Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Απέναντι από το σχολείο εκεί που ήταν χωράφια, εκείνη την περίοδο κτίστηκε μια καινούρια οικοδομή ισόγεια με μαγαζιά, που ανήκαν στον θείο του Γιώργου Καλογήρου, Βασίλη Μπανταβάσο. Χρόνια έλειπε στην Αφρική, γεροντοπαλίκαρο και σαν γύρισε επένδυσε τα χρήματά του στο να φτιάξει τα μαγαζιά και το σπίτι. Στο μαγαζί της πρόσοψης έγινε μανάβικο που το είχε ο Μήτσος με τη γυναίκα του την Κομνιανή, που η γειτονιά τη φώναζε Κομνιά. Μικρό ήταν, αλλά στα ράφια του είχε όλα τα ζαρζαβατικά σε κασάκια βολεμένα με σειρά και ο χώρος έλαμπε από καθαριότητα, αλλά και από το χαμόγελο της Κομνιάς. Στο πλαϊνό μεγάλο μαγαζί, που έβλεπε προς το σχολείο είχε εγκατασταθεί η νεοσύστατη φιλαρμονική του Δήμου Νέας Ιωνίας με δάσκαλο τον Ανδρέου (δεν θυμάμαι το όνομά του γιατί τον φωνάζαμε δάσκαλο). Από το πρωί ώς το βράδυ οι μαθητές, ανάλογα με τα ωράρια της εργασίας τους, έπαιζαν μουσική και ασκούνταν στα τραγούδια που είχαν δοθεί από τον δάσκαλο. Τα τζάμια ήταν βαμμένα με άσπρο χρώμα μέχρις ενός σημείου για να μη βλέπουν έξω οι μαθητές και αποσυντονίζονται, αλλά και για να μη βλέπουν οι έξω μέσα. Πολλές φορές τα απογεύματα βάζαμε σκαμνάκια να ανεβούμε για να δούμε τα παιδιά από τα τζάμια. Η φιλαρμονική τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές συνόδευαν διάφορες εκδηλώσεις ή γύριζαν στους κεντρικούς δρόμους παίζοντας εμβατήρια, ντυμένοι με τις μπλε στολές με τα κόκκινα και τα χρυσά σιρίτια. Τότε η Νέα Ιωνία άλλαζε διάθεση και χρώμα, άλλαζε όψη και ανανεωνόταν στα μάτια όλων των κατοίκων.
Όλο αυτό το πανηγύρι της γειτονιάς κράτησε περίπου δυο-τρία χρόνια και μετά η συνοικία μας έμενε να περιμένει τα χαρμόσυνα κορναρίσματα των αμαξών και των λίγων αυτοκινήτων που συνόδευαν τις νύφες στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και της Ευαγγελίστριας και τον χαρακτηριστικό ήχο της καραμούζας της άσπρης άμαξας της νεκροφόρας, τον θόρυβο και το κλάμα των ανθρώπων από τις κηδείες που ανεβοκατέβαιναν καθημερινά τον δρόμο της Αναπαύσεως.

Τάσος Κρούσος στους δρόμους της Νέας Ιωνίας

Παραπέρα από το μανάβικο υπήρχαν χωράφια και μετά ήταν το εμπορικό κατάστημα του Αναστασίου Κρούσου. Αγωνιστής της ζωής ο Τάσος, ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του Μπουτζαλιώτη Όμηρου και της Δήμητρας Ιωαννίδου που το 1927 εγκαταστάθηκαν στα «Γερμανικά». Από το 1950, όταν ο πατέρας του αρρώστησε βγήκε στη «γύρα» και πουλούσε λάστιχα κρεμασμένα από τον λαιμό, παραμάνες, φουρκέτες, καρφίτσες και από το 1951, στο καροτσάκι που έβαζε η μητέρα του την αδελφή του Ελευθερία, προσθέτοντας ένα χαρτονέ τελάρο και ένα πηχάκι για να μην πέφτουν τα εμπορεύματα, αγόρασε υλικά από το κατάστημα του Τσιμπλούλη-Ζιώγα, και άρχισε να τριγυρίζει στους δρόμους.
Γύριζε στις γειτονιές της Νέας Ιωνίας, στον προσφυγικό συνοικισμό, στα Επτά Πλατάνια, στο Καπακλί, όπου γνώριζε και όπου μπορούσε να διαλαλήσει το εμπόρευμά του. Κάθε μέρα πήγαινε σε μια συνοικία και περπατούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Το 1953 αγόρασε από έναν γέροντα, που πουλούσε φιστίκια, το καροτσάκι και έβαλε πάνω μουλινέδες, μασουράκια, καλτσονήματα, κάλτσες και εσώρουχα. Οι εισπράξεις ήταν πενιχρές και ο χειμώνας του 1954 ήταν δύσκολος. Το συχνό πυκνό χιόνι, το κρύο και οι πλημμύρες τον εμπόδιζαν να κυκλοφορήσει ακόμη και στους μεγάλους δρόμους. Δύσκολοι καιροί…
Το Πάσχα εκείνης της χρονιάς δεν μπόρεσε να αγοράσει ούτε αρνί για την οικογένεια. Το 1955 αναβάθμισε το μεταφορικό του μέσο. Αγόρασε ένα γαϊδουράκι με 500 δραχμές και ένα καρότσι άλλες 1500 δραχμές, έβαλε μέσα την πραμάτεια του και βγήκε πάλι στους δρόμους. Ο αγώνας του ήταν μεγάλος γιατί υπήρχε πολλή φτώχεια, ο κόσμος κοιτούσε να ζήσει ωστόσο κάποια χρήματα μάζευε από τις νοικοκυρές που ψώνιζαν.
Ώσπου με τις οικονομίες του, το 1958, έκανε το πρώτο βήμα και έκτισε ένα ισόγειο μαγαζί, το οποίο νοίκιασε και έγινε κομμωτήριο.
Αυτός γύριζε με το καροτσάκι του. Οι πελάτισσες τον προτιμούσαν γιατί ήταν νεαρό παιδί, πρόσχαρο, ευγενικό, περιποιητικό με όλες, ακόμη και με τις πιο δύσκολες και ιδιότροπες, τους έδινε ό,τι ζητούσαν, δεν τις εξαπατούσε και πολλές φορές τους έδινε και τη γνώμη του για τα εργόχειρά τους. Αγόραζαν συνήθως καλτσόνημα για δαντέλα, κορδέλες, καρικώματα, κάλτσες, λάστιχα.

Το εμπόρευμα, τους το έδινε με δόσεις. Είχε ένα μεγάλο βιβλίο, το «τεφτέρι», το πελατολόγιο, στο οποίο είχε γραμμένα τα ονόματα των πελατών κατά συνοικίες. Για όσες πελάτισσες δεν θυμόταν το όνομά τους, τις έγραφε με το παρατσούκλι τους ή με ό,τι χαρακτηριστικό είχαν (ψηλή, αδύνατη, στραβομύτα…).
Τα μεσημέρια, που γύριζε αποκαμωμένος από το περπάτημα μέσα στον ήλιο, ο μπαρμπα-Κυριάκος τον περίμενε, στο στενό της Ευαγγελίστριας, να του δώσει δυο τρία γαυράκια τηγανισμένα με ψωμί και κρύο νερό, βάλσαμο στην ψυχή του, έκφραση αγάπης και ανθρωπιάς.
Τον χειμώνα τα πράγματα ήταν δυσκολότερα γιατί δρόμοι δεν υπήρχαν στη Νέα Ιωνία, ήταν χωμάτινοι και οι ρόδες κολλούσαν στο χώμα και εκείνος ήταν υποχρεωμένος να τις ξεκολλήσει με οποιονδήποτε τρόπο.
Το 1959, ενώ υπηρετούσε δεν σταμάτησε το εμπόριο.
Τα Σαββατοκύριακα ερχόταν στον Βόλο και με μια βαλίτσα πάνω σε ένα ποδήλατο τριγύριζε τις γειτονιές και δήλωνε την παρουσία του. Μόλις απολύθηκε, το 1961, πήγε σε μερικούς επώνυμους εμπόρους του Βόλου και της Νέας Ιωνίας, στην Ερμού και στο «φαρδύ», στον Μωραϊτόπουλο, στον Ευτυχίδη, στον Πασχάλη (Παράσχο) Καραθανασόπουλο και πήρε εμπόρευμα «επί πιστώσει». Ήταν πλέον έτοιμος να νοικοκυρευτεί και να κάνει οικογένεια. Στις 17 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκε την Ελισάβετ (Βέτα) Φωτίου και απόκτησε τον Όμηρο και τη Μαρία. Την επόμενη χρονιά, τον Ιούνιο του 1962 άνοιξε το μαγαζί της οδού Αναπαύσεως. Τα ράφια του ήταν γεμάτα από καλλυντικά, κολόνιες σε μεγάλα γυάλινα βάζα σα βαρελάκια με μεταλλικό στόμιο. Πούδρα Tokalon σε σκόνη, κρέμες Αστεριάδη, Ζυγοπούλου από τη Λάρισα, Tokalon, κραγιόν Nelson, όζα μανό χύμα και άλλα.
Δίπλα ήταν πουκάμισα και κουτιά με κάλτσες στα χαμηλά ράφια. Παραδίπλα τα υφάσματα, μονόχρωμα και εμπριμέ, που γέμιζαν τα ράφια από πάνω μέχρι κάτω. Αργότερα έφερε παντελόνια, σακάκια και παιδικά ρούχα. Τα γυαλικά, τα φωτιστικά ήταν στον απέναντι τοίχο και πίσω ήταν οι φιάλες με το υγραέριο. Σ’ αυτό το μαγαζί στέγασε τα μεγάλα του όνειρα και τις μικρές του επιθυμίες.
Η χρονιά του 1962 ήταν η περίοδος που κάποιες εταιρείες εμφάνισαν δειλά-δειλά τα πρώτα καλτσόν Madison και Berksire, τις ανδρικές κάλτσες Πουρνάρα και Δαρζέντα από την Αθήνα με τα οποία δούλευε καλά.
Από το 1968 ο Τάσος εμπορευόταν μόνο με τα υφάσματα, τα νήματα, τα μαλλιά, τις κάλτσες, τις κουρτίνες και τα ρούχα. Η δουλειά του πήγαινε καλά. Ο σεβασμός στους πελάτες, ο καλός του λόγος, τον έκαναν γνωστό στην κοινωνία της Νέας Ιωνίας.

Αναπαύσεως 1957

Δίπλα από το εμπορικό ήταν αρχικά ένα οικόπεδο μεγάλο μέχρι τη γωνία της Δορυλαίου, με ένα μικρό σπιτάκι στο οποίο συγκεντρώνονταν παλαιότερα η νεολαία του Μεταξά με τα άσπρα και μπλε ρούχα τους, τα πατριωτικά τραγούδια και τις γαλανόλευκες σημαίες. Μετά το πήρε ο στρατός και το έκανε αποθήκη με άχυρα ενώ στην αυλή του εκπαίδευε στρατιώτες. Ακριβώς απέναντι στην ίδια σειρά, εκεί στο βενζινάδικο του Κόπανου, ήταν το ποδηλατάδικο των αδελφών Καλογήρου. Τρία ήταν τα αδέλφια, ο Τάκης που φορούσε γυαλιά, ο Νίκος και ο Σπύρος. Πιο πολύ γνωρίζαμε τον Τάκη. Αυτός πηγαινοερχόταν μέσα-έξω στη βεράντα του παλιού σπιτιού που ήταν στοιβαγμένα τα ποδήλατα και μας νοίκιαζε 50 λεπτά για 1 ώρα και εμείς πιτσιρίκια προσπαθούσαμε να μάθουμε βοηθώντας ο ένας τον άλλον πίσω στην αλάνα, πέφτοντας συχνά σε λιωμένο ασβέστη κάποιας καινούριας οικοδομής και γυρνώντας με τα κλάματα για το σχισμένο και λερωμένο φουστάνι μας. Υποσχόμασταν την επόμενη να είμαστε προσεκτικοί, αλλά πάντα κάτι μας συνέβαινε και οι μικρότεροι είχαμε ατυχήματα από τις ακτίνες της ρόδας και τα πηδάλια. Τα κοτέτσια και οι κήποι χάλασαν και στη θέση τους άρχισαν να ορθώνονται οι πρώτες οικοδομές. Η γειτονιά άλλαξε, γέμισε κίνηση. Εμείς όμως συνεχίζαμε να νοικιάζουμε ποδήλατα και να χανόμαστε στους έρημους από αυτοκίνητα και χωμάτινους δρόμους του «συνοικισμού». Ήταν από τις «φθηνές» μας απολαύσεις και τις λίγες.
Δίπλα ήταν το τσιπουράδικο του Παρασκευά, μικρό μαγαζάκι που μάζευε τους εργάτες της θάλασσας, τους Εγγλεζονησιώτες κυρίως.
Έβγαζε έξω δυο-τρία τραπεζάκια στο χωμάτινο πεζοδρόμιο και οι θαλασσινοί του μεζέδες καλομαγειρεμένοι μοσχοβολούσαν κάθε φορά που περνούσαμε απέξω. Άπλωνε τα χταπόδια έξω από το μαγαζί του σε ένα σχοινί να λιαστούν και κυνηγούσε τις γάτες της γειτονιάς.
Λίγο πιο κάτω ήταν το μαγαζάκι του «Μάμουνα». Νικολός ήταν το επίθετο του καλοσυνάτου και ήρεμου εκείνου ανθρώπου που εμείς του δώσαμε αυτό το παρατσούκλι. Κοντούλης, χαμογελαστός με το χιτλερικό μουστακάκι του είχε καταφέρει μέσα σε λίγα τετραγωνικά να βολέψει τα πάντα: Ζαχαρωτά, τετράδια, μολύβια, ξηρούς καρπούς, παιχνιδάκια, ξύλινες σβούρες, χάρτινα αγγελάκια, κλωστές και περιοδικά.
Ακριβώς στη γωνία, στο σημερινό κατάστημα ΠΡΟΠΟ, ήταν το γαλατάδικο του Ιωάννου. Απλό μαγαζί, όλη μέρα ανοικτό, είχε έναν ξύλινο πάγκο με γκιούμια, πήλινα με γιαούρτια, τυριά και τα πρωινά μοίραζε γάλα με τη μόστρα γυρνώντας τις γειτονιές. Αργότερα στολίστηκε το πεζοδρόμιο με το περίπτερο του Χρήστου.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Αγγέλας Γιουρέλη, Τάσου Κρούσου, Λίτσας Καϊκλή.
Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το