Θ Plus

Ωδή στην Αίτνα – Η ανάβαση στο βουνό μέχρι την κορυφή Ζευς

*του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Το βουνό αποτελεί και μια πρώτης τάξης μυθολογική γενεσιουργία, αφού εδώ έλαβαν σάρκα και οστά τόσοι και τόσοι μύθοι, που μονάχα ο Όλυμπος καταφέρνει να την ξεπεράσει.

Όχι! Δεν έφτασε εδώ ο Πίνδαρος. Μόνο από μακριά την είδε κι έγραψε τούτες εδώ τις ποιητικές στροφές:
«Μεσ’ από τα έγκατά της ξεπηδούν
πηγές αγνότατης φωτιάς απλησίαστης».

Έτσι αρχίζει τον πρώτο «Πυθιόνικό» του ο ποιητής των αρχαίων ελληνικών Ύμνων.
Και βάφτισε την Αίτνα «νιφόεσσα», δηλαδή χιονοσκέπαστη…
*
Αντίθετα εδώ πάνω ανέβηκε ο Εμπεδοκλής. Κι εδώ έδωσε τέλος στη ζωή του, ευτυχισμένος, αλλά μακριά από τα ιοβόλα βλέμματα και τις συκοφαντίες των συμπατριωτών του των Ακραγαντίνων…
Την Αίτνα λοιπόν, την κόρη τ’ Ουρανού και της Γης, εκείνη δηλαδή που έδωσε τη διπλή υπόσταση στον τόπο, και που την ύμνησε ο Πίνδαρος μα και ο μελικός Στησίχορος και περπάτησε ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής, θέλησα να περπατήσω μιαν ομιχλώδη μέρα του Ιούνη και να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου σε μια προσέγγιση των κορυφών της.
H έκπληξη σε αυτή την ανάβαση ήρθε από δύο διαφορετικές αφετηρίες: H μια ήταν ο καιρός – καιρός διαμάντι για περπάτημα, φορτωμένος συμβολικές ομίχλες – και η άλλη από το γεγονός ότι η ανάβαση αυτή, μες στην εκρηχτική καταχνιά, συνοδεύτηκε από την παρουσία και συμμετοχή τριών Χαρίτων που με ακολούθησαν, για να εμπλουτίσουν την πορεία μου προς την κορυφή, με την ολότελα «θεϊκή» τους παρουσία…


*
Ήταν εικοσιτέσσερις του Ιούνη. Μια καταρρακτώδης βροχή σκέπαζε τα μαυρολίθαρα σπίτια της ανατολικής Κατάνης.
Η μέρα προοιώνιζε ιδανικές συνθήκες ανάβασης μέσα σε ομίχλη και βαριά υγρασία.
Ξεκινήσαμε τριάντα άνθρωποι – όλοι, μέλη του Φ.Ο.Σ. ΠΑΝ – διασχίζοντας, με ελληνικό λεωφορείο, μικρά πικρά ελληνικά ελαττώματα. Δρόμοι στενοί, αυτοκίνητα πολλά, παρκαρισμένα παντού.
Το πρώτο επίπεδο της Αίτνας είναι κατειλημμένο από κήπους εσπερίδων, με πληθώρα πηγών. Το επόμενο μαστίζεται από τη μαύρη πέτρα. Όλα καλύπτονται από κατεβατή ύλη ηφαιστειακού κρατήρα.
Στο τρίτο επίπεδο, γύρω στα 1000 μέτρα υψόμετρο, διακρίνουμε σπίτια βουλιαγμένα από τη λάβα, παρασυρμένα από τον δυνατό καταρράχτη της κόκκινης λαίλαπας.
Άλλωστε από δω και πάνω αρχίζει η εκρηχτική ηφαιστειακή δραστηριότητα, η οποία βέβαια ορισμένες φορές έχει κατέβει ως τα χαμηλά διαζώματα της Κατάνης κι έχει πυρπολήσει με τη λάβα της κάμπους και πλαγιές.
Ανηφορίζοντας πάντα πέφτουμε στο τέταρτο επίπεδο της Αίτνας, όπου βασιλεύει μια ολόχαρη κυριαρχία από δέντρα μεσογειακής βλάστησης, που χορεύουν γύρω μας ως όλβιες φιγούρες μιας πράσινης οπερέτας που τις καθοδηγεί ο Θεόκριτος με την μπαγκέτα του. Και νά οι καστανιές, οι λεύκες, τα πεύκα, οι βελανιδιές και πιο πάνω οι οξιές και οι πρίνοι.
Απότομα το τοπίο λαβώνεται. Κόβεται με το μαχαίρι η πράσινη φλόγα κι ανάβει η άλλη, η αληθινή ουσία της φωτιάς, η μολυβένια στάχτη.
Όχι, αυτή η σκοτεινιά και αυτός ο δραματικά ανεξήγητος περίγυρος δεν προοοιωνίζεται ορειβατική ανάβαση, πόσο μάλλον μια διάσχιση του ορεινού πλέγματος που είναι πλημμυρισμένο από σαθρά και ψιλόλιγνα πετρώματα που δεν μπορεί ο μέσος ορειβάτης να τα κατατάξει σε κατηγορία οδοστρώματος…
Φτάνουμε στα 1300 μέτρα υψόμετρο, πέμπτο επίπεδο ανάβασης, όπου σταματάει ο δρόμος της Αίτνας.
Από δω και πάνω υπάρχουν δυο επιλογές: H μια να πάρει ο επισκέπτης το τελεφερίκ και ν’ ανέβει ως τα δυο χιλιάδες μέτρα και η άλλη να περπατήσει γύρω από τις «λαβωματιές» του βουνού, να χαρεί το διαφορετικό τοπίο, ν’ αδράξει το χώμα και την πέτρα, να ανηφορίσει ίσαμε τις γύρω πλαγιές και ν’ αποτιμήσει το ιδιαίτερο και μοναδικό αυτό ενδιαίτημα της εσώκλειστης φωτιάς και των κρατήρων της.
Άλλωστε οι κρατήρες και οι λαβωματιές της ιδιαίτερης αυτής φύσης συνωστίζονται γύρω από τα μεσαία υψόμετρα της Αίτνας και όχι σιμά στην ψηλή κορυφή της, των 3.300 μέτρων.
Τέλος πάνω από τα 2.000 μέτρα η θαμνώδης βλάστηση ξαναρχίζει να δίνει ζωή στο ορεινό ηφαιστειακό τόξο με ένα είδος που το λένε «κρυπτόγαμοι θάμνοι». Εδώ συναντάει κανείς και λιβάδια με βοσκοτόπια.
Από τη μεριά που η Αίτνα συγκλίνει προς τη θάλασσα του Ιονίου ξεχωρίζει και το περίφημο βάραθρο Μπόβε, από τους δρόμους του οποίου συνήθως βρίσκει διέξοδο η ηφαιστειακή λάβα.
*


Εξ αιτίας αυτής της διαφορετικότητας στη σύσταση του εδάφους και της ιδιαίτερα πληθωρικής χλωρίδας της Αίτνας συνδέθηκε το όνομα δυο θεοτήτων που προστάτεψαν το βουνό παίζοντας με το μυθικό τους κάλυμμα ρόλο ουσιαστικό: O Ήφαιστος, ο θεός της φωτιάς και η Δήμητρα, η θεά της βλάστησης και της γονιμότητας. Οι δυο αυτοί θεοί έντυσαν με το ηφαιστειακό και εύφορο στοιχείο ο καθένας τους το έδαφός της.
Όμως το βουνό αποτελεί και μια πρώτης τάξης μυθολογική γενεσιουργία, αφού εδώ έλαβαν σάρκα και οστά τόσοι και τόσοι μύθοι, που μονάχα ο Όλυμπος καταφέρνει να την ξεπεράσει.
Αλλά σχέση με την Αίτνα έχει κι ο Εγκέλαδος, ο μεγάλος αντίπαλος της Αθηνάς, που ως ηττημένος θάφτηκε κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου. Κάθε φορά που επιχειρούσε να κινηθεί υπόγεια – ο Εγκέλαδος -, προκαλούσε τρομερά τινάγματα και συγκλόνιζε ολόκληρη τη Σικελία.
*
Οπλισμένος με τέτοια πάνω – κάτω μυθική σκευή για το βουνό, αποφάσισα, σαν φτάσαμε στο οροπέδιο της Cratere Silvestri, να βγω στο άπλετο ημίφως, εξ αιτίας της καταρρακτώδους ομίχλης, για να πάρω τις πρώτες Αιτναίες ανάσες μου.
Ξαμολήθηκα στην ολόμαυρη ράχη των γύρω πλαγιών, όπως έκαμαν και όλοι οι άλλοι. Περπάτησα πάνω στο διάστικτο από τις μαυρόπετρες έδαφος κυκλώνοντας τους λόφους και τις πληγωμένες από το μάγμα στρωματικές επιφάνειες.
Περπάτησα πάνω στο στυφό έδαφος της τέφρας και εισέπραξα κιόλας την πρώτη μου πανδαιμόνια εντύπωση. Ύστερα ύψωσα το βλέμμα πάνω από το οροπέδιο και από έναν αιφνιδιαστικό φεγγίτη αναλαμπής διέκρινα τον στιβαρό κώνο μιας κορυφής, πάνω στην οποία μόλις διακρινόταν η φιγούρα ενός ορειβάτη, που έμοιαζε με κουκίδα μελανόπτερη.
Ακαριαία έψαξα νάβρω τον απευθείας αναγκαίο δρόμο που θα με οδηγούσε ως εκεί. Από την έκπληξη μου βγήκε μια κραυγή που ακούστηκε από αρκετούς, οι οποίοι με κοίταξαν γεμάτοι απορία.
Την επόμενη στιγμή προσπάθησα να προσδιορίσω τα στίγματα, τις δομές και τα νήματα που θα με έδεναν με εκείνη την κορυφή. Κι αμέσως κίνησα ενημερώνοντας την ομάδα πως θα επιχειρήσω ν’ ανέβω κατευθείαν από την απότομη κόψη προς την κορυφή.
Όμως βλέποντάς με να κινούμαι προς το απότομο πρανές, από το οποίο έψαχνα προσπέλαση, με παρακολουθούσαν έξη άγρυπνα μάτια.
Εκείνη την ώρα δεν έβλεπα τίποτ’ άλλο παρά την κορυφή, η οποία σκεπάζονταν όμως ραγδαία από ένα άσπρο σάβανο καταχνιάς αποδυναμώνοντας σταδιακά τη βαρβάτη εικόνα του ψηλού κώνου.
Δεν πρόλαβα να κάνω λίγα βήματα προς τη βάση του κώνου, από όπου πιθανολογούσα την αρχή της ανάβασης και με πλεύρισαν τρεις Χάριτες, που ήταν πιο γρήγορες από μένα, γεμάτες υγεία, νιάτα και ομορφιά και μου δήλωσαν ότι θέλουν θα με ακολουθήσουν.
Φυσικά και δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ μια τέτοια προσφορά αιθέριων συμμετοχών από τρεις Χάριτες που θα ομόρφαιναν το ανηφορικό μου ταξίδι για την κορυφή.
*


Ολόκληρο το μέτωπο της βάσης, δίπλα από το δρόμο ήταν συρματοφραγμένο και δεν άφηνε περιθώρια προσπέλασης στο βουνό. Αναγκάστηκα να ψάξω την αφετηρία από κάπου αλλού. Όντως πιο κάτω ξεκινούσε σηματοδοτημένο φαρδύ και πετρόσπαρτο μονοπάτι για την κορυφή.
Η ομίχλη όμως όλο και άπλωνε τα σεντόνια της και κάλυπτε ολοένα και περισσότερο τα πάντα. Μια αοριστία αχνογάλαζου ονείρου απλώθηκε και μας τύλιξε με τον γκρίζο μανδύα του. Πίσω μου ίσα που διακρίνω τις τρεις παρουσίες να οριοθετούν τις αντοχές και να χτίζουν την αισιοδοξία τους. Δεν κάνουν πίσω. Ένα ψιλό αεράκι που σηκώνεται δεν τις πτοεί. Το μαύρο σάβανο που σκεπάζει το βουνό δεν τις ανακαλεί σε καμιά τάξη. Βαδίζουν με πείσμα και με χάρη τρυπώντας το αόρατο κενό, για να με προσεγγίζουν κάθε τόσο.
Η πορεία μας γίνεται πάνω σε ένα υγρό ταπέτο που πότε – πότε το κεντά κάποια εξαίσια τουφωτή μάζα από πράσινα και ροζ ανθάκια.
Πάνω στα λαβρολίθαρα πατούμε γλιστρώντας, σαν σε λάσπη, ενώ μια διάχυτη μέθη αρχίζει να μας ζαλίζει. Είναι μια μαύρη θάλασσα κι ένας ουρανός από γαλάζια στάχτη που αλλάζει φορεσιές κάθε τόσο.
Οι τρεις συμμετοχές πάντα κοντά μου, πάντα κραταιές, πάντα χαριτόβρυτες, μέσα σε αυτόν τον μαύρο κρατήρα της ομίχλης.
Χάριτες είναι ασφαλώς που απωθούν τις Μοίρες.
Δεν κάνουν πίσω με τίποτα, καθώς θέλουν να κορυφωθούν και να γευτούν την αθανασία της κορφής θεοποιώντας το άγριο και θηλυκό τους ένστικτο.
Η πορεία κράτησε τρία τέταρτα. Κερδίσαμε γρήγορα υψόμετρο. Ξεπατώσαμε την ομίχλη. Και πιάσαμε κορφή. Μια τάφρος σιγαλιάς μας χωρίζει από το κολωνάκι της κορφής. Εδώ στα 1650 μέτρα πλανιέται ένας ζεστός και κρύος ταυτόχρονα ανεμικός σωρείτης. Όλα έχουν εξατμισθεί από μια κατευναστική διαφάνεια.
Μια κοφτή βραχουριά κι ένα λοφίο από κόκκινη πέτρα νομίζουμε πως σημαίνει το τέλειωμα του κώνου.
Την ίδια στιγμή ξεφυτρώνει μέσα από το χαλαρό σάβανο της ομίχλης μια ομάδα Βάσκων οδοιπόρων που τα χάνει με τις ριψοκίνδυνες φιγούρες μας απάνω στο βράχο της κορφής. Τους ζητούμε να μας φωτογραφίσουν με τις δικές μας μηχανές.
Γελώντας οι Βάσκοι που με ικανοποίηση μαθαίνουν πως είμαστε Γρεκοί, βάλθηκαν να μας απαθανατίζουν οριζόντια και κάθετα απάνω στο βραχάκι της κορυφής πιστεύοντας πως είμαστε τα μέλη ενός μυθικού Χορού κορυβάντων που μόλις είχαμε καταφτάσει από την αρχαία Ελλάδα.
Αλλά το πραγματικό σημάδι – σημαίνον και σημαινόμενο ταυτόχρονα – του κορυφαίου αυτού κώνου της Αίτνας είναι λίγο πιο πάνω, και σημαδεύεται από έναν μπηγμένο σιδεροδοκό που πάνω του είναι τυπωμένο με μπογιατισμένα ελληνικά γράμματα το όνομα ΖΕΥΣ…
Είχαμε δα φτάσει αίσια στην κορυφή του ελληνικού συμβόλου της Αίτνας.

24-6-2018

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το