Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της
ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Πιο κάτω από το γαλατάδικο ήταν το μεγάλο μπακάλικο του Βασιλούδη, από τα πρώτα της Νέας Ιωνίας. Με καταγωγή από τη Φιλιππούπολη της Ανατολικής Ρωμυλίας η οικογένεια Βασιλούδη φεύγοντας το 1906 εγκαταστάθηκε στο Βασιλούδι, χωριό έξω από τη Θεσσαλονίκη και μετά βρέθηκε στον Βόλο. Ο Νικόλαος Βασιλούδης είχε το μπακάλικο αρχικά στη θέση του σημερινού βενζινάδικου του Χριστοδούλου, Θείρων και Αναπαύσεως, και μετά το μετέφερε στην αρχή του μεγάλου οικοπέδου, γωνία Αναπαύσεως και Στρατηγού Ιωάννου (συνέχεια της Ευφραιμίδου).
Στην άκρη του οικοπέδου προς το ποτάμι ήταν το ημιδιώροφο πέτρινο σπίτι με σκάλες εξωτερικές, βεράντες στρογγυλές, της Σταυρούλας, αδελφής του Νικολάου και δίπλα το σπίτι του άλλου αδελφού Πασχάλη.
Αυτή η χωροταξική διαρρύθμιση ήταν περίπου πριν την κατοχή.
Το μπακάλικο ήταν και καφενείο-ταβέρνα όπου πήγαιναν οι πελάτες για να ψωνίσουν και να πιουν ένα ποτηράκι κρασί με το γευστικό και μοναδικό τουρσί που έβγαζε για μεζέ. Η γυναίκα του Κατίνα Μαυρομάτη, άξια Νικομηδιώτισσα, τον βοηθούσε παντού. Νοικοκυρά, προκομμένη, κοινωνική, ευχάριστη παρουσία με τον μαζεμένο κότσο των μακριών μαλλιών της, κρατούσε το αποικιακό καθαρό, όπως αργότερα και το υπόγειο, όταν το 1960 άρχισε να φτιάχνει τουρσί σε ποσότητες και να τροφοδοτεί την αγορά της Νέας Ιωνίας και του Βόλου. Ο μεγάλος κήπος του έδινε πολλά ζαρζαβατικά με τα οποία τροφοδοτούσε τα μανάβικα και επειδή περίσσευαν αρκετά, σκέφτηκε να τα αξιοποιήσει κάνοντάς τα τουρσί. Δούλεψαν πολλοί άνθρωποι της γειτονιάς και κυρίως γυναίκες που είχαν ανάγκη το μεροκάματο να ζήσουν τις οικογένειές τους.

Η όχθη στη δεξιά πλευρά, στην οδό Ζάχου

Εκεί δούλεψαν οι αδελφές Αθηνά, Ευτυχία, Ερμιόνη Στρατάκη, η Χρυσούλα, η Ελένη, ο Χρίστος, ο Γιάννης σχεδόν όλη η προσφυγική γειτονιά κοντά στο ποτάμι. Κατέβαιναν τα σκαλιά πίσω από το κτίσμα και έβγαιναν στην αυλή, έμπαιναν όμως και από τη μεγάλη πρόχειρη είσοδο της οδού Στρατηγού Ιωάννου. Κατέβαιναν στο υπόγειο και κει έκαναν τις απαραίτητες εργασίες όπως και στον χώρο της αυλής.
Έπλεναν τα λαχανικά, τα έκοβαν και αφού τα ζεματούσαν τα έριχναν στις τσιμεντένιες δεξαμενές-κλιβάνους που ήταν στο υπόστεγο με αλμύρα. Έπειτα τα συσκεύαζαν σε μικρά πλαστικά δοχεία και τα έδιναν στα μαγαζιά. Στην αρχή οι ποσότητες ήταν λίγες, αργότερα η επιχείρηση έγινε μικρή βιοτεχνία που απασχολούσε αρκετά εργατικά χέρια, ιδιαίτερα την εποχή που γινόταν η συγκομιδή των λαχανικών.
Στον μεγάλο κήπο με τα οπωροφόρα δέντρα (βερικοκιές, τζανεριές, αχλαδιές) ήταν το εξοχικό κέντρο του Σμυρνιού Αντώνη Σαρίκα.
Ο Αντώνης ήταν γνωστός με το πρώτο μαγαζί στην οδό Κρήτης 41, δίπλα από το φαρμακείο του Νησιώτη, που το δούλευε τον χειμώνα. Το 1946, σε δύσκολες εποχές, είχε καταφέρει να έχει ορχήστρα και έφερνε μεγάλα ονόματα, όπως ο Τσιτσάνης, η Μαρίκα Νίνου, ο Μπάμπης Μπακάλης και άλλοι. Έπειτα πήγε στο στρατόπεδο απέναντι, αλλά και κει αναγκάστηκε να φύγει γιατί με τη μουσική ξεσήκωνε και ενοχλούσε τους φαντάρους. Καλός επαγγελματίας και έξυπνος, αναζητούσε τρόπους να βελτιώσει τη ζωή της πολυμελούς οικογένειάς του. 7 αγόρια του είχε χαρίσει η Κυβέλη που τα μάζευε γύρω του σαν τα κλωσόπουλα.
Στο κέντρο αυτό της Αναπαύσεως κατέβαιναν με 5-6 σκαλάκια στην αυλή και στην είσοδο είχε μεγάλη πινακίδα με την επιγραφή «Γκιουλ Μπαξές», δηλαδή ωραίος κήπος. Το κέντρο δούλεψε από το 1950 μέχρι το 1952, και μετά ο Αντώνης έφυγε για την Αγχίαλο, επειδή τότε γινόταν το αεροδρόμιο και είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος και ιδιαίτερα Αμερικανοί, οπότε θα είχε σίγουρη δουλειά.
Παίρνοντας καθίσματα από τον Πέτρο Τσουμαλή και από άλλα μικρότερα καφενεία, τους καλοκαιρινούς ιδιαίτερα μήνες, γιατί είχε μεγάλο χώρο 4.000 τ. μ. και ανοιχτάδα έδινε άλλη ζωή στον συνοικισμό της Νέας Ιωνίας. Φωτάκια κίτρινα και κόκκινα στόλιζαν τα δέντρα.
Και από κάτω είχε πολλά τραπεζάκια, μια τσιμεντένια πίστα στη μέση, όπου χόρευαν οι θαμώνες, δεξιά ένα πρόχειρο ξύλινο πάλκο για τους τραγουδιστές και τα συγκροτήματα και ανατολικά στο παλιό κτίσμα στεγαζόταν η κουζίνα του κέντρου που την υπηρετούσε η γυναίκα του η Φωκιανή Κυβέλη Καράβα. Πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες φιλοξενήθηκαν στο πάλκο του και τραγούδησαν μεγάλες επιτυχίες της εποχής. Ο Οδυσσέας Μοσχονάς, η εβραία Στέλλα Χασκίρ με την ξεχωριστή φωνή της, που «έφυγε» νωρίς και ο Μπάμπης Μπακάλης ήταν από τα πιο γνωστά ονόματα που χάρισαν στους κατοίκους κέφι και χαρά.

Στην αυλή του Βασιλούδη

Χαρακτηριστικό ήταν το τραγούδι που τραγουδούσαν «Τάκα τάκα τάκα τάκα να χτυπούν τα τακουνάκια στου Σαρίκα τα πλακάκια».
Ήταν τόση η προσέλευση από τη Νέα Ιωνία και τον Βόλο που το λεωφορείο της γραμμής 2, δεν ανέβαινε την Αναπαύσεως, τα βραδινά δρομολόγια, για 18 ολόκληρες μέρες και η «γαλαρία» η φτωχολογιά που βρίσκονταν απέξω και άκουγε τα τραγούδια έφτανε μέχρι πάνω στο γερμανικό νεκροταφείο.
Μεγάλης ηλικίας παλιοί κάτοικοι της γειτονιάς θυμόντουσταν ακόμη το πέρασμα του «Ντούο Χάρμα» που ξεσήκωσε τη Νέα Ιωνία.
Επιπλέον κάθε Κυριακή βράδυ διεξαγόταν διαγωνισμός παιδικών ταλέντων με διάφορα βραβεία και το γλέντι κρατούσε ώς πολύ αργά το βράδυ. Το οικόπεδο ήταν φραγμένο με συρματόπλεγμα και τελείωνε στην άκρη του ποταμού, του οποίου η επιφάνεια ήταν χαμηλή.
Τα νερά από τα δύο νεκροταφεία κατέβαιναν με τις βροχές, σχημάτιζαν αυλάκι στον χωμάτινο ασχημάτιστο δρόμο και χύνονταν στο ποτάμι που δεν είχε όχθη και δεχόταν «αδιαμαρτύρητα» ό,τι ερχόταν από ψηλά.
Ανεβαίνοντας την ποταμιά αριστερά ήταν μια μεγάλη καρυδιά και σε κείνο το ύψος υπήρχε ένα τσιμεντένιο ανάχωμα μισού μέτρου από το οποίο χύνονταν τα νερά που κατέβαιναν από το Πήλιο.
Σε κείνο το σημείο πήγαιναν οι γυναίκες της γειτονιάς μας, όταν μάζευαν τα χειμωνιάτικα στρωσίδια, διάλεγαν πέτρινα βαθουλώματα με καθαρό νερό ή έφτιαχναν μόνες τους με πλάκες και κει μέσα έπλεναν χοντρά ρούχα, σκεπάσματα και στρωσίδια χτυπώντας τα με τον κόπανο, το χοντρό βαρύ ξύλο που έμοιαζε με το ρόπαλο του Ηρακλή. Τα χτυπούσαν, τα ανασήκωναν, τα δίπλωναν τα ξανακτυπούσαν και με τη ροή του νερού και την ευεργετική του ιδιότητα τα ρούχα καθάριζαν και τα μάλλινα έλαμπαν. Κελαρυστό ήταν το τραγούδι τους, σαν το καθαρό νερό που κυλούσε με τα χάχανά τους. Μιλούσαν για τα οικογενειακά τους, για τα πολιτικά δρώμενα ψιθύριζαν ονόματα και από καμιά φορά έριχναν ματιές στα μικρά παιδιά τους που πλατσανούσαν πατώντας πάνω στις πλακερές πέτρες περνώντας στην απέναντι όχθη και φωνάζοντας «νικήσαμε».
Έπειτα άπλωναν τα ρούχα στους φράκτες των παρακείμενων κήπων να στεγνώσουν μέχρι να πλυθούν όλων των γυναικών και μετά έπαιρναν την ανηφόρα πρώτα τα παιδιά βρεγμένα, κατάκοπα και φορτωμένα, αλλά χαρούμενα και ακολουθούσαν οι γυναίκες με τις καλαθούνες στα χέρια και στους ώμους, ιδρωμένες, κουρασμένες χωρίς διαμαρτυρία για τη ζωή τους.
Κάτω από το σχολείο, το 1962 περίπου κτίστηκε και λειτούργησε με την επωνυμία «ΝΕΑ ΑΡΓΩ», ένα από τα θερινά σινεμά της Νέας Ιωνίας. Τη διαχείριση και εκμετάλλευση της ΝΕΑΣ και παλιάς ΑΡΓΟΥΣ, καθώς και της ΦΡΥΝΗΣ την είχε ο Κώστας Ζάχαρης, ο μπάρμπα Κώστας.
Για να λειτουργούν η ΝΕΑ ΑΡΓΩ και η ΦΡΥΝΗ μόλις γινόταν το πρώτο διάλειμμα έστελνε έναν πιτσιρικά που δούλευε εκεί ως συνεπιβάτη στο μηχανάκι που οδηγούσε άλλος μεγαλύτερος, να κρατάει την ταινία. Έτσι σχεδόν με καθυστέρηση μιας ώρας παιζόταν το ίδιο έργο.
Η τσιμεντένια τεράστια οθόνη βρισκόταν στη δυτική πλευρά και η είσοδος στην αρχή της βόρειας. Στο πλάι ήταν δυο βιτρίνες με φωτογραφίες από τα έργα «ΠΡΟΣΕΧΩΣ» και το έργο της ημέρας.
Μια μεγάλη πράσινη σιδερένια πόρτα άνοιγε πριν αρχίσει η πρώτη παράσταση και ένας υπάλληλος έπαιρνε τα εισιτήρια των θεατών. Οι καρέκλες ήταν μεταλλικές πράσινες και στο δάπεδο υπήρχε στρωμένο χαλίκι. Πίσω, στην ανατολική πλευρά, ήταν ο εξώστης, το «θεωρείο», στο οποίο κάποιες φορές το εισιτήριο ήταν πιο φτηνό.
Εκεί υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι όπου ο τεχνικός είχε τα μηχανήματα και έβαζε τις ταινίες. Στα διαλείμματα νεαρά παιδιά, με ένα κασελάκι κρεμασμένο στον λαιμό πουλούσαν ξηρούς καρπούς και αναψυκτικά φωνάζοντας «πασατέμπο, φυστίκια, στραγάλια, λεμονάδες, πορτοκαλάδες, μπυράλ» και γύριζαν στους διαδρόμους να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους, να βοηθήσουν την οικογένειά τους.

Φωτογραφία από τον Κραυσίδωνα, όπου έπλεναν τα ρούχα

Η ΑΡΓΩ ήταν ένα από τα προσιτά καλοκαιρινά θεάματα και αποτελούσε τη διασκέδαση της φτωχολογιάς που έβλεπε Ξανθόπουλο, Βούρτση, Γεωργία Βασιλειάδου, Μίμη Φωτόπουλο, Κώστα Χατζηχρήστο, Κ. Πρέκα και ινδικές ταινίες με τη Ναργκίς. Το εισιτήριο ήταν φτηνό, αλλά τις μέρες του παζαριού, τον Αύγουστο, που κατέβαιναν οι άνθρωποι των χωριών του Πηλίου και του κάμπου η τιμή κατέβαινε στα 50 λεπτά… Ολόκληρες οικογένειες πήγαιναν να παρακολουθήσουν τα έργα α’ και β’ προβολής, με παιδιά, εγγόνια και φίλους.
Αμέτρητες φορές, καθισμένοι στις τελευταίες θέσεις, σκεπασμένοι με… κουβέρτες, με σύνθημα «φράγκο και παλτό όλοι στην ΑΡΓΩ» απολαμβάναμε οι πιτσιρικάδες τον παραμυθένιο κόσμο του σινεμά, τον «επαναστάτη ποπολάρο», «το πέτρινο λουλούδι», διώχνοντας τις σκέψεις του άγνωστου αύριο. Πολλές φορές παρακολουθούσαμε ακόμη και όρθιοι στους διαδρόμους την αγαπημένη μας ταινία, ελλείψει κενής θέσης.
Κάποια χρονιά, ίσως το 1963, ήρθε στην Αργώ ο Θοδωράκης με τον Μπιθικώτση και τον Πουλόπουλο και έδωσαν συναυλία στην ασφυκτικά γεμάτη αυλή της και στο πλήθος που άκουγε μαγεμένο μέχρι πάνω στο νεκροταφείο τα απαγορευμένα τραγούδια της εποχής.
Απέναντι στον δρόμο της οθόνης ήταν το μικρό ψιλικατζίδικο της Ματούλας Αλεξάνδρου που εφοδίαζε τους θεατές μικρούς και μεγάλους.
Η ύπαρξη της Αργώς κράτησε ζωντανή τη συνοικία και τον συνοικισμό. Το τελευταίο καλοκαίρι που λειτούργησε ήταν του 1974-75. Το 1988 ο χώρος της σκηνής γκρεμίστηκε, αλλά έμενε το άλλο μέρος ώς το 2001. Ύστερα πάνω της κτίστηκαν οι δυο νέες πολυκατοικίες και ο χώρος έχασε τη γραφικότητά του. Τίποτα δεν έμεινε από κείνη την παλιά εποχή της δεκαετίας του 1960. Η παρουσία της σφράγισε το πολιτιστικό τοπίο της εποχής και της πόλης.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Τρ. Σκαλίδη, Λ. Καϊκλή, Βαγ. Σαρίκα, Δ. Αναστασιάδη, «Από τον παππού στον εγγονό», Volos wordrpess.gr.
Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το