκόταν δυτικά του δωματίου. Όταν κουραζόταν να επιβλέπει με το γαλήνιο, αλλά αυστηρό του βλέμμα μέσα από τα χοντρά γυαλιά του, ακουμπούσε στο μικρό τραπεζάκι που έβαζε τα βιβλία και τα τετράδια των μαθητών του, ανάσαινε λίγο και συνέχιζε χωρίς διακοπή.
Οι γαργαλιστικές μυρωδιές από τον φούρνο βασάνιζαν τα ρουθούνια του ακροατηρίου του, που το μεγαλύτερο μέρος ήταν νηστικό ή ελάχιστα φαγωμένο. Αλησμόνητοι ήταν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια που πέρασαν με τη φροντίδα και την αγάπη του και τότε χάλκεψε το μυαλό και τον χαρακτήρα τους. Κάποιες φορές που περνούσες, άκουγες τον ύμνο του Πηλίου διασκευασμένο από τον δάσκαλο, άκουγες τις χαρούμενες παιδικές φωνούλες να λένε:
Πήλιο, Πήλιο σε πονώ,
Σ’ αγαπάω, σε θωρώ.
Στις πράσινές σου τις πλαγιές
στα κρύα τα νερά
αντιλαλούν χαρούμενα
τραγούδια από παιδιά.

Μετά τους σεισμούς ο δάσκαλος αναγκάστηκε να κλείσει το σχολείο. Το σπίτι του Κώστα Μανιατάκη πουλήθηκε στον Γιάννη Τζανιδάκη, ο οποίος το ξαναέκτισε βασισμένος στο αρχικό σχέδιο, αφήνοντας την πόρτα του υπογείου τσιμενταρισμένη τη μισή, η οποία έστω και έτσι θύμιζε το σχολείο του κυρ-Μεθιστοκλή, όπως τον έλεγαν, μπερδεύοντας το όνομά του. Η αρετή της παιδείας του έγινε η βάση πολλών προσφύγων επιστημόνων της Νέας Ιωνίας.
Στη γωνία Χρ. Λούλη και Ικονίου ήταν ο φούρνος του Αρτέμη Μανιατάκη. Ο Αρτέμης ήταν ο ένας από τους τέσσερις γιους του Ιωάννη και της Αικατερίνης Μανιατάκη, του σταφιδοπαραγωγού, από το Βαϊνδήρι της Μ. Ασίας. Το 1922 η οικογένεια βρέθηκε στον Πειραιά και τα τέσσερα αγόρια ο Θρασύβουλος, ο Μάρκος, ο Αρτέμης και ο Κώστας προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην.

Ο Εγγλεζονησιώτης δάσκαλος

Το 1925 όλη η οικογένεια έφυγε για τη Λυών όπου τα αγόρια εργάστηκαν στην αυτοκινητοβιομηχανία της Citroen. Όμως το 1927 οι γονείς με τον Κώστα και τον Αρτέμη γύρισαν, τα άλλα παιδιά παρέμειναν. Το 1929 βρέθηκαν στον Βόλο και εγκαταστάθηκαν στα Γερμανικά. Ο Κώστας με τη Δέσποινα Ιωνά άνοιξε παντοπωλείο και ο Αρτέμης τον φούρνο.
Δεν είχε άδεια για ψωμί, αλλά μπορούσε να ψήνει φαγητά και ψωμί από τις νοικοκυρές. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν με ξύλινα ράφια και έναν μεγάλο πάγκο όπου ακουμπούσε ο Αρτέμης τα ταψιά με τα φαγητά της γειτονιάς. Το 1931 παντρεύτηκε την Ειλικρίνεια Μακεδιώτου ή Μακεδών και μαζί της ξεκίνησε νέα πορεία στη ζωή και στο επάγγελμα.
Είχε και έναν βοηθό στον φούρνο που έκανε θελήματα, πήγαινε τα ψωμιά στα σπίτια και απέναντι στις εργάτριες του μεταξουργείου, το οποίο βρισκόταν στην αρχή κάτω αριστερά της μεγάλης αλάνας (σημερινή πλατεία ΟΤΕ). Ο Βασίλειος Πέτσης ήταν ιδιοκτήτης του μεταξουργείου. Καταγόταν μάλλον από την Παραμυθιά της Ηπείρου και βρέθηκε στον Βόλο ως οικονομικός μετανάστης έμπορος. Γνώρισε την Αφροδίτη Ζωγιοπούλου από το Παλιούρι Καρδίτσας, την παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα.
Απόκτησε οκτώ παιδιά, τέσσερα κορίτσια και τέσσερα αγόρια: Τους Ευθαλία, Κωνσταντίνο, Αλέξανδρο, Αγγελική, Ανδρέα, Κική, Σπύρο, Φιλίτσα (Φούλα).
Αρχικά άνοιξε μπακάλικο σε κείνο το σημείο (λίγο πάνω, λίγο κάτω) και παρέμενε μέχρι μετά τον πόλεμο του 1940.
Μετά την Κατοχή το μπακάλικο έγινε μεταξουργείο, ο χώρος επεκτάθηκε, αξιοποιήθηκε και έγινε σημείο αναφοράς της εργατικής περιοχής. Δεκαπέντε εργάτριες έπιασαν δουλειά, γυναίκες που είχαν ανάγκη να δουλέψουν για να ζήσουν την οικογένειά τους.
Το κτίσμα ήταν παραλληλόγραμμο, πετρόκτιστο με μια μεγάλη πόρτα για είσοδο και πολλά μεγάλα παράθυρα στην πρόσοψη και στις παράπλευρες επιφάνειες. Δεν υπήρχε περιτείχισμα στην αυλή που να οριοθετεί τον χώρο.

Μέσα στο εσωτερικό του εργοστασίου υπήρχε αναπινιστήριο, στριπτήριο, βαφείο και φινιριστήριο. Ανάπνιση ήταν η διαδικασία κατά την οποία ξετυλίγεται η κλωστή από το κουκούλι και τυλίγεται σε ανέμες. Εκεί οι γυναίκες έριχναν τα κουκούλια σε ειδικές μικρές λεκάνες, τις κολυμπήθρες, με το βραστό νερό 50 έως 60 βαθμούς Κελσίου για να διαλυθεί η μεταξόκολλα και να ξετυλιχθεί ευκολότερα η ίνα, να μαλακώσουν και να γίνει η διαλογή έξω. Ο αύλειος χώρος ήταν μεγάλος. Εκεί με τα σκουπάκια χτυπούσαν τα κουκούλια και το μετάξι ανέβαινε στον αφρό. Το στριμμένο μεταξωτό νήμα έπρεπε να βράσει καλά σε καυτό νερό, σαπούνι και σόδα για να φύγει η κόλλα του. Η διαδικασία αυτή κάποιες φορές επαναλαμβανόταν μέχρι το μετάξι να αποκολλαριστεί τελείως και να αποκτήσει την ελαστικότητα που έπρεπε. Αν ήθελαν να διατηρήσουνε το φυσικό του χρώμα, ακολουθούσε η διαδικασία της λεύκανσης. Ξεχώριζαν τα καλά και τα άπλωναν για στέγνωμα.
Μετά το μετάξι γινόταν νήμα, το τύλιγαν στις ανέμες και από κάτω σε απόσταση υπήρχαν ειδικά μαγκάλια για να στεγνώσουν. Τα νήματα, που υπήρχαν στα μασούρια, που παράγονταν από την κλώστρια, είχαν σχετικά μικρό μήκος. Για να οδηγηθούν αυτά τα νήματα στον αργαλειό ή στην πλεκτική μηχανή ήταν αναγκαίο να έχουν μεγάλο μήκος.
Έτσι, γινόταν το μπομπινάρισμα των νημάτων, όπου το ένα μετά το άλλο τα νήματα τυλίγονται σε μια κωνική μορφή.
Από το εργοστάσιο ερχόταν στα αυτιά των περαστικών το τραγούδι τους…

«Σαν φορείς αυτό το φέσι,
με τη φούντα τη χρυσή,
τρέμει ο ουρανός να πέσει
με τα αστέρια του μαζί».

Το μετάξι τους ήταν αρίστης ποιότητας και έφευγε μέχρι τη Γαλλία κάποιες φορές.
Όταν σήμαινε το κουδούνι του σχολάσματος ο ήλιος έγερνε στη δύση και τα κορίτσια ξεχύνονταν ψιθυρίζοντας τα παραλειπόμενα της δωδεκάωρης δουλειάς τους. Ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση που ενδιαφερόταν για τις εργάτριες, για τις συνθήκες, για την προσωπική τους ζωή.
Τα αγόρια Κωνσταντίνος, Ανδρέας και Αλέξανδρος δούλευαν μαζί με τον πατέρα τους στο εργοστάσιο. Ο Κωνσταντίνος ασχολούνταν με την παραλαβή των κουκουλιών από την Αγιά και το Σουφλί και έστελνε το μετάξι σε πολλές πόλεις, ιδιαίτερα Αθήνα, Θεσσαλονίκη.
Παντρεύτηκε την Αθανασία Γιακάκογλου, προσφυγοπούλα από τη Σμύρνη, και απόκτησε τον Βασίλειο. Ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε την Αικατερίνη Γιαννούλου από την Αργαλαστή και απόκτησε τη Θεοδώρα, τον Βασίλη-Γιώργο και τον Παντελή. Ο Ανδρέας παντρεύτηκε την Ελισάβετ και έκανε οικογένεια. Ο Σπύρος πήγαινε περιστασιακά στο μεταξουργείο, διότι ήταν ο γραμματιζούμενος της οικογένειας και μετά από λίγο, διορίστηκε στα ΕΛΤΑ ή ΤΤΤ, όπως ήταν η ονομασία τότε. Παντρεύτηκε την Κερασία Κουκουβίνου, εκπαιδευτικό.
Από τα κορίτσια η μια πέθανε 20 χρονών. Η Ευθαλία παντρεύτηκε τον Ευστάθιο Παπανδρέου και η Φούλα τον Απόστολο Ντάγρα από τον Αλμυρό. Η Αγγελική δεν παντρεύτηκε και πέθανε σε μεγάλη ηλικία από αγγειακό επεισόδιο.

Ιωάννης Μανιατάκης

Το μεταξουργείο λειτούργησε μέχρι το 1968, γιατί η τεχνολογία είχε κάνει προόδους και δεν συνέφερε η λειτουργία του. Έπειτα οι ιδιοκτήτες του το νοίκιασαν στον Στέλιο Μαρούγκα και έγινε ξυλουργείο, το οποίο και αυτό ξενοικιάστηκε. Το κτίσμα- υπόστεγο πλέον από το 2000 εγκαταλείφθηκε στην τύχη του και στον χρόνο. Ώσπου το 2018 με το χιόνι που έπεσε, οι τοίχοι δεν άντεξαν και σωριάστηκε αφήνοντας μερικά σημάδια της ύπαρξής του. Κανείς και από τους παλιούς δεν το θυμόταν. Το περίεργο είναι πως δεν ήταν καταχωρημένο ούτε στο εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο Μαγνησίας. Σήμερα είναι σαν φάντασμα δίπλα στο κτίριο των Προσκόπων και παραμένει έτσι λόγω ασυμφωνίας των πολλών κληρονόμων. Έτσι έσβησε η παρουσία του στον χώρο της Νέας Ιωνίας, όχι όμως και η ιστορία του.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Λίτσας Καϊκλή, Φιλίτσας Φιλοσόγλου, Βασιλείου Πέτση, Νίκου Θεραπιώτη, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι από το 1924», 2013.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το