Άρθρα

Ο συνωστισμός μιας έκθεσης… και οι προφητικές άδειες πλατείες του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο

Της Χρύσας Δραντάκη, δρ. Κοινωνιολογίας Τέχνης

In memoriam. 10 Ιουλίου 1888, γέννηση στον Βόλο του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, από τους κορυφαίους ζωγράφους του 20ού αιώνα. 132η επέτειος των γενεθλίων του.
«… Γεννήθηκα στη σκιά του Πηλίου και των Κενταύρων, δυο βήματα από την Ιωλκό των Αργοναυτών… μια αποπνικτική μέρα του Ιουλίου στον Βόλο… πρωτεύουσα της Θεσσαλίας που τα κεριά λιώνανε στα καντηλέρια, και πάνω από την πολιτεία, λες για να μεγαλώσει τον καύσωνα του καλοκαιριού, φυσούσε ένας φλογισμένος άνεμος που έρχεται από την Αφρική και που οι Έλληνες ονομάζουν λίβα…» (γράφει ο ίδιος στο «Αναμνήσεις από τη ζωή μου»-1945).
Πέντε μήνες μετά επιχειρώ να αποτυπώσω το μετουσιωμένο συναίσθημα ενός παραδόξου ταξιδιού στο Μιλάνο, που είχε ως μοναδικό σκοπό την επίσκεψη στο Palazzo Reale της έκθεσης «De Chirico» στην προτελευταία ημέρα της λειτουργίας της, το Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020, έκθεση που είχε εγκαινιαστεί στις 25 Σεπτεμβρίου 2019.
Όταν τίποτε δεν προμήνυε τη δραματική κατάσταση που προέκυψε λίγες μέρες αργότερα και πριν η έννοια «συνωστισμός» αποβεί μια απαγορευμένη συνθήκη. Γιατί ο συνωστισμός ήταν κυρίαρχος στην παγερή, αλλά ηλιόλουστη μεγαλούπολη του ιταλικού βορρά. Μπέργκαμο-Μιλάνο, συνωστισμός στο αεροδρόμιο, στους σταθμούς, στα τρένα, δρόμους, πλατείες, καφέ, καταστήματα και μουσεία, συνωστισμός στην είσοδο του Palazzo Reale, που προσπερνάμε την ουρά της αναμονής στην πλατεία και στο αίθριο του κτιρίου, την προκαθορισμένη ώρα του ηλεκτρονικού εισιτηρίου μας.

Συνωστισμός και στο εσωτερικό από τις οργανωμένες ομάδες επισκεπτών και τους μεμονωμένους επισκέπτες, ανθρώπους κάθε ηλικίας, στον λαβυρινθώδους σύλληψης χώρο της έκθεσης με το ζιγκ-ζαγκ των αιθουσών που αποφεύγοντας τη χρονολογική συνέχεια δημιουργούσε ξεχωριστές περιοχές θεματικών συνδυασμών, υποβάλλοντας το μυστήριο, καλλιεργώντας το σασπένς εναλλασσόμενων χιτσκοκικών εικόνων και μια αγχωτική ατμόσφαιρα διάχυτου αινίγματος, έναν διάλογο κατά τη διάρκεια της υπολογισμένης διαδρομής με στάσεις ή εμπόδια προκαλώντας ερωτηματικά και απαιτώντας την παρατήρηση χωρίς προκαταλήψεις και τη βύθιση στη μαγεία του μεγάλου ζωγράφου.

Έκθεση – «επιστροφή» του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο στο Μιλάνο μετά την αναδρομική του 1970 στο ίδιο Βασιλικό Παλάτι λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, το 1978 στη Ρώμη. Μια μεγάλη έκθεση με πασίγνωστα έργα, δάνεια μεγάλων μουσείων της Αμερικής και Ευρώπης και σπάνια έργα προερχόμενα από ιδιωτικές συλλογές που δεν συναντά κανείς ούτε στα βιβλία.
Μια «Επιστροφή» που ανταποκρινόταν, κατά τον επιμελητή της έκθεσης Luca Massimo Barbero, σε ειδικούς λόγους απευθυνόμενη κυρίως στις νέες γενιές για αποκαλύψει σ’ αυτές τον αινιγματικό κόσμο του μεγάλου ζωγράφου, τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του συνόλου του έργου του, που από τα πρώιμα οικογενειακά πορτρέτα και τις αναφορές σε μυθολογικές μορφές που τον καθόρισαν πέρασε στη «μεταφυσική» περίοδο, αυτόν που ανακάλυψε και εξύμνησε ο ποιητής Απολλιναίρ, ακολούθησαν οι γνωστοί καλλιτέχνες του Παρισιού και που συνέβαλε κατεξοχήν στη δημιουργία του μύθου του «πατέρα του υπερρεαλισμού», ενός μύθου πλήρη αντιφάσεων και μυστηρίου μιας αμφιλεγόμενης καλλιτεχνικής προσωπικότητας που από την πρωτοπορία επέστρεψε στην αντιγραφή του κλασικού και στο νέο-μπαρόκ.

Έκθεση που εκτυλισσόταν ως αφήγημα με το εμβληματικό έργο- αυτοπροσωπογραφία «Et quid amabo nisi quod aenigma est» στο ξεκίνημά της να συμπορεύεται με τα έργα του περάσματος στο φιλοσοφικό stimmung της βαυαρικής πρωτεύουσας όπου σπούδαζε, και στην επιρροή του γερμανικού Ρομαντισμού και Συμβολισμού, εκεί όπου αναδύεται η μυθολογία του ελληνικού χώρου και της παιδικής ηλικίας παράλληλα με την αποτύπωση της οικογενειακής μυθολογίας. Ακολουθείται, μετά το οδοιπορικό στις ιταλικές πόλεις, στην αποκάλυψη του «μεταφυσικού» στη Φλωρεντία το 1911, που θα ολοκληρωθεί με τη «διαμόρφωση προσωπικής μυθολογίας» στο Παρίσι και τη «συγκεκριμενοποίηση του δικού του μυστηρίου». Θα επακολουθήσει «το εργαστήριο των ονείρων του» στη μεγαλειώδη απόδοση των έργων μιας «κλειστοφοβικής τελειότητας» της περιόδου της Φερράρα, ένας «αποκαλυπτικός κόσμος» που θα κλείσει ανατρεπτικά με τη συμβολιστική και νοσταλγική ζωγραφική της δεκαετίας 1920-1930, τους «Αρχαιολόγους», τα άλογα στα ελληνικά ακρογιάλια με τους αρχαίους ναούς, αλλά και τους παραμορφωμένους «μονομάχους» που συνδέουν πολλοί με την εποχή της φασιστικής Ιταλίας. Στο σημείο καμπής του 1919 αποκηρύσσει την πρωτοπορία δηλώνοντας «Pictor cassicus sum» ερχόμενος σε αντιπαράθεση με τους δημιουργούς του μύθου του για να οπισθοχωρήσει στο νέο-μπαρόκ, με τη χαρακτηριστική του «ελαφρότητα» κατά τους ειδικούς, και στις θεωρητικές διακηρύξεις στο «Valori Plastici» καταλήγοντας με τη μεταφυσική ως «επιστροφή» μεταλλαγμένη και αυτοαντιγραφόμενη. Θα ολοκληρώσει τον κύκλο της δημιουργίας του με τα «δωμάτια παιχνιδιών», τα «μυστηριώδη μπάνια», την «επιστροφή του Οδυσσέα» ή την «επιστροφή στο κάστρο», ως μια δραματική και ειρωνική περιήγηση, ένα ταξίδι του αινίγματος από την αρχή έως το τέλος, που απαιτεί στο σύνολο πάντα μια νέα ανάγνωση και προσέγγιση.

Η αφηγηματική πλοκή της έκθεσης έκλεινε με την αναπαραγωγή του έργου «Οι ανησυχητικές μούσες-After De Chirico» του Andy Warhol 1982 αφήνοντας τον θεατή να βρει τη συνέχεια της βαθιάς επιρροής και της μετα-γραφής από τους σύγχρονους Ιταλούς καλλιτέχνες, όπως ο Mario Schifano, ο Julio Paolini, αλλά και ο διεθνής Έλληνας της Ιταλίας Γιάννης Κουνέλλης που στην πρόσφατη, πρώτη μεταθανάτια αναδρομική έκθεση στο Fondatione Prada της Βενετίας πριν έναν χρόνο, διαφαίνονταν η μυστική συνομιλία και το νήμα που τον συνέδεε με τον μεγάλο μεταφυσικό.
Στο μεταίχμιο πάντα των καλλιτεχνικών αξιών «ως νέος Ορφέας κοιτάζει προς τα πίσω, με την αγάπη για τις ρίζες ενώ προχωρά μπροστά, στο παρόν και στην πρόοδο» αποβαίνει «η πιο μεγάλη αλλαγή πλεύσης της ευρωπαϊκού γούστου μετά τον Εμπρεσιονισμό» σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο Francesco Arcangeli στην Μπιενάλε Βενετίας του 1948.

Στην έκθεση του 1970, σε μια εποχή που η φήμη του βάλλεται, η έκθεση στο Palazzo Reale του Μιλάνου αποτολμά και πάλι να κάνει αντιληπτό τον «κόσμο του και τις αξίες που ενσαρκώνει», ενώ έναν χρόνο μετά τον θάνατό του ο Juliano Brigantini τον εξυμνεί παρουσιάζοντας στην ολότητά του το μεταφυσικό του έργο στο Palazzo Grassi της Βενετίας, που θα ανανεωθεί με ανάλογη προσέγγιση από τον William Rubin στην έκθεση-ανθολογία που θα παρουσιάσει στο MOMA της Ν. Υόρκης το 1982. Τη συζήτηση θα επεκτείνουν γύρω από το «γεγονός Ντε Κίρικο» το 1983 με τις ενδελεχείς προτάσεις τους οι δυο κατεξοχήν Ευρωπαίοι μελετητές του Ντε Κίρικο ο Γερμανός Wieland Schmied και ο Γάλλος Gerard Régnier(Jean Clair), που ως συνεπιμελητές θα τον ενθρονίσουν και πάλι με τη μεγαλειώδη έκθεση του Μονάχου που θα μεταφερθεί στο Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού του Παρισιού. Στο πλήθος των αφιερωματικών εκθέσεων που θα συνεχίζονται με κυρίαρχο τον λόγο και την ευρηματικότητα των επιμελητών οι προσεγγίσεις θα είναι ποικίλες, με την έκθεση της Πάντοβα το 2007 των Paolo Baldacci-Gerd Roos να ακολουθεί μια πιο φιλοσοφική έως και ψυχαναλυτική αντιμετώπιση, ενώ το 2009 η έκθεση του Παρισιού στο Musée d’Art Moderne de la Ville de Paris, επιχειρεί τη σύγκλιση των καλλιτεχνικών περιόδων ως μια συνέχεια και την αποκατάσταση – επανεκτίμηση της νέο-μπαρόκ περιόδου.

«Δημιουργός μιας νέας πρωτογενούς πραγματικότητας ανάλογης με τον κόσμο που δημιούργησε ο Ιούλιος Βερν μέσα από τα γραπτά του έργα», ο επιμελητής της φετινής έκθεσης του Μιλάνου ανατρέχει σε κινηματογραφικές προσεγγίσεις με έμφαση στα συναισθήματα που δημιουργεί η έννοια του χώρου στο έργο του, που προσπαθεί να μεταφέρει στη χωροταξική διαμόρφωση της έκθεσης. Μια ενδιαφέρουσα έκθεση που συνοδευόταν από κείμενα και έναν πλούσιο κατάλογο, που παρά τη συνθετική της πρόθεση είχε μεν πολλές αναφορές στη γενέθλια πόλη, αλλά απλοϊκή και ελλιπή παρουσίαση της παιδικής ηλικίας του μεγάλου ζωγράφου, σε αντίθεση με την εμπεριστατωμένη άποψη των επιμελητών της έκθεσης της Πάντοβα, και πολλές αστοχίες έως και λάθη, όπως της αναφοράς της Ελλάδας ως Γερμανικού προτεκτοράτου ή του Πολυτεχνείου-Σχολείου των Τεχνών της Αθήνας, όπου φοίτησε, ως κτίριο του Δανού αρχιτέκτονα Χάνσεν και όχι του Λύσανδρου Καυτατζόγλου, λάθη και κάποια άγνοια μορφών και περιοχών της γενέθλιας πόλης, που θα περνούσαν απαρατήρητα από τον όποιο θεατή όχι όμως από τους ευαισθητοποιημένους Βολιώτες επισκέπτες.
Ο επιμελητής της έκθεσης αναφέρεται στο κείμενο του Ιταλού ακαδημαϊκού Maurizio Calvesi που είχε γράψει το 1992 πως ο Ντε Κίρικο «κατάλαβε καλύτερα από όλους και προσωποποίησε την κουλτούρα του αιώνα σαν έναν «πορτιέρη της νύχτας» σε ένα υπέροχο παλάτσο που όλοι πηγαίνουν να κοιμηθούν» καλωσορίζοντας τους επισκέπτες σ’ αυτό το μαγεμένο παλάτι που είχε ονειρευτεί ο Ντε Κίρικο.

Δέκα μέρες μετά την επίσκεψή μας εμβρόντητη ολόκληρη η Ευρώπη άκουγε για τα πρώτα κρούσματα και θανάτους από τις συνέπειες της πανδημίας που ενέσκηψε πρώτα σ’ αυτήν την περιοχή της Ιταλίας. Παραφράζοντας τον λόγο του ιστορικού, αντί για το παλάτσο οι πάντες πήγαν να απομονωθούν και να κρυφτούν στο δικό τους σπίτι.
Η ίδια κεντρική πλατεία του Ντουόμο της πρωτεύουσας της Λομβαρδίας 10 μέρες μετά αντανακλούσε ως πραγματικότητα τις μεταφυσικές άδειες «πλατείες της Ιταλίας» του Ντε Κίρικο, όχι ως ονειρική εικονογραφία, αλλά ως βιωματικοί χώροι εφιαλτικού οράματος μιας νέας αστικής συνθήκης.
Επίκαιρο όσο ποτέ το μεταφυσικό έργο του πρωτοπόρου και αμφιλεγόμενου καλλιτέχνη έγινε μιας άλλης μορφής viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με πλήθος δημοσιεύσεων που αντιπαρέθεταν το φαντασιακό με το πραγματικό. Μεταξύ των δημοσιεύσεων και το κείμενο του προέδρου του «Μουσείου-Ιδρύματος Τζιόρτζιο και Ίζα Ντε Κίρικο» της Ρώμης Paolo Picozza «Οι πλατείες της Ιταλίας: Η μεταφυσική στον καιρό του κοροναβάιρους» που αναδημοσίευσε στην επίσημη ιστοσελίδα της η Galleria Nationale της Ρώμης, ενώ πριν λίγες μέρες στην αγορά της τέχνης εμφανίστηκε μετά από πολύ καιρό σε δημοπρασία μεγάλου Οίκου μια «Πλατεία της Ιταλίας», έργο μικρών διαστάσεων του 1945 με τιμή εκκίνησης 141.500 ευρώ!

Η πολυπλοκότητα και το εικονογραφικό μυστήριο του ανατρεπτικού και παράξενου ταξιδιού του κορυφαίου μεταφυσικού καλλιτέχνη προφητικά μεταφέρει την ανησυχία, την αγωνία, την απομόνωση, το αίνιγμα με το ερώτημα να παραμένει ανοιχτό για τη δύναμη της καλλιτεχνικής δημιουργίας συνδεδεμένης με τη ζοφερή πραγματικότητα του τελευταίου εξαμήνου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το