Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της
ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Απέναντι ακριβώς από το σπίτι μου, εκεί στο Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων και το νηπιαγωγείο του άλλοτε 15ου δημοτικού σχολείου, ήταν το γερμανικό νεκροταφείο. Μεγάλη και άγνωστη σχεδόν σε όλους η ιστορία του. Η περιοχή του νεκροταφείου μέχρι τη γέφυρα του Μουρτζούκου ανήκε στον μεγαλοκτηματία Στέφανο Παπαθανασίου, ο οποίος ατύπως παραχώρησε ένα μέρος από παλιά, από το 1882, τότε που ιδρύθηκε και η οικογένεια με τη δωρεά αυτή απόκτησε οικογενειακό τάφο.
Το 1916 ο χώρος του δημοτικού σχολείου πουλήθηκε στον ναό των Ταξιαρχών, αλλά μετά μερικά χρόνια το 1923 η έκταση επεστράφη στην οικογένεια από τον Γεώργιο Μαρνελόπουλο.
Η αλάνα αξιοποιήθηκε από τη νεολαία της ΕΟΝ του Μεταξά και τις Κυριακές συγκεντρώνονταν μέλη της και φύτευαν λουλούδια για να καλλωπίσουν τον χώρο.
Το 1940, πριν μπουν οι Γερμανοί, οι Ιταλοί έριξαν τις πρώτες βόμβες στον Βόλο. Η μία έπεσε στο πηγάδι, έξω από την είσοδο του νεκροταφείου, η άλλη στη γωνία στα φανάρια και άλλες δυο στη σημερινή αυλή του σχολείου, χωρίς – ευτυχώς – να σκάσει καμία.

Χώρος άσκησης στρατιωτών

Έπειτα έγινε το γερμανικό νεκροταφείο. Το 1942 ο χώρος καταλήφθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι τον χρησιμοποίησαν για να θάβουν τους νεκρούς τους σε ξεχωριστό μέρος και όχι μέσα στο νεκροταφείο της πόλης του Βόλου. Κάποιες μαρτυρίες ανέφεραν ότι ο χώρος χρησιμοποιούνταν για την ταφή ιδιαίτερων προσώπων και ανωτέρων αξιωματικών. Χαρακτηριστικά ο Αντώνης Αντωνίου, παλιός γείτονας, έλεγε το εξής γεγονός σχετικά με το άνοιγμα των τάφων και την ταφή των Γερμανών.
Ένα κυριακάτικο πρωινό, καλοκαίρι του 1943, Γερμανοί συγκέντρωσαν από την παραλία και από άλλες συνοικίες, γύρω στα 15 άτομα, τα οποία έφεραν στο γερμανικό νεκροταφείο. Όλοι οι συγκεντρωμένοι σκέφτηκαν πως πλησιάζει το τέλος τους και πρόκειται να τους εκτελέσουν στον τύμβο που έγραφε 1939, χρονολογία ίδρυσης του Γ’ Ράιχ.
Όμως τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Οι Γερμανοί τους διέταξαν να σκάψουν και να ανοίξουν τάφους. Οι όμηροι χρησιμοποιήθηκαν κατά ζεύγη. Στον έναν έδωσαν τον κασμά και στον άλλον το φτυάρι ώστε να συνεργάζονται και να τελειώσουν γρήγορα. Έσκαβαν από τις 9 το πρωί ώς τις 4 το απόγευμα. Ο ιδρώτας τους περιέλουζε από τη ζέστη, την κούραση και την αγωνία των επόμενων στιγμών. Μόλις τελείωσαν, τους συγκέντρωσαν όλους μαζί και ενώ περίμεναν τη «χαριστική βολή», οι Γερμανοί τους έδωσαν από ένα τσιγάρο και ένα ποτήρι νερό και τους άφησαν να φύγουν ελεύθερους.

Περίβολος του γερμανικού νεκροταφείου

Έπειτα ξέθαψαν τους νεκρούς τους από το νεκροταφείο, οι περισσότεροι των οποίων ήταν άλιωτοι, έριξαν επάνω τους μια άσπρη σκόνη για να μη μυρίζουν και τους έθαψαν στον δικό τους χώρο. Άλλες μαρτυρίες ανέφεραν ότι έκαψαν τα πτώματα, τοποθέτησαν τη στάχτη στις τεφροδόχους μέσα σε κάποιους τάφους.
Το γερμανικό νεκροταφείο ήταν ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο οικόπεδο, στην ανατολική πλευρά του οποίου υπήρχε ο τύμβος: Ένας τοίχος ύψους περίπου 3 μέτρων ντυμένος με μαρμάρινες παραλληλόγραμμες πλάκες, μεγάλων διαστάσεων, ένωνε δυο τετράγωνους πεσσούς.
Στη μέση ήταν ένθετος αγκιλωτός σταυρός του Γ’ Ράιχ από σκούρο μάρμαρο. Αριστερά ήταν οι αριθμοί 19 και δεξιά 39, δηλαδή η χρονολογία 1939, τότε που ιδρύθηκε το Γ’ Ράιχ. Τρία μαρμάρινα σκαλοπάτια (αναβαθμίδες) διαστάσεων περίπου μισού μέτρου οδηγούσαν στον τύμβο. Στο πάνω μέρος του, στο ταρατσάκι, ήταν ένα οπλοπολυβόλο, απομεινάρι της γερμανικής Κατοχής, που μας προκαλούσε φόβο και δέος.
Πίσω από τον τύμβο υπήρχε μεγάλη βαρέλα – δεξαμενή που συγκέντρωνε νερό για τις ανάγκες του νεκροταφείου.

Στα σκαλοπάτια και στον γύρω χώρο φύτρωναν μόνα τους κάποια λουλούδια, από κείνα που είχαν πάρει οι Γερμανοί από τις γειτονιές της Νέας Ιωνίας όταν είχαν τους νεκρούς τους.
Θυμάμαι πως τα ποτίζαμε και τα φροντίζαμε όλα τα παιδιά, αφού αποτελούσαν μέρος του παιχνιδιού μας. Οι τάφοι ήταν σε 16 σειρές, κάθε σειρά είχε 13 τάφους και η 16η είχε 8.
Όλα τα μάρμαρα, τα είχαν πάρει οι Γερμανοί από το νταμάρι του παππού Αναστάση, στο Κουφόβουνο, χωρίς την άδειά του. Η είσοδος ήταν στη δυτική πλευρά. Ο πέτρινος περίβολός του είχε χαλάσει σε μερικά σημεία, αλλά οι τετράγωνοι πεσσοί ήταν ανέπαφοι και καθισμένα πάνω τους τα πιτσιρίκια ονειρευόμασταν το αύριο.
Είχε μια χαμηλή σιδερένια πόρτα, που έτριζε χαρακτηριστικά όταν την ανοίγαμε για να μπούμε μέσα και να παίξουμε. Ο χωμάτινος δρόμος της Αναπαύσεως είχε μόνο μαρμάρινα ρείθρα και μάλλον είχε υπερυψωθεί. Έτσι, έπρεπε να κατεβούμε μια κατηφόρα γεμάτη πικραγγουριές και κάπαρη για να φτάσουμε στην είσοδο.
Μέχρι το 1956 το «γερμανικό» ήταν τόπος συγκέντρωσης και παιχνιδιού των παιδιών της γειτονιάς, αλλά και των άλλων, μικρών και μεγάλων, που ερχόντουσταν από την Ευαγγελίστρια και κάτω από το ποτάμι, τον Βόλο. Ο χώρος, ήταν το καλύτερο κρησφύγετο στο κρυφτό, αλλά και κατάλληλος για τα απλά ομαδικά μας παιχνίδια.
Έξω από τον πέτρινο περίβολο οι στρατιώτες έκαναν ασκήσεις και κουβαλούσαν καμιόνια και φορτηγά, αφού ο χώρος τους επέτρεπε για κάτι τέτοιο. Συχνά στρατοπέδευαν για γυμνάσια και μάλιστα είχαν γράψει με πέτρες τη χρονολογία 1947.

Σκηνές κάτω από το γερμανικό

Σ’ αυτόν τον χώρο, στην περίοδο των σεισμών του 1954, στήθηκαν οι πρώτες σκηνές από τους στρατιώτες του στρατοπέδου για τους σεισμόπληκτους. Σαν όνειρο ήταν η διαμονή μας εκεί μαζί με άλλες οικογένειες. Μείναμε όμως λίγο γιατί ο ετεροθαλής αδελφός του πατέρα μου Δημήτριος Δεληκούρας ήταν οικοδόμος και μαζί με τον πατέρα μου άρχισαν αμέσως την επισκευή και μετά λίγο καιρό την ανοικοδόμηση μιας καινούριας πτέρυγας του σπιτιού μας.
Ανοικοδόμηση όμως έγινε και στον χώρο του γερμανικού. Οι εργασίες για τη θεμελίωση της πρώτης πτέρυγας του κτιριακού συγκροτήματος στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1956, ενώ της δεύτερης πτέρυγας λίγο αργότερα. Το 1957 κτίστηκαν οι επαγγελματικές σχολές της Λέρου και εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι μαθητές της σχολής. Αποκλειστικός τους σκοπός είναι η εκμάθηση επαγγελμάτων, για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση του σεισμόπληκτου τότε Βόλου.
Στα παιχνίδια μας βρήκαμε και άλλη παρέα.

Παιδιά, κυρίως ορφανά, από όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα από τη Μακεδονία, στις ελεύθερες ώρες τους αποζητούσαν την παρέα μας που περνούσαμε τα σύρματα και κουβαλούσαμε πάντα κάτι να τους δώσουμε από το υστέρημα το δικό μας ή της οικογένειάς μας. Δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Τους ακούγαμε να μαθαίνουν μουσικά όργανα, να μαθαίνουν ποιήματα για εκδηλώσεις, να διαβάζουν βιβλία και μας έκαναν και τους έξυπνους. Εμείς δεν είχαμε βιβλία και εγκυκλοπαίδειες, αργότερα έγινε η Βασιλική Πρόνοια «Βασιλεύς Παύλος» που «άνοιξε τα μάτια» των παιδιών του συνοικισμού, βοήθησε και στήριξε όσους αγαπούσαν τα γράμματα. Κάποιοι από τα αγόρια που έβλεπαν τους μαθητές της σχολής με τους εκπαιδευτές τους να κατασκευάζουν τοίχους και να φτιάχνουν κουφώματα στην αυλή, τους ζήλευαν και έλεγαν πως όταν μεγαλώσουν θα γίνουν και αυτοί οικοδόμοι και μαραγκοί.
Κάθε πρωί ακουγόταν το εγερτήριο με τη σάλπιγγα να ξεσηκώνει όλη τη Νέα Ιωνία. «Πρίμο-σεγόντο» έκανε με τη σάλπιγγα του στρατοπέδου παραπέρα. Μόλις ξημέρωνε κανείς δεν κοιμόταν. Εργάτες, υπάλληλοι, μαθητές, όλοι ο καθένας στη δουλειά του και στις υποχρεώσεις του.
Οι μαθητές, ιδιαίτερα της Νέας Ιωνίας, δεν είχαν να πάνε σε φροντιστήρια, ούτε να μάθουν ξένες γλώσσες. Έτσι κέντριζε το ενδιαφέρον τους ό,τι νέο φαινόταν στον εξωτερικό περίγυρο. Στην αυλή της σχολής υπήρχαν δεμένα και δυο σκυλιά που τα περιποιόντουσαν και τα αγαπούσαν οι μαθητές, αλλά και εμείς που θέλαμε να είμαστε φίλοι τους και να μη μας γαυγίζουν, όταν ήταν λυτά.


Το 1958 με ’59 στο υπόλοιπο οικόπεδο του γερμανικού νεκροταφείου στήθηκε ένα ξύλινο παράπηγμα που στέγασε επιτέλους τους πρώτους μαθητές της ενορίας της Αγίας Βαρβάρας, με δάσκαλο τον Νικόλαο Καρβούνη. Κάποια μέρα, τον Μάιο του 1959, πάνω στο παιχνίδι μας στο γερμανικό, είδαμε μια ομάδα Γερμανών να μπαίνει μέσα. Κάποιοι τρόμαξαν και το ’βαλαν στα πόδια, ενώ κάποιο άλλοι έμειναν και σιωπηλοί παρακολουθούσαν τις κινήσεις των επισκεπτών. Ένας έδινε εντολές στους εργάτες να σκάβουν προσεκτικά για να ξεθάψουν τους νεκρούς τους. Για 15 περίπου μέρες είχαμε «εκτοπιστεί» από τον χώρο του παιχνιδιού μας, αλλά τις περισσότερες φορές με παρέα μεγαλύτερους σε ηλικία, συγγενείς και ξένους, παρακολουθούσαμε άφωνοι τη διαδικασία της εκταφής και τον σεβασμό και τις τιμές που απόδωσε το γερμανικό κράτος σ’ αυτούς τους νεκρούς.
Ακούγαμε τους μεγαλύτερους να λένε πως στον κάθε τάφο υπήρχε ένα μπουκάλι μέσα στο οποίο βρισκόταν η ταυτότητα και τα στοιχεία του Γερμανού. Δεν ξέρω πόσο αλήθεια ήταν ότι επειδή δεν ήξεραν την ηλικία τους εξέταζαν τα δόντια του κρανίου. Ίσως το έλεγαν για να μας φοβίζουν. Ύστερα όλα πάλι έγιναν όπως και πριν. Ο χώρος έγινε πάλι δικός μας και για αρκετό διάστημα παίζαμε στον γκρεμισμένο περίβολο και στους ανοιχτούς τάφους.
Μετά την εκταφή των Γερμανών, τον Μάιο του 1959 διεκδικήθηκε ο χώρος από την απόγονο του Αλέξανδρου Παπαθανασίου, Ειρήνη Τσακνάκη, ενώ δόθηκε από τον δήμαρχο Νέας Ιωνίας Απόστολο Βολίδη ένα μέρος για το ίδρυμα και το άλλο για το σχολείο.

Το έργο ανέλαβε ο ταξίαρχος του 726 Τάγματος Κατασκευών Αχιλλέας Παυλίδης και ο χώρος ιστορικής σημασίας και μνήμης καταστράφηκε.
Έναν χρόνο αργότερα, το 1960, λειτούργησε το πρώτο κτίσμα του σχολείου, στο σημερινό νηπιαγωγείο, με πρώτους μαθητές την έκτη τάξη και με διευθυντή τον Γεώργιο Σουλιμιώτη. Ο χώρος άλλαζε, εμείς μεγαλώναμε, στεγαστήκαμε στο σχολείο που φαινόταν πως άνοιγε την αγκαλιά του να μας δεχτεί, ύστερα από τόσες περιπλανήσεις σε διάφορα σχολεία. Οι καθημερινές Οδύσσειες και δοκιμασίες για όλα τα παιδιά της περιοχής σταμάτησαν και γονείς και παιδιά βρήκαμε την ηρεμία ψυχής που αποζητούσαμε.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, «Ιστορίες Ζωής και θανάτου στο νεκροταφείο του Βόλου», τ. Α.
Συνεχίζεται.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το