Άρθρα

O Τύπος και η στάση των ΗΠΑ έναντι της Ελλάδας

τσίπρας

Του Απόστολου Ζουπανιώτη

Η στάση της αμερικανικής κυβέρνησης από την έναρξη της ελληνικής  κρίσης, αλλά και πριν απ’ αυτή, είναι  σαφώς διαφοροποιημένη από την  στάση των ισχυρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ωστόσο αν αυτό είναι πασιφανές, οι αναλυτές των ελληνικών και διεθνών μέσων ενημέρωσης απέτυχαν να δώσουν τη σωστή της διάσταση και μόλις τελευταία αντιλήφθηκαν το ουσιαστικό αίτιο που βάζει το «ελληνικό θέμα» – σχεδόν καθημερινά – στο φάκελο της πρωινής ενημέρωσης του Μπαράκ Ομπάμα.

Ο βασικός λόγος που «καίγεται» ο Λευκός Οίκος για την ελληνική κρίση είναι γεωστρατηγικός. Αυτό δυσκολεύτηκαν να το αντιληφθούν  για πάνω από 4 χρόνια οι αναλυτές, επειδή στην εξουσία βρίσκονταν φιλοαμερικανικές κυβερνήσεις, το αντιλήφθηκαν ωστόσο από  την πρώτη μέρα που ανέλαβε  ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, με την κοινή  ανακοίνωση των ηγετών για τις  ρωσικές κυρώσεις. Στην πραγματικότητα, η αιτία ίσχυε και πριν, απλά διατυπώνονταν με το μήνυμα «να μην ανέβει η αριστερά στην εξουσία». Μετά τις εκλογές έγινε «η νέα κυβέρνηση να παραμείνει στους ευρωτλαντικούς θεσμούς και να μην διαταραχθεί η συμμαχική της σχέση με τις ΗΠΑ».

Ο δεύτερος λόγος είναι η διαφορετική  φιλοσοφία του προέδρου Ομπάμα και  των Δημοκρατικών ως προς τους τρόπους  αντιμετώπισης παρόμοιων κρίσεων. Όλοι πλέον αποδέχονται πως αν ο Μπαράκ Ομπάμα ακολουθούσε συνταγές Μέρκελ-Σόιμπλε μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers η αμερικανική οικονομία θα είχε βυθιστεί σε ακόμη χειρότερη κρίση.

Ο τρίτος λόγος είναι πως ούτε ο Ομπάμα, οι σύμβουλοί του και  η FED, ούτε όμως και ηγέτες μεγάλων οικονομιών όπως η Ιαπωνία, είναι βέβαιοι πως οι ευρωπαϊκοί κι οι διεθνείς οικονομικοί θεσμοί είναι απολύτως διασφαλισμένοι από ένα Grexit. Παρότι είναι βέβαιοι ότι δεν θα υπάρξει «τσουνάμι», εκτιμούν ότι τo ελληνικό χρέος είναι πολύ μεγάλο για να προκαλέσει μόνο κάποιους κυματισμούς, σαν μια μεγάλη πέτρα στη θάλασσα.

Σ’ εκείνο που αποτυγχάνουν πλήρως οι αναλυτές είναι τι σημαίνουν τα μηνύματα που στέλνει η Ουάσιγκτον προς δανειστές (με πρώτη τη Γερμανία) και Ελλάδα. Στην Ελλάδα κάποιοι  κάνουν το λάθος να θεωρούν ότι  οι ΗΠΑ θα απειλήσουν τη Γερμανία, ή  θα αναλάβουν οι ΗΠΑ τις ελληνικές  υποχρεώσεις για να αποφευχθεί το Grexit. Αυτό απέχει μακράν της πραγματικότητας.

Κάποιοι αναλυτές στην Ευρώπη και  στην Αμερική –  από την άλλη –  κάποτε μιλούν για πιέσεις προς τη Γερμανία και τη Λαγκάρντ, άλλοτε πάλι πιάνοντας τη φράση-πρόσκληση προς την Ελλάδα να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις ως αλλαγή στάσης. Ωστόσο, η στάση  των ΗΠΑ ήταν πάντοτε η ίδια.

Ας πάρουμε τις τελευταίες δηλώσεις του προέδρου Ομπάμα στη Γερμανία, όπου στο περιθώριο της συνόδου  των G7 ήγειρε και μάλιστα έντονα, την ανάγκη σύντομης ολοκλήρωσης συμφωνίας.  Είπε λοιπόν:

“Αν και οι δυο πλευρές  δείξουν αρκετή ευελιξία, νομίζω  ότι μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα. Θα είναι και σημαντικό η διεθνής κοινότητα και οι διεθνείς οικονομικοί θεσμοί να αναγνωρίσουν τις απίστευτες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.

«Οι εταίροι αισθάνονται ότι είναι επείγον να βρεθεί ένας δρόμος για να διευθετηθεί η κατάσταση. Αυτό που θα χρειαστεί είναι η Ελλάδα να είναι σοβαρή σε ό,τι αφορά την εφαρμογή κάποιων σημαντικών μεταρρυθμίσεων, όχι μόνο για να ικανοποιήσει τους πιστωτές, αλλά – ακόμη πιο σημαντικό- προκειμένου να δημιουργήσει μια πλατφόρμα ώστε η ελληνική οικονομία να αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται και να ευημερεί. Οι Έλληνες θα πρέπει να το κάνουν και να κάνουν κάποιες σκληρές πολιτικές επιλογές οι οποίες θα είναι καλές μακροπρόθεσμα”.

Για να ερμηνεύσουμε αυτές τις δηλώσεις, αρκεί να θυμηθούμε τα μηνύματα που  έστελνε προς την Ελλάδα η Αμερική, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Αντώνης  Σαμαράς, μία σαφώς περισσότερο  φιλοαμερικανική, φιλοδυτική και οικονομικά περισσότερο φιλελεύθερη επιλογή.

Μετά και την δεύτερη επίσκεψη του κ. Σαμαρά στις ΗΠΑ, εντός 3 μηνών  κι αφού συναντήθηκε με τον πρόεδρο  Ομπάμα, τον αντιπρόεδρο Μπάιντεν και πάρα πολλούς επενδυτικούς και  τραπεζικούς οργανισμούς, τα μόνα που  αποκόμισε ήταν πως είναι η  καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα, όμως ακόμη δεν εξασφάλισε την  πολιτική αστάθεια. Ότι βρίσκεται  σε καλό δρόμο η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ωστόσο δεν έχει κατορθώσει να αντιμετωπίσει επαρκώς τη διαφθορά και να πείσει την κοινή γνώμη γι’ αυτό. Και το κυριότερο, ότι αν κι έχουν γίνει πολλά, οι επενδυτές ζητούν να γίνουν ακόμη περισσότερα για να γίνει ελκυστική η Ελλάδα για επενδύσεις.

Ποιες ήταν οι μεταρρυθμίσεις που  ζητούσαν για να δημιουργηθούν «ευνοϊκές επενδυτικές συνθήκες»;

Αλλαγές στα ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά (στις ΗΠΑ δικαιούται κανείς πλήρη σύνταξη μετά τα 67) και μείωση των εργοδοτικών εισφορών, περιορισμό του δικαιώματος της απεργίας (στο πλαίσιο ενός νόμου που υπεραπλουστευτικά εστιάζεται στις μαζικές απολύσεις οι οποίες αφορούν σε ελάχιστες επιχειρήσεις) και αυστηρότερη νομοθεσία για τις διαδηλώσεις. Κι παρότι θεωρούσαν θετικές τις αλλαγές για τη διευκόλυνση των επενδύσεων και μείωση της γραφειοκρατίας, υπάρχουν ακόμη σοβαρά εμπόδια στην εφαρμογή των μέτρων, με αποτέλεσμα πολλές επενδύσεις ακόμη να βαλτώνουν, ενώ και οι ιδιωτικοποιήσεις δεν προχωρούν με ικανοποιητικούς ρυθμούς.

Όλα αυτά τα αμερικανικά προαπαιτούμενα είναι και σήμερα ανοιχτά. Απλά η  Ουάσιγκτον βλέπει με συμπάθεια –  σε αντίθεση με τον Σόιμπλε –  την μη μείωση μισθών και συντάξεων, που θεωρεί κατ’ εξοχήν υφεσιακό μέτρα  μονόπλευρης λιτότητας.

Μία δεύτερη διαφορά, είναι ο  συνυπολογισμός του πολιτικού κόστους  από μία πλήρη εφαρμογή όλων των  μέτρων, αντί της σταδιακής, Η Ουάσιγκτον αναλύοντας γεωστρατηγικά την κρίση  και μη βλέποντας αυτή τη στιγμή άλλη βιώσιμη επιλογή πλην του  ΣΥΡΙΖΑ, ευνοεί μία τακτική προώθησης  αυτών των μεταρρυθμίσεων που  θα έχουν όσο πολιτικό κόστος μπορεί να απορροφήσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα και ταυτόχρονα θα δίνουν την εικόνα και θα ικανοποιούν  τους δανειστές πως προχωρούν  οι μεταρρυθμίσεις.

Τέτοιες μπορούν να είναι τα στα ασφαλιστικά/συνταξιοδοτικά, η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων, πάταξη γραφειοκρατία/διαφθοράς και φοροδιαφυγής και την διατήρηση των δημοσίων δαπανών στα σημερινά επίπεδα, χωρίς τη λήψη αποφάσεων για προσλήψεις, διεύρυνση του δημοσίου κλπ.

Τα μέτρα αυτά εκτιμάται ότι  θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν και  τις δύο πλευρές στη διαπραγμάτευση. Το δύσκολο όμως είναι η χρονική  συγκυρία και η αποφυγή του  «διλήμματος του φυλακισμένου», να περιμένει δηλαδή κάποιος να πετύχει  το καλύτερο αποτέλεσμα και στο τέλος  να καταλήγει με χειρότερο. Γιατί  τότε, ο κίνδυνος πιθανού «ατυχήματος» ελλοχεύει.

Πηγή: riknews.com.cy

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το