Τοπικά

Το οδοιπορικό του Νικηφόρου Ντατζιόπουλου από το Στεφανοβίκειο στη Γερμανία- Κήρυξε τον Λόγο του Θεού στο Βερολίνο μετά την πτώση του Τείχους

 

Ένας ιερέας της Διασποράς μίλησε για την 15ετή παρουσία του στο εξωτερικό. Κήρυξε τον Λόγο του Θεού στο Βερολίνο, λίγο μετά την πτώση του Τείχους, φέρνοντας σε πέρας μία δύσκολη αποστολή στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Ο λόγος για τον αρχιμανδρίτη Νικηφόρο Ντατζιόπουλο, έναν κληρικό αφοσιωμένο στον Θεό και τον άνθρωπο, ο οποίος από το 1993 μέχρι το 2008 βρέθηκε με απόσπαση στη Μητρόπολη Γερμανίας. Από το Στεφανοβίκειο, απ’ όπου κατάγεται, ταξίδεψε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, αλλά εδώ και λίγα χρόνια επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε. Πλέον είναι εφημέριος στον Άγιο Αθανάσιο Μόδεστου, που υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Λάρισας και Τυρνάβου, ενώ εκτός από τα ποιμαντικά του καθήκοντα, αξιοσημείωτη είναι η αγάπη του για τον πολιτισμό και τα γράμματα. Είναι κάτοχος διδακτορικού στη Θεολογία και συνάμα αποτελεί την «ψυχή» του Λαογραφικού Μουσείου Στεφανοβικείου.

Οι δύσκολες συνθήκες της διακονίας του 51χρονου, πλέον, αρχιμανδρίτη επί γερμανικού εδάφους έμειναν ανεξίτηλες στον πατέρα Νικηφόρο Ντατζιόπουλο, ο οποίος βρέθηκε στο Βερολίνο έναν χρόνο αφότου χειροτονήθηκε. «Ήταν πολύ δυνατή εμπειρία. Όταν πρωτοπήγα στο Βερολίνο δεν είχε φύγει ακόμη ο σοβιετικός στρατός. Νιώθαμε την άχνα των Ρώσων στρατιωτών, όταν ακόμη ο κόσμος στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου ήταν μοιρασμένος ανάμεσα στις υπερδυνάμεις της εποχής εκείνης», θυμήθηκε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε ενορίες για τους ορθόδοξους στην Ανατολική Γερμανία. Πιο παλιά δεν υπήρχαν Έλληνες στην Ανατολική Γερμανία. Άρχισαν να έρχονται από το 1990 και μετά, αφού γκρεμίστηκε το Τείχος του Βερολίνου και έπαψε να υφίσταται η διχοτόμηση της Γερμανίας. Από εκκλησιαστικής πλευράς, υπήρχαν καμιά 300αριά παλιοί Έλληνες. Κυρίως ήταν παιδιά του παιδομαζώματος. Είχαν έρθει από χώρες του Ανατολικού Μπλοκ όταν είχαν ανοίξει τα σύνορα, αναζητώντας εκεί καλύτερες συνθήκες ζωής».
Ο ιερέας από το Στεφανοβίκειο, παρότι έδραζε στο Βερολίνο, διένυε μεγάλες αποστάσεις για να καλύπτει τις ανάγκες των πιστών: «Έπιανα και τα επτά κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Έφτανα μέχρι την Ερφούρτη, πρωτεύουσα της Θουριγγίας, για έναν αγιασμό ή μία βάπτιση. Δύο ιερείς ήμασταν τότε. Ένας μεγαλύτερος από μένα, που έμενε μόνιμα στο Βερολίνο κι εγώ κάλυπτα ολόκληρη την υπόλοιπη Ανατολική Γερμανία. Στο αυτοκίνητό μου έβαζα μέχρι και την άμμο για τα μανουάλια. Κουβαλούσα τα πάντα. Κι εάν σου έλειπε κάτι, δυσκολευόσουν. Θέλαμε κάποτε να ανοίξουμε το κρασί για τη Θεία Κοινωνία και δεν είχαμε τιρμπουσόν. Χρησιμοποιούσαμε άδειους ναούς των Καθολικών και των Προτεσταντών, τους ενοικιάζαμε και κάναμε εκεί τη Θεία Λειτουργία.
Αυτό κράτησε όλα τα χρόνια που ήμουν στο εξωτερικό. Όμως, έπειτα έγιναν δύο ενορίες. Μία στη Λειψία και μία στη Δρέσδη. Πήγαινα την πρώτη Κυριακή στη Λειψία και την 3η Κυριακή στη Δρέσδη. Κι εάν χρειαζόταν, στο ενδιάμεσο επισκεπτόμουν και την Ερφούρτη».
Κάποια στιγμή έφτασε η ώρα της επιστροφής στα πάτρια εδάφη για τον π. Νικηφόρο Ντατζιόπουλο, ο οποίος είπε: «Μετά από πολλά χρόνια υπάρχει πάντα ο νόστος. Όμως ήθελα να ασχοληθώ και με τα γράμματα. Όταν παραιτήθηκε ο άλλος ιερέας που συνυπηρετούσαμε, λόγω ηλικίας, έπρεπε να πάρω τη θέση του στο Βερολίνο. Τότε παραιτήθηκα κι εγώ και πήρα τον δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα. Βρέθηκα πίσω στο Στεφανοβίκειο, ενώ ανέλαβα εφημέριος στο Μόδεστο, τελειώνοντας παράλληλα και το διδακτορικό μου. Ο Μόδεστος απέχει ένα τέταρτο από το Στεφανοβίκειο. Στο χωριό έχει μείνει πλέον καμιά εκατοστή κόσμος. Τα νέα ζευγάρια είναι λίγα, ενώ το σχολείο έχει κλείσει από χρόνια. Παράλληλα πηγαίνω στον οικισμό του Πρόδρομου, με εννέα μόνιμους κατοίκους. Τώρα το βασικό μέλημά μας είναι η συντήρηση των ναών και οι λειτουργίες της Κυριακής, ενώ η Μητρόπολη μας αξιοποιεί στέλνοντάς μας και σε άλλα χωριά ως πνευματικούς».
Πνεύμα ανήσυχο, παρά την μόρφωσή του, παραμένει απλός και προσιτός στο ποίμνιό του, ενώ την ίδια στιγμή αφιερώνει αρκετό χρόνο στο Λαογραφικό Μουσείο του χωριού του. «Η απλότητα μετράει στον χριστιανισμό. Τα διδακτορικά και τα πτυχία δεν μου λένε κάτι. Η αποστολή ενός ιερομόναχου δεν είναι να σώσει τον κόσμο. Άλλωστε, η Εκκλησία έχει Σωτήρα, τον Ιησού Χριστό. Όταν μπορώ, αφιερώνω χρόνο στο διάβασμα και τη μελέτη, βασικό μέλημα για τον μοναχό. Πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι, ενώ αρκετό χρόνο μου παίρνουν τα πολιτιστικά ζητήματα του Στεφανοβικείου, ιδιαίτερα με το Μουσείο που άνοιξε το 2009 και τώρα είμαστε υπό μεταφορά σε νέο χώρο», σημείωσε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε: «Βασική ιδέα παραμένει η ανάδειξη της τοπικής ιστορίας. Το Μουσείο, άλλωστε, παραμένει ένα σχολείο. Για παράδειγμα, έχουμε μία συλλογή 5.000 φωτογραφιών και δεν έχουμε πάει ούτε στα μισά σπίτια. Έχουμε αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν μόνο στο χωριό και δεν σταθήκαμε π.χ. μόνο στον τρόπο που καλλιεργούσαν τη γη και είναι κοινός σε όλα τα Βαλκάνια σχεδόν. Ενδεικτικά θα αναφέρω το βαλτοσίδερο, ένα εργαλείο σαν δρεπάνι για το κόψιμο των καλαμιών. Με το Μουσείο θέλουμε να δώσουμε ένα τοπικό χρώμα, που δεν μπορείς να το συναντήσεις πουθενά αλλού και τονίζει την ιδιαιτερότητα του Στεφανοβικείου. Έπειτα δεν ξεχνάμε και την Κάρλα, απ’ όπου έχουν περάσει αρκετοί από εδώ στο παρελθόν. Έχω ανακαλύψει πολλά άρθρα Γερμανών περιηγητών, οι οποίοι επισκέφτηκαν την περιοχή μας στις αρχές του περασμένου αιώνα. Για την ακρίβεια ένας Γερμανός ακαδημαϊκός βρέθηκε εδώ το 1939. Έκανε τη διατριβή του για τη λίμνη Κάρλα, βασιζόμενος σε παλιότερο έργο ενός Αυστριακού συναδέλφου του που είχε έρθει εδώ το 1905. Από εκείνον παρακινήθηκε. Κι όλα αυτά, ελάχιστα χρόνια μετά τον άτυχο πόλεμο του 1897, εξαιτίας του οποίου οι Τούρκοι επανήλθαν στη Θεσσαλία για ένα χρόνο. Κι αυτό το κομμάτι είναι εξίσου σημαντικό για το Στεφανοβίκειο, πόσο μάλιστα όταν υπάρχει ακόμη ένα κτίριο από την εποχή των Οθωμανών, κατασκευασμένο γύρω στα 1720-1750 που αξίζει να διασωθεί».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το