Πολιτισμός

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας της δεκαετίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ-ΚΥΡΙΤΣΗ

Αυτές τις μέρες, δεν ξέρω γιατί, φούντωσαν οι μνήμες, πλημμύρισαν ζωή, φως, σκοτάδι και γω ξεθώριασα τον θολό, σπασμένο καθρέφτη της παιδικής μνήμης, ανέτρεξα στο παρελθόν γεμάτη έντονα συναισθήματα για να ζωντανέψω εκείνη τη Νέα Ιωνία τη δική μου, των παιδικών μου χρόνων, να δώσω την εικόνα των δρόμων, των σπιτιών που μύριζαν βασιλικό, καρυκεύματα και οικογενειακή αγάπη, των παιδιών που έπαιζαν ανέμελα στις αλάνες με ένα ξεροκόμματο στο χέρι, τους κρύους χειμώνες με τα πολλά χιόνια και τις πλημμύρες που σημάδεψαν την παιδική μου ηλικία.
Η οδός Μαιάνδρου άρχιζε από το νεκροταφείο και τελείωνε στο τέρμα των λεωφορείων της γραμμής 1 στο Κουφόβουνο, κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Δεξιά των οικημάτων του νεκροταφείου ήταν στημένο ένα μαρμάρινο εικονοστάσι με αετωματική επίστεψη, με την εικόνα της Παναγίας εντοιχισμένη στην πρόσοψη, μία μεγάλη εγκοπή από κάτω (να ρίχνουν οι πιστοί τα χρήματα) και τη φράση ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟΥ.
Αριστερά ήταν ένα πηγάδι με περιτοίχισμα κτιστό, σκεπασμένο με τσίγκους και πάνω το μαγγάνι, χωρίς κουβά. Όταν μεγάλωσα έμαθα γιατί ήταν σκεπασμένο το πηγάδι και πόσες εκτελέσεις αθώων ψυχών είχαν γίνει σε κείνο το μέρος.

Ο δρόμος ήταν φαρδύς χωμάτινος, με μαρμάρινα ρείθρα πρόσφατα τοποθετημένα και χωμάτινα μεγάλα πεζοδρόμια, χωρίς δέντρα. Στη γωνία Μαιάνδρου και Αναπαύσεως ήταν το εργαστήριο μαρμάρων και γλυπτικής του Στάθη Σταφυλά. Από το 1945 είχε εγκατασταθεί εκεί και είχε το μαρμαρογλυφείο με κάποιον συνέταιρο τον Λαναρά. Μια μεγάλη ταμπέλα με τίτλο «ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΣΤΟΛΙΔΙ» κρεμόταν στην είσοδο πάνω από την ξύλινη παράγκα, το γραφείο τους, που μου θύμιζε ένα παραμυθένιο έργο που είχα δει κάποιο καλοκαίρι στην «Αργώ». Το 1950 όμως χώρισε με τον συνεταίρο του, πλήρωσε την αξία του οικοπέδου και έβαλε στη δουλειά τα παιδιά του Μένιο, Γιώργο και τον γαμπρό του. Ένα υπόστεγο ήταν σκεπασμένο με τσίγκους και στην αυλή μάρμαρα κάθε μεγέθους, μικρά, μεγάλα ακανόνιστα και εναρμονισμένα πάνω σε γλυπτά που ετοιμάζονταν να στολίσουν στον χώρο του νεκροταφείου κάποιο μνημείο Βολιώτη.

Εκεί από κάτω, με παγερούς χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια δούλευαν από το πρωί ώς το βράδυ, καθημερινές και γιορτές, με ένα πρόσωπο βουτηγμένο στην άσπρη μαρμαρόσκονη και ένα πουκάμισο μισάνοιχτο όντας νέοι και δυνατοί, που δεν υπολόγιζαν τίποτα. Σκυμμένοι πάνω στα μάρμαρα με το επιδέξιο χέρι τους έσπρωχναν το καλέμι τους να ακολουθήσει το ζωγραφισμένο σχέδιο. Δούλευαν και σιγοτραγουδούσαν τα τραγούδια της παρέας που συντρόφευε τον κόσμο και την ψυχή τους.
Ο θείος μου ο Τάκης Δεληκούρας, ετεροθαλής αδελφός του πατέρα μου, με πήγαινε πολλές φορές στο εργαστήριό τους και έβλεπα στα χέρια τους το μάρμαρο να παίρνει ζωή.
Δίπλα τους ήταν το νεόκτιστο σπίτι του Δημόπουλου και στη γωνία, στη σημερινή Νικομηδείας, στο οικόπεδο του Παρασκευά από το 1934, ήταν μια ασβεσταριά ανενεργή των αδελφών Σαμαρά. Είχε δυο-τρία καμίνια και στη γωνία στο πέτρινο στρογγυλό μισογκρεμισμένο κτίσμα με θόλο, που είχε σωλήνα με ύδρευση από την εποχή της εγκατάστασης των Τούρκων, παίζαμε κρυφτό και ακριβώς από κάτω το κτήμα του Γιαννάτου. Ένας μπαξές με όλα τα καλά, και με πολλά λουλούδια που φόρτωνε στο τρίτροχο μεγάλο καρότσι του και συργιάνιζε στις φτωχογειτονιές. Αυτός είχε δυο κοριτσάκια χαρούμενα, ψιλόλιγνα και ντροπαλά, που περνούσα το πρωί και πηγαίναμε μαζί σχολείο. Στη γωνία του άλλου δρόμου, Καισαρείας, έστεκε επιβλητικό το διώροφο κτίσμα του Παναγιώτη Κακουλίδη. Ήταν ένα από τα κέντρα διασκέδασης του προσφυγικού συνοικισμού με τη μεγάλη ταμπέλα στην πρόσοψη και ζωγραφισμένο πάνω έναν μεγάλο άσπρο κρίνο και από κάτω: «ΕΞΟΧΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ Ο ΚΡΙΝΟΣ».

Τα μεγάλα ξύλινα πορτοπαράθυρα έδιναν όγκο, άνοιγαν και δίπλωναν τα καλοκαίρια, ενώ ήταν ερμητικά κλειστά τους βαρείς χειμώνες. Το ξύλινο μεγάφωνο κρεμασμένο στη γωνία του τοίχου της πρόσοψης, ήταν σχεδόν πάντα στη διαπασών τα Σαββατοκύριακα όπου τραγουδούσε η Ντόρα με την ξεχωριστή λαϊκή φωνή της. Η αυλή ήταν στρωμένη με χαλίκια και τραπεζάκια τη στόλιζαν με καρό τραπεζομάντηλα, σκορπισμένα σε διάφορα σημεία κάτω από τις μεγάλες μουριές.
Στον πάνω όροφο καθόταν η κόρη του Παναγιώτη με τον άντρα της Μάκη Κεσεμίδη. Τα καλοκαίρια καθισμένοι στην πίσω μεγάλη βεράντα απολάμβαναν τη δροσιά και τα τραγούδια μέχρι αργά, τραγούδια από γνωστές και άγνωστες τραγουδίστριες και τραγουδιστές που γύριζαν τα εξοχικά κέντρα του Βόλου, παρέα με την πιτσιρικάδα που μαζευόταν παραπίσω στα κάγκελα του σπιτιού. Λειτούργησε ώς το 1970. Ύστερα έγινε ξυλουργείο και μετά άλλαζε πότε τσιπουράδικο, πότε φαγάδικο και σήμερα κατάστημα του ΟΠΑΠ με ΠΡΟ-ΠΟ και διάφορα τυχερά παιχνίδια. Οι χρήσεις του άλλαζαν, αλλά τα δέντρα έμεναν σημείο αναφοράς της ένδοξης εποχής του.
Απέναντι από την πόρτα του γηπέδου, ήταν το καφενείο του πρόσφυγα από το Σεβδίκιοϊ, Θανάση Γιωτάκη, του αριστερού που τον πολεμούσε η ασφάλεια γιατί ήταν σύνδεσμος των ανταρτών και τους βοηθούσε να βγουν στο βουνό.
Παρ’ όλα αυτά οι θαμώνες γέμιζαν το μαγαζάκι και η κυρα-Κωνσταντινιά Δεμεσιώτου, η γυναίκα του με την ανιψιά της έψηναν μοσχομυριστές μπριτζόλες, τηγάνιζαν αυγά με τον δικό τους τρόπο και χόρευαν οι πελάτες κρητικούς χορούς. Δίπλα, στο σημερινό μαρμαράδικο, ήταν τα οικόπεδα της Φίσσαινας (παρατσούκλι), μια δυναμικής γυναίκας, γνωστής στον συνοικισμό.

Πιο πέρα, απέναντι από τις αποθήκες του ΟΣΕ, στη σημερινή οδό Αρνιώτη, στο ψηλό κτίσμα με το κατάστημα ΠΡΟ-ΠΡΟ στο ισόγειο, στεκόταν επιβλητικό το διώροφο πέτρινο σπίτι των αδελφών Μιχάλη και Αλέκου Μωραΐτη. Είχε ένα μικρό μπαλκόνι πάνω στον δρόμο με μαρμάρινα φουρούσια και πίσω μια μεγάλη νοικοκυρεμένη αυλή με κληματαριά, πολλά λουλούδια και ανοιχτή αγκαλιά. Δίπλα ακριβώς, εκεί στο κτίσμα του ΟΤΕ, υπήρχε μια μεγάλη αλάνα μέχρι την οδό Μαγνησίας, γεμάτη μπάζα και κάπαρες. Το οικόπεδο ανήκε σε κάποιον Ελληνοαμερικάνο, από τον οποίο αργότερα το αγόρασε η διοίκηση του ΟΤΕ. Κατεβαίνοντας λίγο στον δρόμο της Μαγνησίας αριστερά ήταν ένας μικρός κήπος που τον φύτευε κάποιος Ιορδανίδης και πιο κάτω ένα πατημένο χωμάτινο μονοπάτι διέσχιζε διαγώνια την αλάνα, όπως και ένα άλλο από το επάνω μέρος της Μαιάνδρου που οδηγούσε στο σπίτι της οικογένειας Μέλη. Σε κείνα τα χωμάτινα δρομάκια και πίσω από τα μπάζα με τις φουντωμένες κάπαρες, μετά το σχόλασμα λέγαμε τις παιδικές μας ανησυχίες και προσπαθούσαμε να βρούμε τις αλήθειες που δεν έλεγαν οι μεγάλοι. Στη δεξιά πλευρά της γωνίας της οδού Μαγνησίας ήταν στημένο το καροτσάκι του μπάρμπα Ζαχαρία Τζανιδάκη με τα ζαχαρωτά, τις καραμέλες και τα τυχερά χαρτάκια που αγοράζαμε μία δεκάρα. Καραμέλες με σχήματα, πετειναράκια, δεντράκια, σκυλάκια, όλα στοιβαγμένα με τάξη στα πλαϊνά τοιχώματα που σκέπαζαν το καρότσι.
Η πρόσοψη είχε μια πάνινη χρωματιστή κουρτίνα που την έλυνε όταν πήγαινε στο σπίτι του εκεί στη γωνία που έμενε, να ξεκουραστεί.
Ήταν γεροδεμένος άνδρας με μουστάκι κομμένο στις άκρες, ψαρομάλλης με διαπεραστικό βλέμμα, ανήσυχη ματιά, γεμάτος ζωντάνια.
Κάποιες φορές τον βοηθούσε η γυναίκα του η κυρα-Γαρυφαλλιά, η οποία με όλη τη δυσκολία στα δάκτυλα του ενός χεριού της, ήταν νοικοκυρά, καλοσυνάτη με όλα τα παιδιά και ήρεμη. Μας εντυπωσίαζε το γεγονός πως φορούσε πάντα εμπριμέ, λουλουδένιες φούστες ή πουκάμισα και μαντήλι στο κεφάλι. Ο Ζαχαρίας τις βροχερές μέρες και τις χειμωνιάτικες μετέφερε το καροτσάκι έξω από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα των 7ου και 8ου Δημοτικών Σχολείων, λίγο πιο πέρα από το αυλάκι του θολού νερού που διέσχιζε τη μεγάλη χωμάτινη αυλή, περνούσε από το μαρμάρινο πλατύσκαλο και χυνόταν ορμητικά στο πεζοδρόμιο.

Μόλις τον βλέπαμε, στο διάλειμμα, τρέχαμε, ανεβαίναμε στο τσιμεντένιο πεζούλι και όταν είχαμε καμιά δεκάρα χαρτζιλίκι (σπάνια) ψωνίζαμε κανένα τυχερό. Όταν δεν είχαμε, βλέπαμε τη βιτρίνα και ονειρευόμασταν τι θα ψωνίζαμε την επόμενη φορά που θα είχαμε λεφτά.
Δίπλα στο σπίτι του Ζαχαρία ήταν ο μπάρμπα Γιάννης. Ο γεράκος που πουλούσε κόκκινα μηλαράκια πάνω σε ξυλάκι και κόστιζαν 20 λεπτά. Είχε όμως εκείνος και ένα ξεχωριστό γλυκό, το «μαλεμπί», φτιαγμένο από νερό, ζάχαρη και νεσιστέ, κάτι σαν σάμαλι, αλλά μαλακό, μέσα σε μεγάλο αλουμινένιο ταψί, κομμένο σε κομμάτια. Το κάθε κομμάτι κόστιζε 50 λεπτά. Δεν τρώγαμε και πολύ συχνά από το «μαλεμπί».

Προτιμούσαμε τα κόκκινα μηλαράκια στο ξυλάκι. Τι χαρά που κάναμε σαν τα κρατούσαμε στα μικρά, λεπτοκαμωμένα χεράκια μας. Και πόσο κλαίγαμε, όταν κάποιες φορές, από αδεξιότητα δική μας ή επειδή δεν ήταν καλά στερεωμένο το μήλο, έπεφτε κάτω και κολλούσε χώματα.
Κάποιες φορές, το παίζαμε δυνατοί χαρακτήρες και το αφήναμε κάτω και άλλες το παίρναμε στα χεράκια μας, που κολλούσαν ζάχαρη και έβαφαν κόκκινα και το πηγαίναμε με κλαμένα μάτια στο σπίτι να μας το πλύνουν, να το φάμε. Εικόνες γεμάτες από στιγμές ανεπανάληπτες της παιδικής ηλικίας.
Ο δρόμος πλησίαζε προς την οδό Βασιλέως Παύλου, μετέπειτα λεωφόρο Ειρήνης, ενώ υπήρχαν κάποια σπιτάκια από τα προσφυγικά τετράγωνα με μικρές, πολύ μικρές παστρικές αυλές, που είχαν βασιλικό και μαντζουράνα στα παράθυρα και πλεκτά άσπρα κουρτινάκια. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα χαμόσπιτα και τα σοκάκια, έμεναν οι όμορφες πατριώτισσες της οικογένειας με το γλυκό χαμόγελο και την ανοιχτή καρδιά, η Χρύσα και η Ελένη Σκαλίδη.
Στο συναπάντημά μας έπαιρνα πάντα θερμή αγκαλιά και μια καραμελίτσα με ζωγραφιστό χαρτάκι. Ήταν φτωχός κόσμος, αλλά πλούσιος στα αισθήματα.
Πηγές: Μαρτυρίες προσωπικές, Ν. Θεραπιώτη, Τασούλας Τουλουμτζή, Άννας Νικολάου.

Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το