Άρθρα

Ο νεοφιλελευθερισμός βλάπτει σοβαρά την υγεία

Του Γιάννη Ιατρού

Πριν ακόμα εκλεγεί η σημερινή κυβέρνηση, είχε διακηρύξει πώς οραματίζεται τη δημόσια υγεία: Ιδιωτική!
Από νωρίς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε λόγο για «συνεργασίες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα» στα νοσοκομεία (τα λεγόμενα ΣΔΙΤ), δηλαδή πρακτικά για τη δυνατότητα ιδιωτών γιατρών να αξιοποιούν με όρους αγοράς τον εξοπλισμό και τις εγκαταστάσεις των νοσοκομείων. Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τη συνήθη τακτική της κυβέρνησης, υπήρξε μία συντονισμένη δυσφήμιση της δημόσιας υγείας και μία προσπάθεια εξύμνησης του ιδιωτικού τομέα, ενώ παράλληλα, κατά τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, το ΕΣΥ αφέθηκε στην τύχη του.

Η εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού ήρθε ως μία απτή απόδειξη πως όσοι ισχυρίζονται ότι ο τομέας της υγείας μπορεί και πρέπει να αποδεσμευτεί από το δημόσιο έλεγχο, σφάλλουν. Ακόμα και παραδοσιακά νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και κοινωνίες ανά τον κόσμο, δεν μπορούσαν παρά να αναθεωρήσουν, μετά την πρωτοφανή παγκόσμια υγειονομική κρίση, στρέφοντας τους πόρους τους στην ενίσχυση του δημοσίου συστήματος υγείας.
Στην Ελλάδα, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι νεοφιλελεύθερες εμμονές του Κυριάκου Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του δεν του επέτρεψαν να αλλάξει σχεδιασμό, ακόμα και αν αυτό σήμαινε απώλεια ανθρώπινων ζωών. Έτσι, αποφάσισε ακόμα και μέσα στην πανδημία, τόσο να προχωρήσει στην αποψίλωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, μειώνοντας τις δαπάνες του προϋπολογισμού προς τη δημόσια υγεία, απολύοντας ή μη προσλαμβάνοντας νέο υγειονομικό προσωπικό, ανοίγοντας ακόμα και συζήτηση για κλείσιμο νοσοκομείων και συγχωνεύσεις κλινικών εν μέσω πανδημίας, όσο και να επιτρέψει στους κλινικάρχες να κερδοσκοπούν, επιτάσσοντας ιδιωτικές κλινικές… επ’ αμοιβή, αντί να ρίξει το βάρος στη διαμόρφωση νέων Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, ενισχύοντας παράλληλα το σύστημα.

Φτάνουμε έτσι στη μεγάλη συζήτηση των ΜΕΘ. Παρά τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση έδειξε απροθυμία να αυξήσει τον – ήδη πολύ χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου – αριθμό των μονάδων εντατικής θεραπείας στη χώρα, παρά την προφανή ανάγκη περισσοτέρων. Ας μην ξεχνάμε πως υπήρξαν περίοδοι που το σύστημα υγείας στη χώρα μας λειτουργούσε ως σύστημα μίας νόσου, καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα να καλυφτούν όλες οι ανάγκες, αλλά και περίοδοι που είχαν καταληφθεί όλες οι διαθέσιμες ΜΕΘ, με αποτέλεσμα κόσμος να διασωληνώνεται εκτός αυτών, ή και καθόλου.

Αντί να αναλάβει έγκαιρα και αποτελεσματικά μέτρα για να αντιμετωπίσει την τραγική κατάσταση, η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει τα μάτια σε αυτή. Έτσι, ο πρωθυπουργός και τα στελέχη του μετατράπηκαν σε αρνητές της πραγματικότητας και της επιστήμης. Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Στέλιος Πέτσας δήλωνε πως «αν είχαμε ακούσει τον ΣΥΡΙΖΑ για τις ΜΕΘ θα είχαμε πετάξει δεκάδες εκατομμύρια», ενώ ο Γεώργιος Γεραπετρίτης έλεγε τον Νοέμβριο του 2020 πως «εάν υποθέσουμε ότι είχαμε 5.000 ΜΕΘ αυτό θα σήμαινε, κατά τη φυσιολογική φορά των πραγμάτων, ότι θα είχαμε ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό νεκρών. Διότι η θνητότητα μέσα στις ΜΕΘ είναι στο μισό». Το Όσκαρ βέβαια πάει στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος με έντονα προκλητικό τόνο δήλωνε τον Δεκέμβριο του 2021 προς τους βουλευτές της αντιπολίτευσης: «Υπάρχουν σήμερα ασθενείς διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ; Ναι, υπάρχουν. Είναι σε κρεβάτι με κανονική φροντίδα; Είναι. Έχουμε ενδείξεις ότι έχουμε μεγαλύτερη θνησιμότητα σε αυτούς τους ασθενείς, σε σχέση με αυτούς οι οποίοι είναι στις μονάδες εντατικής θεραπείας; Δεν έχω τέτοια ένδειξη. Δεν έχω. Έχετε εσείς; Φέρτε τη!»

Και του την έφεραν, αποδεικνύοντας περίτρανα πως ψεύδεται για ένα τόσο σημαντικό θέμα, ακόμα και ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Η έκθεση Τσιόδρα-Λύτρα, η οποία δημοσιεύτηκε λίγες ημέρες αργότερα, ήταν αποκαλυπτική, τόσο για τις ελλείψεις στο ΕΣΥ, όσο και για τις ενδεδειγμένες ενέργειες ενίσχυσής του, ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. Είναι χαρακτηριστικό πως έκανε λόγο για 87% αυξημένη θνητότητα εκτός ΜΕΘ και 38,5% των θανάτων που θα είχε αποφευχθεί αν είχε θωρακιστεί το ΕΣΥ. Το σοκαριστικό είναι πως, σύμφωνα με όσα είχε αποκαλύψει ο κ. Λύτρας, η μελέτη αυτή ήταν γνωστή στον πρωθυπουργό ήδη από τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, αφού κάλυπτε διάστημα από τον Μάρτιο του 2020 έως τον Μάιο του 2021. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού την συνυπέγραφε ο εκλεκτός του Μαξίμου για τη διαχείριση της πανδημίας, κ. Τσιόδρας;

Σε αυτό το πλαίσιο, ελάχιστα νέα δεδομένα, τόσο για τις εγκληματικές πολιτικές της κυβέρνησης, όσο και για τους τραγικούς χειρισμούς και την απογοητευτική κατάσταση στο σύστημα υγείας, έχει να προσφέρει η νέα μελέτη που ήρθε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Σε συνέχεια της προηγούμενης μελέτης, ο κ. Θεόδωρος Λύτρας δημοσίευσε ακόμα μία έκθεση για την πορεία της πανδημίας στη χώρα, η οποία αποτελεί πρακτικά την επέκταση της πρώτης, καλύπτοντας το υπόλοιπο διάστημα μέχρι τον Απρίλιο του 2021. Αντί να βελτιωθεί η κατάσταση, αντίθετα η θνητότητα επιδεινώθηκε κατά 21%. Το 97,7% των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ πέθανε, ενώ ακόμα και το 72,7% των διασωληνωμένων εντός ΜΕΘ έχασε τη ζωή του.
Όλα αυτά είναι γνωστά στην κυβέρνηση. Γνωρίζει πως η πολιτική της κοστίζει ανθρώπινες ζωές, και το αποδέχεται. Γι’ αυτό και δεν φρόντισε να λάβει κανένα μέτρο, ούτε πριν ούτε μετά τη δημοσίευση της πρώτης έρευνας, και δε θα το κάνει ούτε μετά τη δεύτερη. Όπως και στην πρώτη φάση, έτσι και σήμερα, η κυβέρνηση φανερώνει ξεκάθαρα πως δεν έχει καμία απολύτως διάθεση να αλλάξει στρατηγική, ακόμα και όταν είναι προφανές πως η ακολουθούμενη έχει τραγικές συνέπειες στην κοινωνία.

Γι’ αυτό, αντί να κάνει κάτι για να αντιστρέψει την τραγική πραγματικότητα, με την Ελλάδα να είναι πρώτη σε θανάτους ανά εκατομμύριο στην Ευρώπη και στις πρώτες στον κόσμο, επιχειρεί να αντιστρέψει την πραγματικότητα. Από τη δημοσίευση της πιο πρόσφατης έρευνας Λύτρα – την οποία και επιχείρησαν να σαμποτάρουν, στερώντας του την πρόσβαση στα στοιχεία του ΕΟΔΥ – κυβερνητικά στελέχη και φίλα προσκείμενοι δημοσιογράφοι επιδίδονται σε μία πρωτοφανή προσπάθεια αποδόμησης της έρευνας. Πλεύρης, Γκάγκα, Μαγιορκίνης και λοιποί, επιχειρούν να αποδομήσουν μία επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, είναι, όμως, αδύνατο. Η επίμαχη μελέτη, άλλωστε, έρχεται απλώς να επιρρώσει με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο πράγματα που ήταν προφανή και αυτονόητα. Όσο αυτονόητο είναι πως οι ιδεολογικές εμμονές και αγκυλώσεις, όταν φτάνουν μέχρι το σημείο να θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές, τότε είναι επικίνδυνες. Τελικά, εκτός των άλλων, η μελέτη του Θεόδωρου Λύτρα απέδειξε πως, στην Ελλάδα, ο νεοφιλελευθερισμός βλάπτει σοβαρά την υγεία.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το