Τοπικά

Ο συνθέτης Κ. Δρυγιανάκης στη “Θ” : «Mεγάλο σχολείο οι δίσκοι βινυλίου»

 

Ο συνθέτης Κωστής Δρυγιανάκης με αφορμή τη συλλογή του από περισσότερους από 20 χιλιάδες δίσκους (βινυλίου και ακτίνας) αναφέρεται στο «μεγάλο σχολείο», μέσα στο οποίο απέκτησε σημαντική μουσική εκπαίδευση. Μιλά για τη διαδρομή του ως συλλέκτης από τα πρώτα χρόνια της συγκέντρωσης των αγαπημένων του δίσκων μέχρι τη δεκαετία που το διαδίκτυο ανέτρεψε τα δεδομένα και άλλαξε τη ροή των πραγμάτων.
Μάλιστα τονίζει πως «αν είχα στα εφηβικά μου χρόνια μερικές από τις πληροφορίες που ανακάλυψα αναδρομικά πρόσφατα, η ζωή μου ίσως να είχε κυλήσει εντελώς διαφορετικά. Σήμερα το ερώτημα έχει μετατεθεί στο πώς σχετιζόμαστε εμείς με τις πληροφορίες. Στο πώς τις αξιοποιούμε, όχι πώς τις βρίσκουμε. Αυτό ισχύει εξίσου και για το μουσικό υλικό».

Από πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να συλλέγει δίσκους βινυλίου;

«Άρχισα να αγοράζω συνειδητά δίσκους τον Νοέμβρη του 1978. Ήμουν στην Τρίτη γυμνασίου. Ήδη υπήρχε ένα μικρό ντουλάπι με δίσκους στο σπίτι, καρπός του ενδιαφέροντος των γονιών μου που είχε περάσει και σε μένα, αλλά τότε η απόκτηση δίσκων μπήκε σε μια φάση συστηματικότητας. Μέσα σε έναν χρόνο σχεδόν είχα μαζέψει την πρώτη μου «κατοστάδα». Καταλογογραφούσα, ταξινομούσα, τους αντιμετώπιζα με τον προσήκοντα σεβασμό, σε αντίθεση με τα ως τότε παιδικά μου παιχνίδια. Με τα δεδομένα της ελληνικής επαρχίας της εποχής εκείνης, οι δίσκοι ήταν ένα μεγάλο σχολείο. Ήταν ο χώρος όπου εύρισκες τα πράγματα που ήταν απίθανο να ακούσεις σε ζωντανή εκτέλεση. Η μουσική εκπαίδευση ήταν ουσιαστικώς ανύπαρκτη, και τα ονόματα που διάβαζες στα -λίγα γενικώς- βιβλία, χωρίς το δισκογραφικό βοήθημα έμεναν ένα κενό γράμμα. Τι είναι ο Μπαχ, ο Μπετόβεν, ο Ξενάκης εν τέλει, αν δεν έχεις ακούσει τη μουσική τους; Οι δίσκοι προσέφεραν κατ’ αρχήν παιδεία. Η απόλαυση ερχόταν δεύτερη».

Μέσα από αυτόν τον «θησαυρό» τι έμαθες για τη μουσική, τις διαστάσεις της, την εξέλιξή της;
«Σταδιακά οι ορίζοντες -οι δικοί μου αλλά και της παρέας με τα παρόμοια ενδιαφέροντα- διευρύνθηκαν. Προς τα έξω, αλλά πολλές φορές και προς τα έσω. Πράγματα που έμοιαζαν φαινομενικά ασήμαντα ή που αντιμετωπίζονταν από τον περίγυρό μας περιφρονητικά μπήκαν στον κύκλο των ενδιαφερόντων μας. Θα ανέφερα ενδεικτικά τις εξω-ευρωπαϊκές μουσικές παραδόσεις, τα τραγούδια των κάθε λογής περιθωρίων, τους αβάν-γκαρντ εξτρεμισμούς, τα πράγματα που έδειχναν να είναι εκτός μόδας. Με την πάροδο των χρόνων αποδείχθηκε ότι οι κάθε είδους κρίσεις -τι είναι «καλό» και τι δεν είναι- είναι εντελώς υποκειμενικές και υπόκεινται σε ανατροπές. Το ρεμπέτικο τραγούδι, λ.χ., ήταν κάποτε απαξιωμένο, υπήρξε και απαγορευμένο. Εμείς το είδαμε να αποκαθίσταται και σε κάποιες περιπτώσεις να καθίσταται κλασσικό.

Ποιο είναι το σημείο καμπής για τους δίσκους βινυλίου και κατά πόσο η εισβολή του διαδικτύου επηρέασε τη ματιά σου και τα ακούσματά σου;
Τα πράγματα νομίζω άλλαξαν ουσιαστικά γύρω στο 2010. Ως τότε, όσο κι αν είχαν αλλάξει οι συνθήκες της ζωής και τα οικονομικά μεγέθη και όσο κι αν είχαν διευρυνθεί τα σύνορα, οι δίσκοι -βινυλίου αλλά και ακτίνας πλέον- αποτελούσαν ένα θεμέλιο. Ανάλογα όπως και τα βιβλία. Στα χρόνια γύρω στο 2010 συνέβη η μεγάλη ανατροπή. Στο διαδίκτυο άρχισε να παρέχεται όλο το υλικό που παλαιότερα βρισκόταν στους δίσκους πανεύκολα και δωρεάν. Αν ώς τότε έπρεπε να διαχειριστείς την πληροφορία ως νερό σε συνθήκες ξηρασίας, με το διαδίκτυο δημιουργήθηκαν συνθήκες πλημμύρας. Βρεθήκαμε να κολυμπούμε σε μια αχανή θάλασσα με τον κίνδυνο του πνιγμού. Το νερό, οι δίσκοι, απέκτησαν διαφορετική σημασία.

Προσφέρουν, όμως, οι δίσκοι κάποια ουσιαστικά καλύτερη ποιότητα (ήχου κ.λπ.) που απουσιάζει από το διαδίκτυο;
Είναι μύθος αυτό που λέγεται για τον «δίσκο (βινυλίου) που έχει καλύτερο ήχο». Τα ψηφιακά συστήματα υπερτερούν των αναλογικών εδώ και πολλά χρόνια, θέτοντας το ερώτημα ποιος ακριβώς ήχος θεωρείται καλύτερος. Σε πολλές περιπτώσεις το εύχρηστο αποτελεί κινητήρια δύναμη, ωστόσο, υπάρχει κόσμος που εξακολουθεί και να εκδίδει και να αγοράζει δίσκους βινυλίου (και κασέτες) και βέβαια κι εγώ ανήκω σε αυτούς, αν και πολλές παράμετροι έχουν πλέον αλλάξει. Ο δίσκος λειτουργεί κυρίως σαν ένα φετίχ. Δεν είναι πια λειτουργικός με τον τρόπο που ήταν πριν μερικές δεκαετίες, είναι κυρίως αντικείμενο που ικανοποιεί μια ματαιοδοξία.

Υπήρξαν στιγμές που η αναζήτηση δίσκων υπήρξε δύσκολη ή και περιπετειώδης;
Σε ένα βαθμό, ναι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, στα χρόνια γύρω στο 1980, τον αγώνα μας για δίσκους εισαγωγής, οι οποίοι, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες ελληνικές εκδόσεις, ήταν πολύ πιο πλούσιοι σε πληροφοριακό υλικό, συνήθως και με καλύτερη ποιότητα ήχου. Οι πληροφορίες τότε σπάνιζαν. Ποιος παίζει εδώ ή εκεί, τι όργανα χρησιμοποιεί, δυο λόγια για το περιεχόμενο του δίσκου, ειδικά για την κλασική μουσική της Ευρώπης. Σήμερα αυτά όλα έχουν γίνει ψωμοτύρι, υπόθεση αναζήτησης μερικών δευτερολέπτων. Προσωπικά θα τολμούσα να πω ότι αν είχα στα εφηβικά μου χρόνια μερικές από τις πληροφορίες που ανακάλυψα αναδρομικά πρόσφατα, η ζωή μου ίσως να είχε κυλήσει εντελώς διαφορετικά. Σήμερα το ερώτημα έχει μετατεθεί στο πώς σχετιζόμαστε εμείς με αυτές τις πληροφορίες. Στο πώς τις αξιοποιούμε, όχι πώς τις βρίσκουμε. Αυτό ισχύει εξίσου και για το μουσικό υλικό.

Τελικά η σπανιότητα ενός αντικειμένου είναι ταυτόσημη της ποιότητας;
Με όλες τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί, η σπανιότητα καταλήγει να γίνεται αντιληπτή ως ποιότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις, αν δεν υπάρχουν άλλες ποιότητες, μπορεί να έχει έννοια μια τέτοια αντίληψη, όπως ας πούμε στα γραμματόσημα. Στην περίπτωση της μουσικής, όμως, δεν είναι έτσι. Ένας σπάνιος δίσκος δεν είναι αναγκαστικά ένας σπουδαίος δίσκος. Οι δυο αυτές ιδιότητες κάποιες φορές συγχέονται μεταξύ τους, «κι αυτό είναι μια θλιβερή αποτυχία», όπως γράφουν οι Θιβετιανοί. Η σπανιότητα μπορεί να μας κινητοποιεί, εξάπτοντας την περιέργεια ή τη φαντασία μας, αλλά το τελικό αιτούμενο μπορεί να είναι ολοσχερώς διαφορετικό. Μπορεί να είναι κάτι το οποίο βρίσκεται δίπλα μας, και απλά πρέπει να το δούμε με μια διαφορετική ματιά.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το