Θ Plus

Ο ποιητής Μανώλης Γλέζος – Το αγέραστο σύμβολο

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Γνώρισα τον Μανώλη Γλέζο παραμονές των εκλογών του 1993, στην Ανάφη. Ήταν υποψήφιος βουλευτής Κυκλάδων και είχε μεταβεί στο ακροτελεύτιο νησάκι του συμπλέγματος όχι για να βγάλει λόγο – άλλωστε δεν το είχε ανάγκη – αλλά για να πιει παρέα με τους Αναφιώτες φίλους του μια ρακή στο Πάνω Χωριό.
Του το θύμισα προχτές στο Πανεπιστήμιο, όπου του έγινε η αναγόρευση ως επίτιμου διδάκτορα του Παιδαγωγικού Τμήματός του.
Ο Μανώλης Γλέζος διανύει το 96ο έτος της ηλικίας του διατηρώντας άριστη πνευματική κατάσταση, με μια διαβολική κι ακαταδάμαστη διαύγεια μνήμης και μυαλού.
Τον θυμάμαι στην Ανάφη, πριν από 25 χρόνια, πάντα ακμαίο και σφριγηλό. Στην Ανάφη, για την οποία έχει γράψει ένα εξαιρετικά πρωτότυπο και πολύ – πολύ ενδιαφέρον κομμάτι που τιμάει πρώτα τον ίδιο ως στοχαστή, ποιητή και ορειβάτη κι έπειτα ως αγωνιστή κι εξόριστο πολιτικό – αν μου επιτρέπεται αυτή η τελευταία – οχληρή γι’ αυτόν – χαρακτηριστική ιδιότητα που του απoνέμω.
Θυμάμαι λοιπόν το Μανώλη Γλέζο κόντρα σε εθιμοτυπικές επισκέψεις, λόγων, χειραψιών, λογυδρίων και συναφών υποσχέσεων των πολιτικάντηδων, να πίνει το ρακάκι του, ανάμεσα σε άλλους – και όχι στο κέντρο της ομήγυρης – και να εύχεται «το νησί να μην αλλάξει». Παρά τα προβλήματά του…
Τι ήταν και το είπε αυτό. Θυμώσανε οι Αναφιώτες φίλοι του (*).
*
Ήταν 9 του θεριστή, στο ’93, παραμονές εκλογών και μόλις είχα επιστρέψει από εκείνη τη φοβερή ανάβαση στον διάσημο πια βράχο της Καλαμιώτισας.
Κάθισα στο ένα και μοναδικό καφενείο της Χώρας. Το βλέμμα μου το ρουφούσε ο δίσκος του ηλιάτορα, έτσι όπως μονάχα εκεί, στις Κυκλάδες, καταφέρνει να προσελκύει βλέμματα, ψυχές και καρδιοχτύπια και να τ’ ανακατώνει όλα ο πύρινος τυφώνας της δύσης.
Στο διπλανό πολυκάρεκλο τραπέζι ήρθαν και θρονιάστηκαν καμιά δεκαπενταριά νοματαίοι, έχοντας στο πλάι τους τον ασπρομάλλη από τότε ήρωα της Εθνικής Αντίστασης και φανατικό Κυκλαδίτη Μανώλη Γλέζο.
Κεραστήκανε, τα ήπιανε και τα είπανε, μα ο Μανώλης Γλέζος είχε το βλέμμα του προσηλωμένο σε μένα, που καθόμουν μοναχός μου και ξάφνου – επειδή ήμουν μονάχος μου – αποφάσισε να με καλέσει στην παρέα τους.
Του εξήγησα τι γύρευα στο νησί – βλέπετε ακόμη δεν είχε αναπτυχθεί τουριστικά κι ούτε είχαν ανοίξει οι δρόμοι, από δε τη Χώρα πήγαινε κανένας με τα πόδια ώς στην άλλη άκρη του νησιού, εκεί όπου βρίσκεται το κάτω μοναστήρι, που είναι κτισμένο πάνω στα θεμέλια του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα, αλλά και το ορειβατικό μονοπάτι που ανεβαίνει ώς το απάνω, το μαρτυρικό μοναστηράκι της Καλαμιώτισας.
Γύρισε τότε και μονολόγησε:
– Mπα, ανέβηκες εκεί πάνω; Tότε αξίζεις να σου κάνω ένα δώρο…
Πήγε ώς την εσωτερική αίθουσα του καφενείου, ξεκρέμασε από ένα κρικέλι μια υφασμάτινη βούρια, πήρε από μέσα ένα βιβλίο και μου το έφερε λέγοντάς μου:
Aυτό είναι το απόσταγμα της ζωής μου…


*
Του το θύμισα προχτές – δεν το θυμόταν – αλλά μου είπε:
– Τόχεις εκείνο το βιβλίο;
Αμέσως άνοιξα ένα τσαντάκι που είχα μαζί μου και του τόδειξα. Όλοι οι άλλοι απόρησαν. Το πήρε με τρεμάμενα χέρια, το άνοιξε, είδε πως ήταν όλο σημειώσεις και γραφήματα και μου έκανε μια «από καρδιάς» αφιέρωση…
*
Γράφει για την Ανάφη ο Μανώλης Γλέζος σε κείνο το περίφημο και πραγματικά αξεπέραστο έργο του με τίτλο «Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΙΑΣ ΓΗΣ»:
«Ένα βουνό αναδύεται απότομα, κάθεται μέσα από τα βαθιά νερά του Αιγαίου. Αμφίαλο, αμφίρρυτο, περίρρυτο, τόσο πολύ ώστε όθι τ’ ομφαλός εστί θαλάσσης».
Ένα βήμα πριν ή μετά – δεν έχει σημασία – ο ποιητής Μανώλης Γλέζος συνεχίζει:
«Το ανορθωμένο κενό. Το χαίνον, το αναλφάβητο κενό. Ένας χώρος που αδειάζει συνέχεια. Χωρίς όρια. Δίχως αρχή και τέλος. Δίχως παραστάτες. Μια ατέρμονη αφαίρεση. Ένα άδειασμα. Μια αδιάλειπτη εκκένωση. Μόνο του το κενό. Ορθώνεται από τ’ απύθμενα βάθη της ωκεάνειας αβύσσου και κρέμεται μετέωρο από τα κρικέλια του ουράνιου θόλου. Κι αμέσως η αίσθηση του κενού γεμίζει από το περιρρέον δέος»…
Όποιος δεν έχει ανέβει ως την κορυφή της Παναγίας της Καλαμιώτισας, από τη ρίζα των ακροθεμέλιων βάθρων του Ποσειδώνα, δεν μπορεί να καταλάβει, ούτε τον Μανώλη Γλέζο, ούτε και το αποθεωμένο κι εξωκοσμικό αυτό τοπίο της Ανάφης.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτή η Ανάφη του Γλέζου. Είναι και οι παρακάτω στίχοι του:
Aιθρηγενέτης άνεμος
σκόρπισε το φως και το σκοτάδι
και των χρωμάτων τα ψιμμύθια.

Ξέρες και βραχονήσια
σκόπελοι χοιράδες νησάκια
Κυκλάδες, της ψυχής βάλσαμο.

Κυκλάδα (Ανάφη)
σπείρα σύμπλεγμα πατρίδα
στις παρυφές του φωτός σου
άγγιξα τη συνείδηση
πήρα το νιώσμα του είναι μου
αισθάνθηκα να υπάρχω.

Αυτός είναι ο ποιητικός, ο περιγραφικός κι ο ορεσείβιος χαρακτήρας του Μανώλη Γλέζου.
Και για να τελειώνουμε – αφού έτσι κι αλλιώς με τον Γλέζο ποτέ δεν μπορεί να τελειώνει κανείς – ας του δώσουμε τον λόγο, μια και στο τέλος της ομιλίας του, φόρεσε το ναυτικό κασκέτο του, για να γίνει κομμάτι αυθεντικότερος. Ο πλήρης εαυτός του…
«Oι στρόβιλοι του τρικυμισμένου πελάγου, οι ρούφουλοι, καθώς αναδύονται μέσα από τα μάτια της θάλασσας κι αναρουφιούνται προς τα πάνω σε μιαν απίθανη και φαντασμαγορική περιδίνηση συστρέφονται και σχηματίζουν τα σιφούνια, τις στροφάλιγγες, τα καιρόνια»…

Μανώλη Γλέζο, εγώ σε ξέρω ποιητή…
ΚΑΙ της εικόνας ΚΑΙ της δράσης…

(*) Δυστυχώς η Ανάφη υπέκυψε στο ρεύμα της τουριστικοποίησης. Ανοίχτηκαν δρόμοι, μπαζώθηκαν παραλίες, χτίστηκαν βίλες, αποκόπηκαν παρθένοι τόποι, μόλεψε ο τόπος από ξενόφερτα στολίδια.
Αυτά είχε προβλέψει ο σοφός γέρος τ’ Απεράθου και φοβέριξε τους Αναφιώτες να κάτσουν στ’ αυγά τους.
Μα πού εκείνοι…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το