Άρθρα

Ο ρόλος και η σημασία της δημόσιας διαβούλευσης στην τοπική αυτοδιοίκηση

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη*

Διαβάζοντας προσφάτως τον οδηγό διαβούλευσης που έχει συντάξει η Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης & Αυτοδιοίκησης στο παρελθόν, εστίασα σε κάποια βασικά ζητήματα που σχετίζονται με τον ρόλο και τη σημασία της δημόσιας διαβούλευσης στην τοπική αυτοδιοίκηση. Έτσι θα ξεκινήσω με ένα κορυφαίο ζήτημα, το οποίο αποτελεί και βασική συνιστώσα της αυτοδιοίκησης, δηλαδή η συμμετοχή και η συνέργεια των πολιτών. Παράλληλα, γεννούνται διάφορα ερωτήματα και προβληματισμοί που εστιάζουν στις αιτίες κρίσης μιας τοπικής κοινωνίας, στην οποία λείπει ο δημοκρατικός προγραμματισμός και οι διαδικασίες συνδιαμόρφωσης δημοσίων πολιτικών.
Γιατί στις μέρες μας λοιπόν επαναλαμβάνονται οι ίδιες πολιτικές συμπεριφορές των δημοτικών αρχών και παρόμοιες επαναλαμβανόμενες στάσεις των πολιτών που χαρακτηρίζονται από διαμαρτυρία και συντήρηση στερεότυπων απέναντι σε θεσμικούς φορείς; Ποιος είναι ο ελεύθερος χρόνος των πολιτών και ποια η διάθεση του στα κοινά; Γιατί οι δημοτικές και περιφερειακές αρχές δεν επενδύουν συστηματικά σε πολιτικές διαβούλευσης; Ποιες είναι οι νέες ανάγκες για διαδικασίες διαβούλευσης (π.χ. ψηφιακές διαδικασίες); Ποια είναι η σημασία του διαλόγου σε μια κοινωνία, ως διαδικασία που συνεισφέρει στον στοχασμό και στη δημιουργία ενός κοινού νοήματος; Πως εξασφαλίζεται σήμερα η κοινωνική συνοχή;
Προσπαθώντας να συνεισφέρουμε σε ένα διάλογο σχετικά με το νόημα και τις αρχές της διαβούλευσης σε μια τοπική κοινωνία, θα προσπαθήσουμε να συνεισφέρουμε στους παραπάνω προβληματισμούς. Έτσι θα παρατηρήσουμε ότι οι σημερινοί φορείς άσκησης πολιτικής, τόσο σε τοπικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, πολλές φορές καλούνται να αντιμετωπίσουν προβλήματα που έχουν ως βασικά χαρακτηριστικά την πολυπλοκότητα και την αλληλεξάρτηση. Οι νέες ανάγκες που προκύπτουν πολλές φορές οδηγούν σε συγκρούσεις. Έτσι οι φορείς άσκησης πολιτικής, δεν μπορούν πάντοτε να προβλέπουν την συμπεριφορά κάποιων κρίσιμων παραγόντων που επηρεάζουν τη δράση τους.

Προσπαθώντας να προσδιορίσουμε τους βασικούς «συντελεστές» που διαμορφώνουν τις εξελίξεις στις τοπικές κοινωνίες, θα δούμε πως είναι οι κάτοικοι και επαγγελματίες, οι τοπικοί φορείς, οι τεχνοκράτες και τέλος οι τοπικοί παράγοντες (δημοτικό ή περιφερειακό συμβούλιο). Οι παραπάνω «συντελεστές» τις περισσότερες φορές λειτουργούν ακολουθώντας κάποια «μοτίβα», δηλαδή μια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, δίχως δείγματα συνεννόησης, δυσχεραίνοντας τη λειτουργία της πόλης ή μιας περιφέρειας.

Έτσι οι κάτοικοι και οι επαγγελματίες, τις περισσότερες φορές δεν διαθέτουν χρόνο, συχνά αναπτύσσουν μεταξύ τους έναν έντονο ανταγωνισμό, ενώ τις περισσότερες φορές μένουν αμέτοχοι, διατηρώντας προκαταλήψεις και στερεότυπα απέναντι στους θεσμικούς φορείς, μη αναγνωρίζοντας κάθε δική τους ευθύνη. Οι τοπικοί φορείς σταδιακά θεωρούν ότι η επιρροή τους μειώνεται, δεν μπορούν να κινητοποιήσουν καθώς και δεν μπορούν να προσεταιριστούν νέα μέλη. Έτσι οι ενεργοί πολίτες διαμαρτύρονται για αδιαφορία της κοινωνίας και μειωμένη συμμετοχή στα κοινά. Από την άλλη πλευρά οι τεχνοκράτες καλούνται να σχεδιάσουν πολιτικές που προτείνουν συγκεκριμένες λύσεις αγνοώντας την καθημερινότητα των κατοίκων, τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. Τέλος τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια συνήθως δημιουργούν κα προβάλλουν ένα όραμα που στην ουσία αντικατοπτρίζει το δικό τους σύστημα αντιλήψεων κα πεποιθήσεων. Τις περισσότερες φορές από αυτό τον σχεδιασμό απουσιάζει η γνώμη των κατοίκων, καθώς και οι απόψεις του διοικητικού μηχανισμού. Έτσι αυτός ο σχεδιασμός τις περισσότερες φορές είναι καταδικασμένος σε αποτυχία διότι δεν εκφράζει τις βαθύτερες ανάγκες των κατοίκων. Άλλωστε είναι γνωστό διότι ότι δεν εκφράζει δεν κινητοποιεί. Το τελικό αποτέλεσμα είναι στο τέλος οι τοπικοί παράγοντες υιοθετούν το συνηθισμένο μοτίβο διαχείρισης της εξουσίας.
Τα παραπάνω προβλήματα και τους περιορισμούς που αναπτύσσονται καλείται να θεραπεύσει η δημοτική ή περιφερειακή διαβούλευση, με ανοικτή διατύπωση και καταγραφή διαφορετικών απόψεων και προτάσεων γύρω από κρίσιμα προβλήματα και επιτακτικές ανάγκες των καιρών.

Έτσι η δημόσια διαβούλευση σε θεσμικό επίπεδο είναι μια αμφίδρομη επικοινωνία και κανονιστική διαδικασία, ανάμεσα στους διαμορφωτές της πολιτικής και στα μέρη τα οποία αυτές οι πολιτικές αφορούν, πχ φορείς και πολίτες, με στόχο οι πρώτοι να εισακούσουν τις απόψεις των δεύτερων. Ωστόσο η διαβούλευση δεν είναι απλά μια διαπραγμάτευση ή ένας συμβιβασμός. Δεν έρχεται με σκοπό να γεφυρώσει μια διαφορά, αλλά να δημιουργήσει κάτι καινούργιο όπως μια αναπτυξιακή στρατηγική. Επιπρόσθετα όμως η διαβούλευση είναι μια εμπειρία μάθησης και ενηλικίωσης μέσα σε μια κοινωνία. Οι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες μπορούν να γνωρίζουν και να συνδιαμορφώνουν τις νέες πτυχές της συλλογικής τους πραγματικότητας. Έτσι η διαβούλευση έχει διπλή υπόσταση είναι ταυτοχρόνως μέσο και σκοπός, διεργασία και αποτέλεσμα, εργαλείο και προϊόν.
Η επένδυση των τοπικών παραγόντων (δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια) σε διαδικασίες διαβούλευσης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Χρειάζεται υπομονή και επιμονή, θεσμοθετημένες διαδικασίες και ανθρώπινο δυναμικό που να τις υποστηρίζει. Είναι στρατηγική επιλογή των δημοτικών και περιφερειακών αρχών η στροφή προς τη διαβούλευση. Απαιτεί ωριμότητα και σεβασμό στον πολίτη. Ωστόσο μπορεί να αναβαθμίσει τη σχέση που παραδοσιακά υπάρχει μεταξύ αρχών και πολιτών. Επίσης το τρίπτυχο κατανόηση – ενημέρωση – αξιοποίηση προϋποθέτει την υιοθέτηση πολιτικών διαβούλευσης από τη δημοτική ή περιφερειακή αρχή με διάθεση αποτύπωσης, κατανόησης και σεβασμού διαφορετικών αντιλήψεων που υπάρχουν σε μια κοινότητα ανθρώπων.

Επίσης η υιοθέτηση διαδικασιών διαβούλευσης από τις τοπικές αρχές μπορεί να συμβάλει στον περιορισμό φαινομένων κατάχρησης εξουσίας, αλλά και στείρας κριτικής και απάθειας. Επιπρόσθετα δεν είναι αμελητέα η αξιοποίηση της συλλογικής εμπειρίας γνώσης και δημιουργικότητας (συλλογική ευφυΐα) που υπάρχει ως απόθεμα στις τοπικές κοινωνίες και διευκολύνει τη χάραξη ρεαλιστικότερης αναπτυξιακής στρατηγικής και γενικότερα την άσκηση της καλύτερης διακυβέρνησης.
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η διαβούλευση ως πολιτική στάση και διαδικασία συνδέεται με την αυτοδιοίκηση και τα πάγια αιτήματά της. Οι διαδικασίες διαβούλευσης σε μια τοπική κοινωνία: α) Ενισχύουν τις σχεδιαζόμενες δημοτικές πολιτικές με τις υπάρχουσες ανάγκες των κατοίκων, β) παρέχουν δεδομένα, προτάσεις και ιδέες για τη σχεδίαση αποτελεσματικών παρεμβάσεων, γ) ενισχύουν το επίπεδο λειτουργίας και βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών της τοπικής αυτοδιοίκησης, δ) συνεισφέρουν στη διαμόρφωση μια νέας κουλτούρας στην αυτοδιοίκηση με ποιοτικά χαρακτηριστικά (π.χ. λογοδοσία, συμμετοχή, συνέργεια) και ε) συνεισφέρουν στην ανάπτυξη συναντίληψης μεταξύ των τοπικών αρχών και παραγόντων και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Ποιοι είναι όμως οι βασικοί τομείς που συνεισφέρουν στην ποιότητα ζωής μιας τοπικής κοινωνίας αποτελώντας ταυτόχρονα και θέματα διαβούλευσης; Σίγουρα μπορεί να είναι ζητήματα αναπτυξιακής στρατηγικής και επιχειρησιακού σχεδιασμού, προστασίας και ανάδειξης του φυσικού περιβάλλοντος, ρυθμιστικά σχέδια και χρήσεις γης, πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας, εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης, δράσεις που αφορούν στη νεολαία, ζητήματα που σχετίζονται με την απασχόληση και την επιχειρηματικότητα, πολιτιστικές και αθλητικές δραστηριότητες, θέματα κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, ζητήματα μεταναστών, καθημερινά ζητήματα, δημοτικές υπηρεσίες και αντιμετώπιση θεμάτων ασφαλείας πολιτών και ιδιοκτησιών.

Συντελεστές μιας διαδικασίας διαβούλευσης είναι τα τοπικά συμβούλια, τα δημοτικά ή περιφερειακά συμβούλια, φορείς και κάτοικοι, δημόσιες υπηρεσίες υποστήριξης, εμπειρογνώμονες και η δημοτική επιτροπή διαβούλευσης. Τα εργαλεία μιας διαβούλευσης μπορούν να αποτελέσουν οι συγκεντρώσεις, οι συνελεύσεις γειτονιάς, επιτροπές και ομάδες εργασίας, έρευνες, όπως πχ προσωπικές συνεντεύξεις, συμπλήρωση ερωτηματολογίων, έρευνες γνώμης ή αγοράς, σφυγμομετρήσεις και δημοψηφίσματα σε πραγματική ή διαδικτυακή βάση κ.λπ., εκθέσεις και εκδηλώσεις που ανοίγουν και κλείνουν κάθε θεματικό κύκλο διαβούλευσης.
Η οργάνωση διαδικασιών διαβούλευσης είναι και μέλημα των τοπικών αρχών που πρέπει να φροντίζουν να παρέχουν το πλαίσιο, τις υποδομές και τα εργαλεία. Έτσι χρειάζονται προπαρασκευαστικές ενέργειες όπως κανονισμός διαβούλευσης, συγκρότηση επιτροπής διαβούλευσης και υποστήριξης με υποδομές και εργαλεία, σχεδίαση και διεξαγωγή της πρώτης θεματικής διαβούλευσης, συνεδρίαση επιτροπής διαβούλευσης, ολοκλήρωση εργασιών και ενημέρωση αποτελεσμάτων ενημέρωσης δημοτικής αρχής και κοινού.
Επιπρόσθετα η διαδικασία της διαβούλευσης δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται από αρκετούς ως μια απόπειρα νομιμοποίησης – επιβολής ειλημμένων αποφάσεων και επιλεγμένων φορέων στους οποίους ασκεί επιρροή ή ακόμα και εξουσία η δημοτική ή περιφερειακή αρχή.
Έτσι βασικό εργαλείο της διαβούλευσης άσχετα τη μορφή θα έχει αυτή είναι ο διάλογος. Ο διάλογος που είναι διαφορετικός σε σχέση με τον αντίλογο και την αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Ένας διάλογος που δεν θα είναι επιδερμικός αλλά μια συζήτηση με ένα κέντρο. Ένα διάλογος όπου οι άνθρωποι μαζί, ακούν ο ένας τον άλλο, μοιράζονται τη γνώση για απλά πράγματα, θέτουν ερωτήματα και σκληρά διλήμματα. Έτσι μέσα από προσωπικές αφηγήσεις, γνωρίζουν και μαθαίνουν να στοχάζονται και να δημιουργούν ένα κοινό νόημα.
Η διαδικασία της διαβούλευσης ενισχύει και βοηθά τους ανθρώπους μιας κοινωνίας να επικοινωνεί, να καλύπτει τα κενά, να συν-δημιουργεί και να σχεδιάζει μια νέα πραγματικότητα.

*Ο Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης είναι διδάκτωρ Ψηφιακής Λαογραφίας, μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του Δ.Π.Θ., μέλος Σ.Ε.Π. Μ.Π.Σ. στο Ε.Α.Π. και συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Πληροφορικής Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το