Τοπικά

Ο νέος μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός στη «Θ» :Ο ναός να ξαναγίνει το κέντρο της κοινωνικής ζωής

«Ο ναός πρέπει να ξαναγίνει το κέντρο της κοινωνικής ζωής, το ορατό σύμβολο της μεγάλης οικογένειας που είναι η Εκκλησία, ο τόπος όπου ο άνθρωπος θα αισθανθεί ξανά ότι δεν είναι μόνος και ότι κάπου ανήκει» τονίζει ο νέος μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνός, ο οποίος λίγες ημέρες πριν την ανάληψη των καθηκόντων του μιλά σήμερα στη «Θ» μεταξύ άλλων για τον ρόλο της Εκκλησίας στη σύγχρονη εποχή, τις συνέπειες της πανδημίας, τα συναισθήματά του για όσα βίωσε 20 και πλέον χρόνια στον Βόλο, αλλά και τα εφόδια που έλαβε από τη διακονία του στη Mητρόπολη Δημητριάδος.

Λίγες μέρες μετά την ενθρόνισή σας ως μητροπολίτης Αιτωλίας και ελάχιστες πριν μεταβείτε οριστικά στο Μεσολόγγι για την ανάληψη των καθηκόντων σας, ποια είναι τα συναισθήματά σας αυτή την περίοδο;

Στην Εκκλησία μας, το κάθε αξίωμα μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο μέσα από το πρίσμα της σταυρικής θυσίας του Χριστού. Πολλώ δε μάλλον αυτό ισχύει για τον Επίσκοπο, ο οποίος καλείται να φανερώνει τον τρόπο του Χριστού, δηλαδή την κένωση και τη διαρκή έξοδο προς τον κόσμο. Κάθε τέτοια κίνηση είναι σταυρική, διότι προϋποθέτει διαρκή απάρνηση του ιδίου θελήματος και συμμετοχή του Επισκόπου στον προσωπικό σταυρό του κάθε πνευματικού του τέκνου. Αλίμονο, όμως εάν ο πόνος της διακονίας παρέμενε το μοναδικό συναίσθημα. Την Εκκλησία μας συγκροτεί και στηρίζει η χαρά της Αναστάσεως. Η πίστη στον αναστημένο Χριστό και η διαρκής παρουσία Του στη ζωή της Εκκλησίας μετατρέπει τον πόνο σε χαρά και χαρίζει απλόχερα κουράγιο και ελπίδα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναλαμβάνω τα καθήκοντά μου, διακατεχόμενος από χαρμολύπη. Έχω επίγνωση των δυσκολιών της εποχής, αλλά και των διαχρονικών δυσκολιών που ταλαιπωρούν την ανθρώπινη ψυχή. Έχω, όμως, και απόλυτη πεποίθηση στη δύναμη και την αγάπη του Χριστού, ως τη μόνη που μπορεί να μετατρέπει διαρκώς τον πόνο σε χαρά.
Συνδέσατε το όνομά σας με τον Ιερό Ναό Ανάληψης Χριστού, όπου υλοποιήσατε πολλές δράσεις. Εν έτει 2022 πώς μπορεί να γίνει ένας ναός ελκυστικός τόσο στους μεγάλους όσο και στους μικρούς;
Η κοινωνία μας, όσο ποτέ άλλοτε, υποφέρει από την αποξένωση από το θέλημα του Θεού, αλλά και την απέραντη μοναξιά. Τόσο οι νέοι όσο και οι μεγαλύτεροι, αισθάνονται τραγικά μόνοι, στερούμενοι την παρουσία Θεού και ανθρώπων. Δυστυχώς, η αποξένωση αυτή έχει από καιρό τώρα επηρεάσει αρνητικά ακόμη και αυτόν τον θεσμό που διαχρονικά αποτελούσε το μόνο σίγουρο λιμάνι, όταν ο άνθρωπος έφτανε στα όρια της αντοχής του: την οικογένεια. Ο ναός πρέπει να ξαναγίνει το κέντρο της κοινωνικής ζωής, το ορατό σύμβολο της μεγάλης οικογένειας που είναι η Εκκλησία, ο τόπος όπου ο άνθρωπος θα αισθανθεί ξανά ότι δεν είναι μόνος και ότι κάπου ανήκει. Δεν πρόκειται, όμως, μόνον περί συναισθημάτων. Ο ναός πρέπει να αποτελεί το κέντρο της μυστηριακής και λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας, εκεί όπου πραγματοποιείται η λατρεία της Εκκλησίας μας με ακρίβεια και ευσέβεια. Αυτό είναι το μείζον το οποίο, όμως, πρέπει να συμπληρωθεί από τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η ενορία να προσφέρει ποικίλες ευκαιρίες σε όλες τις ηλικίες των ενοριτών της και να αποτελεί το σημείο αναφοράς όχι μόνον κατά τη διάρκεια της κυριακάτικης λειτουργίας, αλλά και κατά τη διάρκεια όλης της εβδομάδας. Ελκυστικό είναι εκείνο που προσφέρει αγάπη, ενδιαφέρον και συμπαράσταση. Εάν αυτό επιτευχθεί μέσω των εφημερίων και των στελεχών μιας Μητροπόλεως, ο ναός θα ξαναγίνει το κέντρο της ζωής σε κάθε πόλη και σε κάθε χωριό.

Διατελέσατε για πάνω από δεκαπέντε χρόνια στη θέση του πρωτοσύγκελου της μητρόπολης Δημητριάδος. Ήταν ένας δύσκολος ρόλος και γιατί;

Κάθε διακόνημα σε μία Μητρόπολη έχει τις δικές της δυσκολίες. Ειδικά, όμως, η θέση του πρωτοσύγκελου έχει ιδιαίτερες δυσκολίες, καθώς απαιτεί διαρκή εγρήγορση για την αντιμετώπιση ποικίλων προβλημάτων, από τα πλέον πνευματικά μέχρι τα πλέον πρακτικά. Ιδιαιτέρως τα καθήκοντα της διοίκησης που επωμίζεται ο πρωτοσύγκελος είναι μοιραίο να τον αποσπούν αρκετές ώρες από το πνευματικό έργο της ιεροσύνης του και συγχρόνως να τον φθείρουν σωματικά και ψυχικά, όπως συμβαίνει με όλους εκείνους που αναλαμβάνουν διοικητικά καθήκοντα. Είναι γεγονός ότι βρέθηκα μπροστά σε τέτοιου είδους δυσκολίες και εκείνο που με βοήθησε να τις αντιμετωπίσω ήταν η υπακοή στον Επίσκοπο και η ανάληψη ενός τέτοιου έργου ως διακονία για το καλό της τοπικής Εκκλησίας. Όπως αντιλαμβάνεστε και το αξίωμα αυτό προϋποθέτει μία έξοδο από το ίδιον θέλημα και μία ιδιαίτερη κένωση.

Το Μουσείο της Μακρινίτσας είναι ουσιαστικά ένα δικό σας δημιούργημα. Τι χρειάστηκε για να υλοποιηθεί και να έχει αυτή την εξέλιξη;

Είναι γεγονός πως ο Θεός με αξίωσε να δω να υλοποιείται ένα προσωπικό μου όραμα, στηριγμένο αποκλειστικά στην αγάπη μου για τον πολιτισμό και για όλα εκείνα που μας κληροδότησαν οι πατέρες μας. Επιτρέψτε μου, όμως, να σας πω πως με τον όρο «πολιτισμός» δεν εννοώ απλώς κάποια κειμήλια, τα οποία βρήκαν θέση σε αυτό το τόσο όμορφο μουσείο της Μακρινίτσας. Πίστεψα ολόψυχα -και δόξα τω Θεώ -βρήκα ανθρώπους πρόθυμους να μοιραστούν μαζί μου την πεποίθηση πως τα αντικείμενα του λαϊκού μας πολιτισμού αποκαλύπτουν έναν τρόπο κοινοτικής ζωής υψηλής ποιότητας αλλά και μία βαθιά ευσέβεια προς τον Θεό. Βρισκόμαστε σε εποχές όπου η ανάγκη να αναδειχθούν αυτά τα δύο είναι ζωτικής σημασίας. Με την έννοια αυτή, δεν αισθάνομαι πως στέγασα κάπου το παρελθόν αλλά πως στέγασα μία ελπίδα και μία πρόταση ζωής για το μέλλον.

Μία δύσκολη αποστολή που αναλάβατε, ήταν η ενίσχυση της λειτουργίας του Γηροκομείου Καναλίων. Σε ποια κατάσταση βρίσκεται αυτή τη στιγμή;

Το γηροκομείο των Καναλίων μού προσέφερε μεγάλη ικανοποίηση. Πρώτον διότι επετεύχθη ο κυριότερος στόχος: Να καταστεί ένας χώρος φροντίδας των ηλικιωμένων σε υψηλό επίπεδο και να προσφέρει προς αυτούς, όχι μόνον ένα χώρο υπηρεσιών αλλά στοργής, αγάπης και κοινωνικής ζωής. Η ικανοποίησή μου, όμως, πηγάζει και από μία δεύτερη αιτία: Το ίδρυμα λειτουργεί άριστα, μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι νόμοι του κράτους. Αποτελεί εκκλησιαστικό ίδρυμα το οποίον πληροί όλες τις προδιαγραφές και είμαι βέβαιος πως θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο λειτουργίας ανάλογων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων σε όλες τις Μητροπόλεις.

Ακολουθήσατε τον κ. Ιγνάτιο στον Βόλο με μια βαλίτσα στο χέρι, όπως έχει πει και ο ίδιος, και τελικά μείνατε περισσότερο από 20 χρόνια. Πώς θα χαρακτηρίζατε ως άνθρωπο τον σεβασμιότατο του οποίου υπήρξατε το δεξί του χέρι;

Είμαι ευγνώμων στο Θεό για την απόφασή μου εκείνη. Όπως είπατε και εσείς, έζησα κοντά του 20 χρόνια και με τίμησε με την αγάπη και την εμπιστοσύνη του. Ο σεβασμιότατος Δημητριάδος προήλθε από μία Μητρόπολη, τη Μητρόπολη Πειραιώς, στην οποίαν, ως πρωτοσύγκελος, δημιούργησε πρωτοποριακές δομές, με την ευλογία βεβαίως του γέροντα του, μακαριστού μητροπολίτου Πειραιώς κυρού Καλλίνικου. Στον Βόλο βρέθηκα δίπλα του στις πιο δημιουργικές περιόδους της ποιμαντορίας του. Υπήρξε πάντοτε ένας εκκλησιαστικός ηγέτης υψηλών οραματισμών, διορατικός ως προς τις αποφάσεις του και προσηλωμένος στη σφυρηλάτηση της ενότητας της τοπικής Εκκλησίας. Υπήρξε πάντα πρόθυμος να εμπιστεύεται τους συνεργάτες του, αλλά και ικανός να τους εμπνέει και να τους συνεπαίρνει στην υλοποίηση των στόχων του. Παραλαμβάνω από εκείνον μία πολύτιμο παρακαταθήκη για τη δική μου ποιμαντορία.

Η πανδημία ήταν η χειρότερη περίοδος που έχει βιώσει η εκκλησία εδώ και πολλές δεκαετίες;
Όχι μόνον για την Εκκλησία, αλλά για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, και επιτρέψτε μου να πω για ολόκληρη την οικουμένη, η περίοδος της πανδημίας δοκίμασε τις αντοχές μας, τα ανακλαστικά μας αλλά και την πνευματικότητα μας. Ειδικά η Εκκλησία μας, κατά την περίοδο αυτή, βίωσε επώδυνες καταστάσεις. Οι ιεροί ναοί έκλεισαν, οι δραστηριότητες των ενοριών ατόνησαν, οι πιστοί στερήθηκαν τη φυσική παρουσία των αδελφών τους και εμείς, ως κληρικοί, βρεθήκαμε σε πλήρη αδυναμία να στηρίξουμε τους ενορίτες μας στις ποικίλες ανάγκες τους. Όμως, όπως γίνεται πάντα, προέκυψαν και ορισμένες θετικές συνέπειες: Εκτιμήσαμε τα αυτονόητα, αναζητήσαμε με ζήλο τη λατρεία, επιθυμήσαμε τον αδερφό μας. Ελπίζω, τα συναισθήματα αυτά να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου ξεκινήματος στην εκκλησιαστική μας ζωή.

Αλλάζουν στην εξέλιξη των χρόνων οι πιστοί; Οι νέοι μεσήλικες αντιμετωπίζουν διαφορετικά τα θέματα της πίστης; Πώς τους προσεγγίζουμε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κοινωνικές εξελίξεις διαμορφώνουν τους ανθρώπους. Με το πέρασμα των χρόνων αλλάζουν οι συμπεριφορές, τα κριτήρια, τολμώ να πω ακόμα και η τρέχουσα ηθική. Τις εξελίξεις αυτές
η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να τις λάβει υπόψιν της, προκειμένου να διαμορφώσει το πνευματικό και ποιμαντικό της έργο. Αυτό δεν σημαίνει πως θα χάσουμε από το οπτικό μας πεδίο βασικά και διαχρονικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης: Την ανάγκη για νόημα ζωής, τη δίψα για αγάπη, την αναζήτηση ειλικρινών ανθρώπινων σχέσεων. Ανέκαθεν ο άνθρωπος αναζητούσε να πιστέψει, δηλαδή να εμπιστευτεί μία ανώτερη δύναμη που θα διορθώσει τα κακώς κείμενα, θα νοηματοδοτήσει τη ζωή και βεβαίως θα δώσει απάντηση στο μεγάλο ερώτημα του θανάτου. Η ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε και θα υπάρχει για πάντα ως η μεγάλη απάντηση στα ερωτήματα αυτά, προβάλλοντας το πρόσωπο του Χριστού ως Θεού αγάπης και νικητή του θανάτου. Ο Χριστός μένει ίδιος και θα μείνει ίδιος εις τους αιώνες ακριβώς διότι τα μεγάλα αυτά ερωτήματα του ανθρώπου δεν πρόκειται να απαντηθούν ποτέ παρά μόνο μέσα από τη σχέση με το δικό Του πρόσωπο.

Αλλάζει ο κληρικός στη σχέση του με το ποίμνιο, όταν γίνεται μητροπολίτης;
Όλες οι βαθμίδες της ιερωσύνης έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Την πνευματική πατρότητα. Ο ιερέας, κατά μίμηση του επουράνιου Πατέρα, παίρνει το δικό Του πρόσωπο και αγκαλιάζει πατρικά όλους τους ανθρώπους. Αν κάτι αλλάζει στον τρίτο βαθμό ιεροσύνης είναι πως ο Επίσκοπος γίνεται πατέρας πατέρων, εμπνευστής πατέρων, συνοδοιπόρος πατέρων. Και εκείνον όμως συνεχίζει να τον εμπνέει το ποίμνιό του. Αυτό που τον οδήγησε στην ιεροσύνη, η αγάπη για τους ανθρώπους και την Εκκλησία του Χριστού, ούτε μεταλλάσσεται ούτε ατονεί. Αυτή τη σταθερή του προσήλωση στο ιδεώδες της ιερωσύνης ο επίσκοπος έχει νέους πλέον τρόπους να την εκφράσει και να την ενεργοποιήσει.

Η μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας ήταν μια περιοχή που επιθυμούσατε να εκλεγείτε μητροπολίτης και για ποιο λόγο;
Στην εκκλησία μας δεν κυριαρχεί το θέλημα και η προτίμηση. Κυριαρχεί η διακονία και η υπακοή. Η Εκκλησία της Ελλάδος συνοδικώς, με τίμησε με την επιλογή της και μου ανέθεσε να διακονήσω τη Μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας με όλες μου τις δυνάμεις. Έχω πλήρη επίγνωση πως διακονώ τη μία, αγία, καθολική και Αποστολική Εκκλησία στο συγκεκριμένο τόπο και πως ο τόπος αυτός μπορεί αποτελέσει φανέρωση του όλου.

Μπορείτε να μας πείτε ορισμένες σκέψεις και ιδέες σας που θα είναι και οι παρεμβάσεις σας στη μητρόπολή σας; Υπάρχουν κάποιες δομές και στοιχεία της Μητρόπολης Δημητριάδος που θα θέλατε να τα εφαρμόσετε και στη μητρόπολη Αιτωλίας;
Είναι γεγονός πως προσέρχομαι στην μητρόπολη μου με προσλαμβάνουσες παραστάσεις από τη διακονία μου στην Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος και Αλμυρού. Γνωρίζω όμως καλά πως πριν από κάθε απόφαση και κάθε πρωτοβουλία απαιτείται βαθιά γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών του κάθε τόπου, ψυχική και πνευματική επαφή με το συγκεκριμένο ποίμνιο, αλλά και συγκρότηση μιας ομάδας ικανών συνεργατών. Από τη στιγμή που αυτά θα πραγματοποιηθούν και με τη φώτιση του Θεού, είμαι απολύτως βέβαιος πως θα φανούν οι ανάγκες και οι δρόμοι.
Ποια είναι τα γνωρίσματα που πρέπει να έχει ένας επίσκοπος;
Ο επίσκοπος κάνει ορατή την παρουσία του Χριστού στην τοπική Εκκλησία. Δεν γίνεται ο ίδιος Χριστός. Δρα ωσάν να ήταν Αυτός παρών. Αυτό προϋποθέτει πλήρη συνειδητοποίηση της αποστολής του, απόλυτη πιστότητα στο λόγο και το παράδειγμά Του, πλήρη υπακοή στον δρόμο που Εκείνος χάραξε: Δρόμο αγάπης και διακονίας αδιακρίτως. Η παρουσία του πρέπει διαρκώς να αποτελεί για κληρικούς και λαϊκούς σημείο αναφοράς στο δικό τους έργο και την δική τους καθημερινότητα. Και κυρίως, ο επίσκοπος πρέπει να αποτελεί παράγοντα ενότητας της τοπικής Εκκλησίας αλλά και ευρύτερα της τοπικής κοινωνίας.

Μετά από 20 και πλέον χρόνια παρουσίας στον Βόλο τι θα θυμάστε περισσότερο από την πόλη και τους ανθρώπους της;
Ο Βόλος αλλά και ολόκληρη η Μαγνησία είναι ένας τόπος ευλογημένος από τον Θεό. Οι φυσικές του καλλονές αποτέλεσαν για μένα πάντοτε παράθυρα αποκάλυψης του μεγαλείου του Θεού. Όσο για τους ανθρώπους της, δεν θα ξεχάσω ποτέ την ευσέβειά τους, την αρχοντιά τους και τη συμπαράσταση την οποίαν βρήκα εκ μέρους τους σε όλες μου τις πρωτοβουλίες. Χαίρομαι και συγκινούμαι, διότι αφήνω πίσω μου μία Εκκλησία ενωμένη και διακατέχομαι από τη βεβαιότητα πως η τοπική Εκκλησία της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού θα συνεχίζει να προκόβει σε όλους τους τομείς, προσφέροντες στις επόμενες γενιές μία πολύτιμη παρακαταθήκη πίστης και πνευματικότητας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το