Θ Plus

Οδοιπορικό στη Νέα Ιωνία του 1960

της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Το Κουφόβουνο ήταν η περιοχή δίπλα στο 20ό δημοτικό σχολείο, το παλιό πολυβολείο, τις σιδηροδρομικές γραμμές και το μεγάλο κούφιο βουνό, δυτικά της Ευαγγελίστριας, το σημερινό τετράγωνο της Ελλησπόντου, Μαιάνδρου, Μήτσου Παπαρρήγα και Δορυλαίου, συνοικία στο τέρμα της τότε λεωφορειακής γραμμής της Νέας Ιωνίας.
Βρισκόταν ψηλότερα από τον άλλο Βόλο, είχε άφθονο καθαρό αέρα και λουζόταν στον ήλιο. Το όνομά της η περιοχή ίσως το είχε από το μεγάλο νταμάρι του παππού μου Αναστάση Μαρμαρά, που είχε «φάει» στην κυριολεξία το βουνό και ήταν κούφιο. Το οικόπεδο, 20 περίπου στρεμμάτων με το κτίσμα, ήταν αγορασμένο με τις οικονομίες του παππού από κάποιον Μακρόπουλο το 1923, έναν χρόνο μετά που ήρθαν από τα Θείρα πρόσφυγες, για την εξασφάλιση των βιοποριστικών αναγκών της πολυμελούς οικογένειας. Ένας καρόδρομος από τη νότια πλευρά κατέβαινε σε μια μεγάλη λακκούβα στη μέση του βουνού, όπου ήταν αραδιασμένα σωροί από χαλίκια, πέτρες και όγκοι μαρμάρων.
Όαση αποτελούσε η τουλούμπα με το δροσερό νερό που είχε βγάλει ο παππούς από τα βάθη της γης, στην αρχή για να δροσίζονται οι εργάτες και κατόπιν να το πίνουν οι οικογένειες, που εγκαταστάθηκαν στις σπηλιές που σχημάτιζε το βουνό εκεί γύρω, στη διάρκεια της Κατοχής.
Σε αντίθεση με την ξεραΐλα του τοπίου ήταν οι ελιές φυτεμένες σε μερικά σημεία με χώμα, να «σπάζουν» και να «γλυκαίνουν» τον χώρο.
Στις σπηλιές που σχημάτιζε το κούφιο βουνό έμεναν οικογένειες.

Μετά το τέλος του Εμφυλίου ο πληθυσμός που είχε μετακινηθεί από τις διάφορες περιοχές και ήταν άστεγος καταπάτησε την περιουσία του δημοσίου και του παππού μου και εγκαταστάθηκε στον χώρο του Κουφόβουνου. Έγιναν καμιά εκατοστή παράγκες και στέγασαν οικογένειες και ελπίδες για καινούρια ζωή.
Άλλες ψηλότερα, άλλες χαμηλότερα, άλλες κρυμμένες και άλλες τοποθετημένες σε θεωρεία, οι παράγκες αυτές διατηρούσαν μια απόσταση μεταξύ τους, ανάπνεαν και ζούσαν με τον δικό τους ρυθμό.
Φτιαγμένες από απλά και φθαρμένα υλικά, τσίγκο και πισσόχαρτο, ήταν καθαρές και ασβεστωμένες, με ελάχιστα ή ιδιοκατασκευασμένα έπιπλα, με παστρικά ασπρόρουχα, τα περισσότερα γεμάτα μπαλώματα, απλωμένα στα σύρματα, και φθαρμένα ρούχα, είχαν στολίδια τους ντενεκέδες με το βασιλικό, τη μοσχομολόχα και το δεντρολίβανο.
Οι ιδιοκτήτες τους έβρισκαν χώρο να φυτέψουν τα απαραίτητα ζαρζαβατικά σε βαρέλια, φανερώνοντας το μεράκι τους για λίγη γη, να έχουν ένα πρόχειρο τραπεζάκι να πίνουν τον καφέ τους στην αυλή το πρωί και το κρασάκι τους το βράδυ γυρίζοντας αποσταμένοι από τον κάματο της μέρας. Τους άρεσε να κάθονται έξω στα πεζούλια το απόγευμα. Μόλις κατάβρεχαν το χώμα και το σκούπιζαν έβγαζαν τα σκαμνάκια και έκαναν την επικοινωνία τους με τον γύρω χώρο. Κανείς δεν περνούσε απαρατήρητος. Η γιαγιά μου μιλούσε νοσταλγικά για την Πατρίδα, για τον τόπο της, το σπίτι της, τις βεγγέρες και τις παρέες της.

Οι γειτόνισσες την άκουγαν προσεχτικά και όταν τελείωνε έλεγαν και κείνες τις δικές τους μνήμες για τον τόπο τους και οι ιστορίες δένονταν μεταξύ τους, όπως και οι γυναίκες, που είχαν τον ίδιο καημό, τον ξεστόμιζαν φωναχτά και λυπητερά σαν να επιδίωκαν να τις ακούσουν και να τις προσέξουν κάποιοι περαστικοί. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η παρουσία του μαστιχά τους διέκοπτε τις ιστορίες. Αλλά κάθονταν μαζεμένες εκεί στα πέτρινα πεζούλια και στα σκαμνάκια και ας ήθελαν να δοκιμάσουν τη γεύση της άσπρης μυρωδάτης μαστίχας που πουλούσε ο μαστιχάς. Έβλεπαν την άσπρη μπλούζα του, έβλεπαν τα καθαρά χαρτάκια που την έβαζε, αλλά όταν τον έβλεπαν να σαλιώνει τα χέρια του και να κόβει τη μαστίχα, τότε τους κοβόταν η όρεξη και παρέμεναν για λίγο σιωπηλές. Τα χρόνια περνούσαν, οι οικογένειες παρέμεναν εκεί γιατί ο δήμος δεν είχε καλύτερο τρόπο να τους στεγάσει και η γιαγιά παρέμενε εκεί στο καλύβι της, εκεί ακριβώς που άρχιζε ο καρόδρομος στη γωνία των οδών Ελλησπόντου και Γανοχώρας, σε μια αυλή περίπου 100 τετραγωνικών μέτρων.
Σχεδόν χωμένο στη γη, με μεγάλους τοίχους από πέτρα, που δενόταν η μια με την άλλη, αποτελούσε αρχικά τον χώρο της δουλειάς του παππού, το καταφύγιο το δικό του αλλά και των εργατών που δούλευαν εκεί χειμώνα-καλοκαίρι. Στην κατοχή έμενε εκεί με τη γιαγιά Αμερσώ και αποτελούσε το σπιτικό του. Βασικά ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο που φωτιζόταν από ένα μικρό σχετικά παράθυρο με πολλά τζάμια, προστατευμένο από κάθετα και οριζόντια σιδερένια κάγκελα. Τα παραθυρόφυλλα στολισμένα με δαντελένια άσπρα κουρτινάκια, πλεγμένα από τα άξια χέρια της γιαγιάς με το φως της λάμπας πετρελαίου που βρισκόταν πάντα στην «ποδιά» του παράθυρου με μια φουρκέτα κρεμασμένη στο λαμπόγυαλο, έδειχναν την ύπαρξη άξιας νοικοκυράς.

Δεξιά ένα μπρούτζινο κρεβάτι με σχέδια στο πάνω και κάτω μέρος, στολισμένο με τον άσπρο δαντελωτό ποδόγυρο, το κάλυμμα από μικρά κομματάκια ύφασμα ενωμένα σε σχέδια – έργα της γιαγιάς από τα υφάσματα που περίσσευαν από την κόρη της τη βασιλεία, τη μοδίστρα – και πολλά μαξιλαράκια ακουμπισμένα με σειρά στον τοίχο.
Αριστερά από το παράθυρο ήταν ένα ντουλάπι κρεμασμένο στον τοίχο με τα καλά σερβίτσια, ποτήρια, πιάτα και πιατέλες κάθε λογής. Από κάτω ήταν μια απλή κασέλα από μαόνι, χωρισμένη σε δυο θήκες στις οποίες η γιαγιά έβαζε ρούχα, σκεπασμένη με πολύχρωμα μικρά υφασμάτινα κομματάκια ενωμένα με το βελονάκι, έκρυβε μερικές φορές τον θησαυρό της γιαγιάς. Απέναντι ακριβώς ήταν ένας νησιώτικος σκαλιστός καναπές με άσπρα κεντητά στρωσίδια και μαξιλάρια και δίπλα διαγωνίως ένας μικρός γαλλικού στυλ καναπές τριθέσιος ντυμένος με βυσσινί ύφασμα και με άσπρο υφασμάτινο κάλυμμα, για να μην αποτελεί παραφωνία στον χώρο. Ανάμεσά τους μια ανθοστήλη με ένα σκαλιστό ανθοδοχείο από οβίδα και στη μέση ένα στρογγυλό τραπέζι με άσπρο μάρμαρο και σκαλιστά λιονταρίσια πόδια. Πάνω στο κεντημένο τραπεζομάντιλο η φοντανιέρα με τα λουκούμια αποτελούσε τον μόνιμο πειρασμό μας.

Δίπλα ήταν ένα δωμάτιο που χρησίμευε σαν αποθήκη και κουζίνα. Στην πάνω πλευρά είχε δυο μεγάλα πιθάρια που έβαζε ο παππούς το λάδι, ένα πέτρινο πεζούλι ψηλό πάνω στο οποίο υπήρχε η «φουφού» και το καμινέτο με το οινόπνευμα. Στο κάτω μέρος του χώρου ήταν ένας μαρμάρινος νεροχύτης με το τενεκεδένιο βρυσάκι από πάνω, που έπλενε η γιαγιά τα πιάτα και δίπλα αριστερά ήταν η ξύλινη πιατοθήκη με τα τσίγκινα πιάτα. Πολλές φορές αγνάντεψα από τούτο το παράθυρο τη ζωή αυτών των ανθρώπων, τους είδα να χαμογελούν, να κλαίνε, είδα τις ελιές να γίνονται θύματα κακοκαιρίας, είδα να σκεπάζονται από το λευκό χιόνι και οι παράγκες να εξαφανίζονται στα παιδικά μου μάτια, ονειρεύτηκα τις πρώτες μου φιλοδοξίες για το σχολειό, τις πρώτες μου παιδικές επιθυμίες… Αυτός ο χώρος με αυτά τα έπιπλα, την αξιοσύνη και νοικοκυροσύνη της γιαγιάς, έδιναν έναν διαφορετικό τόνο και σφράγιζαν την προσωπικότητά της στα παιδικά μου μάτια.
Συνεχίζεται…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το