Άρθρα

Ο «νόμος Τρίτση» πότε θα εφαρμοστεί;

εκκλησία

Του Θωμά Τσάτση*

Για πολλούς η πρόταση του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, να χρησιμοποιηθεί η εκκλησιαστική περιουσία για την αποπληρωμή του χρέους, θα μπορούσε να θεωρηθεί πάσα στην κυβέρνηση της Αριστεράς(;) να αναλάβει σειρά πρωτοβουλιών και να διευθετήσει ένα θέμα που εκκρεμεί στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας από το 1988. Δηλαδή, εδώ και 27 χρόνια.

Ο μικρός βίος της κυβέρνησης άλλα δείχνει μέχρι στιγμής, αλλά υπάρχουν οι δεσμεύσεις του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και το αίτημα των κομμάτων της Αριστεράς να διαχωριστεί πλήρως η Εκκλησία από την Πολιτεία. Και τα δύο παραμένουν επίκαιρα.

Αλλά τι ακριβώς εννοούσε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος; Και τι πρέπει να κάνει η οποιαδήποτε κυβέρνηση για να αξιοποιηθεί –τουλάχιστον ένα μέρος– της λεγόμενης εκκλησιαστικής περιουσίας;

Ο Ιερώνυμος εννοούσε, προφανώς, ό,τι και οι προκάτοχοί του. Να αξιοποιηθούν περιοχές όπως η Πεντέλη, η Βουλιαγμένη και κάποιες άλλες και να υπάρξουν οφέλη για όλους. Λίγο δύσκολο βέβαια να γίνει αυτό που προτείνει ο αρχιεπίσκοπος, καθώς κάποιες από τις περιοχές που επιθυμεί να αξιοποιηθούν είναι μέρος δασικών εκτάσεων και κάποιες άλλες έχουν περάσει στον έλεγχο του κράτους από το 1988, με το νόμο 1811, τον έναν από τους δύο νόμους που είναι γνωστοί ως «νόμοι Τρίτση». Και όποιοι κάνουν ότι δεν το θυμούνται ή το προσπερνούν πρέπει να φρεσκάρουν για λίγο τη μνήμη τους.

Ο νόμος 1811/88 είναι μια σύμβαση μεταξύ του δημοσίου και 149 Μοναστηριών που παραχώρησαν οριστικά και αμετάκλητα την ακίνητη περιουσία τους. Και αυτός ισχύει. Όποιοι επικαλεστούν την προσφυγή της Εκκλησίας στα ευρωπαϊκά δικαστήρια μέσω οκτώ μοναστηριών (Άνω Ξενιάς Αλμυρού, Φλαμουριού Πηλίου, Ασωμάτων Πετράκη Αττικής, Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων, Μεταμορφώσεως Σωτήρος Μετεώρων, Χρυσολεόντισσας Αιγίνης, Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων και Οσίου Λουκά Βοιωτίας), πρέπει να θυμηθούν ότι δικαιώθηκαν μόνο εκείνα που δεν είχαν υπογράψει τη σύμβαση και όχι εκείνα που ήταν μεταξύ των 149 που την είχαν υπογράψει.

Τι οφείλει να κάνει λοιπόν η κυβέρνηση; Να εφαρμόσει τον νόμο 1811/88 –κάτι που δεν έπραξαν οι προκάτοχοί της. Και δεν χρειάζεται να κάνει, για αρχή τουλάχιστον, τίποτα περισσότερο. Μόνο να εφαρμόσει τον νόμο.

Για να ξέρουμε όμως τι λέμε, καλό θα ήταν να θυμηθούμε κάποια από τα γεγονότα της εποχής της δεκαετίας του ’80 και τη σημερινή τους αξία. Για να δούμε τους ουσιαστικούς λόγους που η Εκκλησία αντιστάθηκε στους λεγόμενους «νόμους Τρίτση». Που δεν ήταν άλλοι από την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει τη συμμετοχή των λαϊκών στην διοίκηση της Εκκλησίας. Κάτι που οι μητροπολίτες δεν ήθελαν, ούτε φυσικά θέλουν.

Τον Οκτώβριο του 1985, ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Απόστολος Κακλαμάνης κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για τη ρύθμιση θεμάτων της μοναστηριακής περιουσίας. Τον Νοέμβριο του 1985, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ασχολήθηκε με το θέμα και έστειλε στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, υπόμνημα με τις θέσεις της.

Με το υπόμνημα η Ιεραρχία διαμαρτυρόταν και κατήγγειλε «την ενέργειαν της κυβερνήσεως να προσέλθει εν αγνοία αυτής εις την σύνταξιν και κατάθεσιν του εν λόγω νομοσχεδίου, διότι κάτω από την μονομερή αυτήν πράξιν διαβλέπει τον κίνδυνο προστριβών μεταξύ Εκκλησίας και πολιτείας…».

Ζητούσε να γίνουν διαπραγματεύσεις και πρότεινε «εις το πλαίσιο μιας αμφοτεροβαρούς συμφωνίας θα ενδέχετο η Εκκλησία να μεταβιβάση εις το κράτος την δασικήν και αγροτικήν μοναστηριακήν περιουσία, λαμβάνουσα όμως ανταλλάγματα άλλης μορφής».

Στις 13 Ιανουαρίου 1986 ο Aρχιεπίσκοπος Σεραφείμ πήγε στο Καστρί και συνάντησε τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου. Συζήτησαν το θέμα και σε νέα συνάντησή τους, στις 21 Φεβρουαρίου, ο Ανδρέας Παπανδρέου πήρε το υπόμνημα, σύμφωνα με το οποίο η Εκκλησία δεχόταν να παραχωρήσει τα 4/5 της δασικής και μοναστηριακής περιουσίας, που διαχειριζόταν ο Οργανισμός Διαχείρισης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), τη λεγόμενη ρευστοποιητέα, καθώς και τα 4/5 των εκτάσεων των μονών που ανήκαν σε αυτές.

Ως αντάλλαγμα έγινε πρόταση να εξασφαλιστεί η κυριότητα των εκτάσεων που θα παρέμεναν στην Εκκλησία, ενώ ζητούνταν επίσης η κατάργηση της εισφοράς του 35% των εσόδων των ναών, δηλαδή να μην πληρώνουν φόρο. Ζητούνταν, επίσης, η συνεργασία τη πολιτείας για τις εκτάσεις μεγάλης αξίας που βρίσκονται στην Αττική, Βουλιαγμένη, Καβούρι και Πεντέλη.

Στο μεταξύ, το σχήμα της κυβέρνησης άλλαξε και ο νέος υπουργός Αντώνης Τρίτσης τον Αύγουστο του 1996 υπέβαλε τις δικές του προτάσεις.

Πρώτη πρόταση: Να υπογραφεί σύμφωνο 100 χρόνων ώστε να αναπτυχθεί η εκκλησιαστική περιουσία και να αξιοποιηθεί από αγροτικούς συνεταιρισμούς. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί θα παρέδιδαν το 10% από τις εισπράξεις στην Eκκλησία και το 5% στην πολιτεία. Ειδικά για τις αστικές εκτάσεις, ο Αντώνης Τρίτσης πρότεινε τη δημιουργία ειδικού φορέα.

Δεύτερη πρόταση: Η Εκκλησία να παραχωρήσει στην πολιτεία τη μη αστική περιουσία της, με το αζημίωτο βέβαια.

Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, ο μητροπολίτης Δημητριάδος  Χριστόδουλος που το 1998 εξελέγη αρχιεπίσκοπος, ο μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Ανθιμος, που μεταπήδησε στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης το 2004, ο Θηβών Ιερώνυμος που εξελέγη αρχιεπίσκοπος το 2008  και ο μητροπολίτης Σταγών και Μετεώρων, Αλέξιος, συναντήθηκαν και συζήτησαν πολλές φορές με τον υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αντώνη Τρίτση, χωρίς όμως να καταλήξουν σε συμφωνία.

Στην τελευταία συνάντησή τους, το Φεβρουάριο του 1987, ο υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε την απόφασή του να προχωρήσει σε μονομερή λύση: «Κατά τη συνάντηση, δήλωσε ο Αντώνης Τρίτσης, αναγνωρίστηκε και από τις δύο πλευρές ότι δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον η συζήτηση μεταξύ πολιτείας και Eκκλησίας για ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα, όπως η εκκλησιαστική περιουσία, τόσο ως προς το σκέλος που αναφέρεται στην άμεση αξιοποίηση των εθνικών πλουτοπαραγωγικών πόρων που αυτή αντιπροσωπεύει, όσο και ως προς την αποσαφήνιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος».

Το νομοσχέδιο κατατέθηκε στις 12 Μαρτίου 1987. Η έκπληξη και ο προβληματισμός των εκπροσώπων της Εκκλησίας έγινε εντονότερος καθώς το νομοσχέδιο περιλάμβανε διατάξεις που προέβλεπανσυμμετοχή λαϊκών στα μητροπολιτικά και εκκλησιαστικά συμβούλια.

Αυτό δεν το ήθελαν και δεν το θέλουν ακόμη και σήμερα οι διοικούντες την Εκκλησία.

Το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας πέρασε σε δεύτερη μοίρα και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ζήτησε να μην ψηφιστεί το νομοσχέδιο εξηγώντας τη θέση της, σύμφωνα με την οποία έπρεπε «να επέλθουν ουσιώδεις τροποποιήσεις, επειδή πολλές επίμαχες διατάξεις αντίκεινται στο ισχύον Σύνταγμα και καταλύουν κατάφωρα το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος».

Η Νέα Δημοκρατία αντέδρασε και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αρχηγός του κόμματος τότε, δήλωσε ότι«ούτε ο Μωάμεθ ο Πορθητής ή άλλος σουλτάνος στη διάρκεια της μακραίωνης δουλείας του Γένους διανοήθηκε ποτέ να υποδουλώσει την ορθόδοξη Εκκλησία, οικονομικά και διοικητικά, με τον τρόπο που το επιχειρεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Το σχέδιο νόμου που κατέθεσε στη Βουλή, μόνο στην εκχώρηση εγκαταλελειμμένων εκτάσεων σε αγρότες δεν αποβλέπει. Αντίθετα, πρόκειται για μια πρωτοφανή ληστρική επιδρομή εναντίον της εκκλησιαστικής περιουσίας, ο έλεγχος της οποίας περιέρχεται στο κόμμα και τους ανθρώπους του».

Παρά τις ισχυρές αντιδράσεις ο Αντώνης Τρίτσης δήλωσε ότι δεν αλλάζει το παραμικρό και όταν οι τέσσερις μητροπολίτες που εκπροσωπούν την Εκκλησία ζήτησαν συνάντηση από τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, δεν έλαβαν απάντηση. Ακολούθησε στις 19 Μαρτίου 1987 η συνεδρίαση της Ιεραρχίας που ανακοίνωσε συλλαλητήρια σε όλη την Ελλάδα και διεθνοποίησε το θέμα ενημερώνοντας το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.

Μέσα στις αντιδράσεις ήταν και η αποχή από τη δοξολογία της 25ης Μαρτίου.

Η Ιεραρχία πέρασε στην αντεπίθεση και έκανε γνωστό ότι θα διανείμει σε ακτήμονες, άπορους, αγρότες και πολύτεκνους ένα μέρος της μοναστηριακής περιουσίας. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ιεραρχίας, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση στις ιερές μονές όπου ανήκουν οι εκτάσεις για τις οποίες ενδιαφέρονται. Απόφαση για την παραχώρηση των εκτάσεων επρόκειτο να λάβουν τα ηγουμενοσυμβούλια με τη συνηγορία των μητροπολιτών της περιοχής.

Ο περίφημος «νόμος Τρίτση», 1700/1987, ψηφίζεται στις 2 Απριλίου. Υπέρ ψηφίζουν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Eσωτερικού. Οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, λίγη ώρα πριν από την ψηφοφορία, αποχώρησαν από την αίθουσα. Να σημειωθεί ότι ο Αντώνης Τρίτσης την τελευταία στιγμή περιέλαβε κάποιες τροπολογίες προς συμβιβασμό. Αυτές είχαν σχέση με τα δικαιώματα των μητροπολιτών στη συγκρότηση των μητροπολιτικών και εκκλησιαστικών συμβουλίων.

Οι μητροπολίτες απείλησαν με άρση του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδας.

Περνά αρκετός καιρός και στις 17 Σεπτεμβρίου γίνεται συνάντηση «κορυφής» μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ακολούθησαν άλλες τρεις συναντήσεις που οδήγησαν σ’ ένα προσχέδιο συμφωνίας στις 3 Νομεβρίου 1988, που συνυπέγραψαν ο Παπανδρέου και ο Σεραφείμ, απόντος του Τρίτση.

Το προσχέδιο ουσιαστικά δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να υποχρεώσει την πολιτεία να αναιρέσει τη λαϊκή συμμετοχή στα εκκλησιαστικά και μητροπολιτικά συμβούλια.

Η ουσία όμως παραμένει και σήμερα αναλλοίωτη. Ο νόμος 1811/88 ισχύει και η κυβέρνηση που, όπως δηλώνει προασπίζεται το συμφέρον του λαού, δεν έχει παρά να τον εφαρμόσει.

*Ο Θωμάς Τσάτσης, είναι δημοσιογράφος.

Πηγή:protagon.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το