Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας της δεκαετίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Παραδίπλα, στο μαγαζί με τα χρώματα, ήταν το βουστάσιο του Καρύπη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αγγελινός, αλλά το παρατσούκλι του ήταν Καρύπης και όλοι έτσι τον ήξεραν. Είχε αγελάδες, κατσίκες και πολλά ζωντανά που έβοσκαν στον χώρο, όλα μαζί, κάτω από ένα μεγάλο υπόστεγο.
Πολλές φορές με το μπακρατσάκι στα χέρια, ακολουθώντας τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, φοβόμασταν από το μουγκανιτό τους, να ανοίξουμε τη συρμάτινη πόρτα, που ήταν από την πλευρά του Δημοτικού Σχολείου, να πάρουμε φρέσκο γάλα.

Δημαρχείο και κτίσμα ΙΚΑ

Μετά από τον στενό χωμάτινο δρόμο στην οδό Μαγνησίας, ήταν τα άλλοτε 7ο και 8ο Δημοτικά Σχολεία της Νέας Ιωνίας. Από τα πρώτα της Νέας Ιωνίας, κτίριο βαρύ, επιβλητικό, αρχοντικό στημένο εκεί από το 1933, με λίγες επισκευές στην περίοδο των σεισμών, παρέμενε ζωντανή μνήμη της εγκατάστασης των προσφύγων και της δημιουργίας της Νέας Ιωνίας.
Εκεί που ξεπεταρούδια ζητούσαμε να ανοίξουμε τα φτερά μας, να ανοίξουμε το μυαλό μας, να αποκτήσουμε εφόδια για τη νέα ζωή που ερχόταν. Δασκάλες μας η κ. Σοφία, η κ. Ζηνοβία Κορδάτου, γυναίκες γεννημένες για δασκάλες, πλημμυρισμένες από αγάπη, ένιωθαν πως την είχαν ανάγκη τα μικρά προσφυγόπουλα και την παρείχαν αφειδώς. Η μία νέα, κομψή, με κοντό καρέ μαλλί και πλατύ χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό της και η άλλη λίγο μεγαλύτερη, με σοβαρή εμφάνιση, τραβηγμένα τα μαλλιά της κότσο, αλλά με ένα πρόσωπο ήρεμο, γαλήνιο, τιθασευμένο και βλέμμα ζωντανό, που σε τραβούσε κοντά της.
Η αυλή ήταν χωμάτινη, αριστερά ήταν το μεγάλο υπόστεγο, γεμάτο άμμο, μάλλον για γυμναστική, και απέναντι στη δεξιά πλευρά της αυλής κτίσματα, αποθήκες, τουαλέτες. Στη μια μεγάλη αίθουσα του κτίσματος ήταν τα πρώτα γραφεία του Δήμου και μετά γίνονταν οι πρώτες συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου της Νέας Ιωνίας, πριν κτιστεί το Δημαρχείο, την περίοδο του Μιχάλη Τίκογλου.

Στο κάτω μέρος της αυλής ήταν σε δυο σειρές πολλές βρύσες, η χαρά των παιδιών. Εκεί, σαν κτυπούσε το ηλεκτρικό κουδούνι, που «τσίριζε», από τον επιστάτη, τρέχαμε αλαφιασμένα να μπούμε στη σειρά για γάλα σκόνη και κίτρινο τυρί.
Με το αλουμινένιο κατσαρολάκι στα χέρια -το έχω ακόμη- βαδίζαμε στη σειρά, πότε ήσυχα και πότε σπρώχνοντας, να πάρουμε στο μεγάλο διάλειμμα το γάλα. Το γάλα το πίναμε, λερώνοντας τις περισσότερες φορές τις μπλε ποδιές μας, το τυρί όμως το κρατούσαμε στα χέρια και μέχρι να μπούμε στην αίθουσα να το βάλουμε στην πάνινη τσάντα είχε υποστεί «αλλαγές». Μέχρι να σχολάσουμε δε, από την αδεξιότητά μας, τετράδια, βιβλία και τυρί κίτρινο ήταν όλα ένα. Τελικά η μόνη λύση ήταν να το τρώμε στο σχολείο ή να το πετάμε. Ποιος όμως πετούσε φαγητό εκείνα τα χρόνια!

Στην πρόσοψη, το σχολείο είχε μεγάλα παράθυρα, δυο εισόδους με καμιά δεκαριά μαρμάρινα σκαλοπάτια και ενδιάμεσα ήταν ο σχολικός κήπος… Πάνω ακριβώς από τις εισόδους ήταν δυο μεγάλες μπλε πινακίδες που έγραφαν το όνομα του σχολείου.
Ο κήπος είχε δυο-τρεις πορτοκαλιές, παρτεράκια με τούβλα, αλλά τον χειμώνα ήταν απεριποίητος. Δυο σιδερένιες πόρτες πράσινες, όπως και τα κάγκελα που στηρίζονταν σε τοιχίο, οδηγούσαν μέσα.
Ο περίβολος της αυλής είχε δυο μεγάλες σιδερένιες πόρτες. Η μια ήταν επί της Μαιάνδρου και η άλλη αυτή του στρατοπέδου, επί της Χαλκηδόνος, απέναντι από το Δημαρχείο.
Πόσες φορές δεν μπήκα μέσα αδυνατώντας να τρέξω, αργοπορημένη, κρατώντας σφικτά με το αδύνατο χεράκι μου το αγαπημένο χέρι της νονάς μου που με τραβούσε να προλάβω την προσευχή.

Σ’ αυτόν τον χώρο της αυλής μεγάλωσαν χιλιάδες προσφυγόπουλα, έζησαν τις δικές τους εικόνες και εμπειρίες, έμαθαν «πιστεύω» και αξίες, και δεν το ξέχασαν ποτέ. Κάθε φορά που περνούσαν, θυμούνταν πώς πήγαιναν νηστικά, ταλαιπωρημένα, έστω και χωρίς παπούτσια, με χαλασμένες, αλλά μπαλωμένες κάλτσες και παντελονάκια, πότε μόνα τους, πότε με παρέα άλλων παιδιών για να γνωρίσουν τις αλήθειες…, να αποκτήσουν εφόδια για τα επόμενα βήματά τους.
Απέναντι ακριβώς στη γωνία επάνω ήταν το Δημαρχείο που το χώριζε ένας μικρός χωματόδρομος από το στρατόπεδο του Γεωργούλα. Ήταν το τέρμα της οδού Χαλκηδόνος, ακριβώς έξω από την είσοδο του στρατοπέδου με τη μεγάλη αψίδα, τη στενόμακρη πινακίδα ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΝ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ, με τα φυλάκια δεξιά-αριστερά και το περιτείχισμα με τα συρματοπλέγματα.

Αυλή στο 7ο Δημοτικό Σχολείο Νέας Ιωνίας

Το κτίριο του δημαρχείου ήταν καινούριο, με τις τότε σύγχρονες προδιαγραφές, είχε μεγάλα παράθυρα, μεγάλες αίθουσες, καινούρια σκαλιστά έπιπλα και ξύλινη είσοδο με πολλά άσπρα μαρμάρινα σκαλοπάτια, όπου συνήθιζαν να φωτογραφίζονται οι δημοτικοί σύμβουλοι και ο δήμαρχος. Ένα μικρό στενάκι χώριζε το νεόδμητο κτίριο του ΙΚΑ με το Δημαρχείο και κάπου εκεί έμενε η οικογένεια Φιλίππου. Ξεχωριστός ο πατέρας, ζωγράφος της σχολής καλών τεχνών, αλλά ξεχωριστός και ο γιος του Απόστολος και αυτός ζωγράφος μορφωμένος που άφησε τη σφραγίδα του στη Νέα Ιωνία ζωγραφίζοντας το καύχημά της, την Ευαγγελίστρια.
Παραδίπλα ήταν το ραφείο του Θειριανού Αλέκου Γούναρη, από τους φημισμένους ραφτάδες και έντιμους ανθρώπους.

Το ΙΚΑ είχε πέτρινο περίβολο με κάγκελα σιδερένια, αυλή με τσιμέντο στο κεντρικό κλίτος, ενώ δεξιά και αριστερά υπήρχε κήπος με ωραία τριαντάφυλλα. Δυο-τρία μαρμάρινα σκαλοπάτια οδηγούσαν στη βεράντα-πρόσοψη και μια ανοιγοκλειόμενη ξύλινη πόρτα οδηγούσε σε έναν μεγάλο χώρο, που μύριζε φάρμακα, στον οποίο δεξιά και αριστερά ήταν τοποθετημένα ξύλινα άσπρα καναπεδάκια, να κάθονται οι ασθενείς περιμένοντας τη σειρά τους. Στη δυτική πλευρά υπήρχε ένα θυρωρείο, όπου ο ασθενής έδινε το βιβλιάριο σε μια κοπέλα κάτω από ένα διαχωριστικό τζάμι και περίμενε να φωνάξει το όνομά του και τον αριθμό της αίθουσας του γιατρού που ζητούσε. Γύρω υπήρχαν οι αίθουσες με τις διάφορες ειδικότητες. Γιατροί και νοσοκόμες φορούσαν άσπρες ποδιές και καπέλα με τη λέξη ΙΚΑ σε κόκκινο χρώμα, είχαν μόνιμα ένα χαμόγελο και μπαινόβγαιναν ακούραστα από αίθουσα σε αίθουσα. Γέμιζε κάθε μέρα από πολύ πρωί περισσότερο από εργάτες που ζητούσαν να μη χάσουν το μεροκάματό τους, μανάδες με παιδιά άρρωστα στην αγκαλιά και σερνόμενα από το χέρι, ηλικιωμένοι και ανήμποροι είχαν μέρος να εναποθέσουν τις ελπίδες τους για να θεραπευτούν. Λίγοι μπορούσαν να πάνε σε εξωτερικούς γιατρούς. Μερικές φορές περιμένοντας οι ασθενείς, απλοί άνθρωποι, έλυναν τα πολιτικά προβλήματα, τα οικονομικά και τα προβλήματα των σχέσεων ακόμη.
Στη γωνία Μαιάνδρου και Χαλκηδόνος, δίπλα από το ΙΚΑ, όπου ήταν το φαρμακείο του Τριγκώνη -και τώρα φαρμακείο είναι- ήταν το Σταθμαρχείο, όπου έκανε τέρμα η γραμμή νούμερο 1 «Άναυρος-Νέα Ιωνία», πριν πάει στο Κουφόβουνο.

Αυλή με το υπόστεγο

Σε πολύ μικρή απόσταση ήταν το πρόχειρο ξύλινο παράπηγμα-καφενεδάκι του Παξινού, του Εγγλεζονησιώτη που παράτησε τη θάλασσα και έγινε μαγαζάτορας. Στα δυο-τρία τραπεζάκια της αυλής ξεδιψούσαν οι ταλαιπωρημένοι οδηγοί πότε με ένα αναψυκτικό και πότε με ένα καραφάκι τσίπουρο με ρέγγα και ελιά ή ξεροσφύρι…
Εκεί έλεγαν τα προβλήματα της δουλειάς τους, τις ανάγκες τους, αλλά και τις αλήθειες που χάνονταν κάτω από την ανθρώπινη ανάγκη. Το ένα λεωφορείο ερχόταν και το άλλο μετά από λίγα λεπτά έφευγε. Αυτό ήταν το πρόγραμμά τους και το δρομολόγιο ήταν καθορισμένο.
Μόνο τα κυριακάτικα απογεύματα δεν έφταναν επάνω στη Νέα Ιωνία, αλλά έκαναν το τέρμα τους κάτω από τη γέφυρα, στο φωτογραφείο «ΠΑΝΘΕΟΝ». Γιατί ήταν εκείνα τα απογεύματα που η προσφυγιά ξέφευγε από την καθημερινότητα, αποκτούσε ζωή, δράση, ερωτευόταν, πολιτικολογούσε, ζούσε το όνειρο πηγαινοερχόμενη πάνω κάτω στον «φαρδύ», με τις μυρωδιές της Ευδοξίας (Λοξής) Δεβριάδη που έψηνε στο πεζοδρόμιο κοκορέτσι, με συνταγή από την Πατρίδα…, του Μέλη, του Βαλαχή… και τις πάστες του Βασίλη Τσιλιγγίρογλου…
Παραδίπλα στην αφετηρία έτρεχε το γάργαρο νεράκι της δημόσιας βρύσης που ξεδιψούσε τη γειτονιά της Βαγγελίστρας και έτρεχε στο τσιμεντένιο αυλάκι. Γυναίκες κάθε ηλικίας περίμεναν στην ουρά να γεμίσουν τα πήλινα κανάτια, τα μπακράτσια και τους κουβάδες για τη λάτρα τους στο σπίτι, συζητώντας και σιγοψιθυρίζοντας τα νέα της γειτονιάς τους, ακούγοντας πολλές φορές και παρακολουθώντας τις πολιτικές συζητήσεις και διαφορές των οδηγών. Δίπλα από το Σταθμαρχείο ήταν αντίθεση στα προσφυγικά σπιτάκια η υπερυψωμένη διπλοκατοικία με δυο υπόγεια της αρχοντογυναίκας της Αλεξάνδρας και του κτηματία-μουσικού Κωνσταντή Μωραΐτη που έπαιζε βιολί και ξεσήκωνε με τη γλυκύτητα του ήχου ζωντανούς και νεκρούς.

Ο δήμαρχος Τίκογλου με το Δημοτικό Συμβούλιο, πριν γίνει το Δημαρχείο, 1951

Κολλητά σε απλά σπιτάκια έμεναν οι οικογένειες του Νίκου Λαμπαδάρη, του χωροφύλακα Χρήστου Καζνέση, του Νίκου Καλουράκη και της κυρα-Πηνελόπης με τις δυο όμορφες κόρες και μετά ήταν ο φούρνος των αδελφών Τζάλα.
Απλό κτίσμα ήταν εξωτερικά, με ξύλινη τζαμωτή πόρτα και μεγάλα ξύλινα τζαμωτά συρόμενα παράθυρα. Καταμεσής του μεγάλου δωματίου, ήταν στημένος ένας μεγάλος πάγκος με πλάκα μωσαϊκού, όπου οι νοικοκυρές άφηναν τα ταψιά τους από τη μια και από την άλλη ο Μιχάλης έβγαζε τα ψωμιά από τον φούρνο και τα ακουμπούσε εκεί να κρυώσουν αλείβοντάς τα με βρεγμένη πετσέτα. Ήταν σχεδόν πάντα μισόγυμνος, φορούσε άσπρο σκούφο και άσπρη ποδιά, ήταν πιο γεροδεμένος από τον Αχιλλέα και πιο σοβαρός.
Κουβαλούσε αγκαλιά απέξω τα μεγάλα ξύλα και τα πετούσε στον φούρνο με μεγάλη ευκολία και συνέχιζε να ανοιγοκλείνει το σιδερένιο άνοιγμα – πόρτα να παρακολουθεί το ψήσιμο. Ο Αχιλλέας ήταν ξανθός, ευαίσθητος, ευγενικός με τους πελάτες, χαμογελούσε πάντα και κάθε φορά που πήγαινα στον φούρνο, ντροπαλή όπως ήμουν, μου έδινε ευγενικά ένα μεγάλο ζεστό κουλούρι με μπόλικο σουσάμι. Μ’ αυτό περνούσα όλη μέρα, και με τη μυρωδιά που έπαιρνα από τα ψημένα φαγητά… δεν ήθελα τίποτα να φάω.

Τις Κυριακές που οι νοικοκυρές έψηναν τα φαγητά τους μοσχοβολούσε ο τόπος, η γειτονιά όλη από τις μαγειρικές ικανότητες των γυναικών της Μικρασίας… Πόσο άντεχαν ο Μιχάλης και ο Αχιλλέας ήταν άλλη ιστορία… Αυτοί είχαν πια συνηθίσει. Λίγο παραπέρα στη γωνία της οδού Φιλαδελφείας βρισκόταν το μελετημένο και περιποιημένο αρχοντικό τους με τη Μάρω Βαγενά Τζάλα, τη Μικρασιάτισσα, χαρισματική, επιδέξια μοδίστρα του Λυκείου Ελληνίδων που υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος τη λαϊκή φορεσιά, ράβοντάς τη σωστή και αψεγάδιαστη.
Σκόρπιες εικόνες μετά… ένα πέτρινο σπίτι με αυλή και μυρωδιές από χαλβά, ίσως του Ιορδάνη Πολατίδη και σκοτάδι. Ο δρόμος της Μαιάνδρου έκλεινε χωρίς άλλη εικόνα. Όλα πια ήταν σκεπασμένα με ένα θολό σύννεφο που δεν μπορούσα να το σηκώσω… όσο κι αν προσπαθούσα. Και το παράτησα.

Τέλος

Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Τριαντάφυλλου Σκαλίδη, Μαρίτσας Τασιά, Γιάννη Κονταξή, Χρυσάνθης Μαρέλη-Βουτσά, Γιώργου Τσιντσίνη

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το