Άρθρα

Ο λαϊκός λόγος του μύθου και η αφήγησή του το 1821

Του Δημήτρη Β. Προύσαλη*

Το 2021 αποτελεί ένα έτος ορόσημο, καθώς υπό το βάρος των συνεπειών της πανδημίας του Covid-19 η παγκόσμια κοινότητα κλείνει έναν χρόνο δοκιμασιών σε όλα τα επίπεδα της ζωής, επιχειρώντας να βρει μια φωτεινή και ελπιδοφόρα διέξοδο σε μια πρότερη κανονικότητα. Το ίδιο έτος σηματοδοτεί τη συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Εθνικής Παλιγγενεσίας καταγράφοντας μια αξιοσημείωτη κινητικότητα, που θέτει στο επίκεντρό της την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και πλευρές από τη διαδρομή των σκλαβωμένων Ελλήνων να περπατήσουν ξανά στον δρόμο της λευτεριάς. Μελέτες και εκδόσεις, ειδικά αφιερώματα και αρθρογραφίες, ιστορικές αναφορές και επετειακές εκδηλώσεις, πολύμορφες παραγωγές και πολυπληθείς ετερόκλητες προσεγγίσεις επιχειρούν να φέρουν ξανά στο προσκήνιο όψεις, αντανακλάσεις και κριτικές για εκείνη την ηρωική περίοδο και να προβούν σε ερμηνείες και αναλύσεις.

Μελετώντας τον πολύτιμο κόσμο των απομνημονευμάτων των αγωνιστών του ’21 και αξιοποιώντας τη μνημειώδη για την αξία της αρχειακή δουλειά του λογοτέχνη και ιστοριοδίφη Γιάννη Βλαχογιάννη, αναδύεται ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό της τότε περιόδου. Αυτό δεν είναι άλλο από τη λαϊκή φιλοσοφία και ψυχολογία που δοκιμάζεται στο καμίνι του αγώνα και εκφράζεται μέσα από το συλλογικό φαντασιακό του μυθικού λόγου τόσο ως είδους της προφορικής λογοτεχνίας, όσο και από πλευράς περιεχομένου και λειτουργίας.

Ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εμβληματική προσωπικότητα της Επανάστασης, αναδεικνύεται μέσα από τα απομνημονεύματά του – διά χειρός Γ. Τερτσέτη – αλλά και μέσα από ανάλογα πονήματα στενών συνεργατών του, όπως ο υπασπιστής του Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, μέγας γνώστης και χειριστής του μυθικού λόγου, τον οποίο επικαλούνταν σε όλη του τη ζωή, τόσο στη διάρκεια του πολεμικού αγώνα, όσο και στην περίοδο της μετέπειτα ειρήνης. Η χρήση του από τον Κολοκοτρώνη αναδύει τον παραδειγματικό του χαρακτήρα του μύθου με συμβολική λειτουργία που ασκεί επενέργεια πολυεπίπεδη. Άλλοτε είναι συμβουλευτικός, άλλοτε εμψυχωτικός, ενώ άλλες φορές φαίνεται να παρουσιάζει καθησυχαστικές επιδράσεις, μα δεν παύει να λειτουργεί ως μέσο «συνειδησιακής παιδαγωγίας», επαναστατικού διδακτισμού, αλλά και μιας διεργασίας με καθαρά αναστοχαστική ανάκληση. Στους εμψυχωτικούς μπορεί να συμπεριληφθεί αυτός που αναφέρεται στο όνειρο του Σουλτάνου: «Ο Σουλτάνος επιθυμεί να ταξιδέψει στους τόπους που βασιλεύει για να γνωρίσει τους υπηκόους του καλύτερα. Οι σύμβουλοί του τού προτείνουν να φτιάξει σκηνές από τα μέρη που θέλει να επισκεφτεί εξολοκλήρου από αντικείμενα του κάθε τόπου και να κοιμηθεί μια νύχτα στο καθένα, βλέποντας αποκαλυπτικά όνειρα για κάθε τόπο. Στήνονται τέσσερα τσαντίρια, της Ρούμελης, της Ανατολής, της Αιγύπτου και του Μοριά.

Σε καθένα από τα πρώτα βλέπει όμορφα όνειρα μα στη σκηνή του Μοριά ονειρεύεται πως τον κυνηγούν τρεις χιλιάδες διαβόλοι κρατώντας δαυλιά αναμμένα σκούζοντας, φωνάζοντας και κάνοντας μεγάλο σαματά», προβάλλοντας προφητικά αυτό που επήλθε αργότερα. Στην ίδια λογική, της εμψύχωσης, μετά τη νίκη στο Βαλτέτσι τoν Μάιο του 1821, πολιορκείται η Τριπολιτσά. Αγναντεύοντας από τα Τρίκορφα την πρωτεύουσα του Μοριά, ο Κολοκοτρώνης αφηγείται τον Αισώπειο μύθο «Όφις και καρκίνος» (Φίδι και κάβουρας), που, σύμφωνα με επιστημονική έρευνα, διατηρείται στη νεοελληνική προφορική μορφή του αρτιότερος σε ψυχολογική διατύπωση απ’ όσο παραδίδεται στο αρχαίο κείμενο. «Ο κάβουρας (Έλληνες) και το φίδι (Τούρκοι) έγιναν κουμπάροι και νυχτώνοντας από ένα ταξίδι έξω από την τρύπα του φιδιού κοιμούνται μαζί. Το φίδι κουλουριάζεται και σφίγγει τον κάβουρα με σκοπό να τον σκοτώσει κι όταν ο κάβουρας αντιδρά, δικαιολογείται πως τάχα βλέπει όνειρο. Ο κάβουρας του ζητά να πλησιάσει το κεφάλι στο στόμα του για να του φανερώσει μυστικό κι όταν το φίδι ξεγελιέται, ο κάβουρας τον αρπάζει με τις δαγκάνες του και τον σκοτώνει. Το φίδι ξεκουλουριάζεται και ισιάζει κι ο κάβουρας σχολιάζει ανάλογα τα παθήματα του φιδιού με τη σωματική του στάση». Στους μύθους της «συνειδησιακής παιδαγωγίας» θα μπορούσε να συμπεριληφθεί ο μύθος της χέρας. Εδώ με τρόπο εντελώς συμβολικό παρομοιάζει χέρια και δάχτυλα με την Ευρώπη και την Ασία (δεξί και αριστερό αντίστοιχα), ενώ τα δάχτυλα του δεξιού χεριού ξεκινώντας από τον αντίχειρα συμβολίζουν τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (βλ. Ελλάδα), τον κλήρο, τους μεγιστάνες, τους εμπόρους και λογίους και τον λαό. Όταν το αριστερό χέρι επιτίθεται στο δεξί τα δύο κοντινά δάχτυλα αδιαφορούν, ενώ τα δύο τελευταία αδυνατούν λόγω θέσης να βοηθήσουν, και παράλληλα όλα μαλώνουν μεταξύ τους. Όταν όμως ομονόησαν κατάφεραν να δημιουργήσουν το 1821.

Ουσιαστικά όλη η ζωή του Κολοκοτρώνη διανθίζεται από μύθους του Αισώπου και αφηγήσεις ιστοριών με διδακτικό χαρακτήρα είτε αυτοί συνδέονται με περιστατικά της ζωής του είτε με ιστορικά γεγονότα. Για παράδειγμα στα 1823, όταν τοποθετείται από την κυβέρνηση ως αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού, μπλέκει με τη χαρτούρα και τη γραφειοκρατία της εποχής και της θέσης, και αντιλαμβανόμενος το ασύμβατο της δικής του ιδιοσυγκρασίας και εμπειρίας με την παρουσιαζόμενη πραγματικότητα, παραιτείται και αφηγείται τον μύθο του λύκου με το αρνί: «Μια μέρα ένας λύκος αρπάζει ένα αρνί από το μαντρί και φεύγει. Το αρνί του ζητά για τελευταία χάρη να του τραγουδήσει, ο λύκος ξεγελιέται τραγουδά, τον ακούν τα σκυλιά του τσοπάνη και χύνονται πάνω του διώχνοντάς τον. Όταν ο λύκος μένει μόνος του, αναστοχάζεται πως καλά έπαθε, αφού κανέναν τραγουδιστή δεν είχε στο σόι του κι αυτός θέλησε να τραγουδήσει!». Αργότερα όταν φυλακίζεται στην περίοδο του εμφύλιου σπαραγμού και αποφυλακίζεται αφηγείται τον μύθο του Αισώπου για την κουκουβάγια που από μπροστά είναι γριά, αλλά από πίσω νιούτσικη. Στα 1831 όταν δολοφονείται ο Καποδίστριας, ιστορεί τον μύθο του σαμαρτζή: «Τα γαϊδούρια επαναστάτησαν κι αποφάσισαν να σκοτώσουν τον σαμαρτζή τους γιατί τα φόρτωνε. Όταν το καταφέρνουν έρχεται ο βοηθός του ή άλλος σαμαρτζής που τα πληγώνει περισσότερο αφού του λείπει η πείρα του αρχικού μάστορα». Τη χρονιά του 1843 όταν πεθαίνει, έχοντας την επίγνωση της διαδρομής του, αφηγείται σε μια παρέα νέων τον μύθο του Πέρση φιλοσόφου, όπου εξηγεί με βάση τη συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων στις κηδείες, την ποιότητα του εκλιπόντος κάθε φορά προσώπου.

Ο Δ. Αινιάν, γραμματικός και βιογράφος του Καραϊσκάκη, αναφέρει στα Απομνημονεύματά του πως «η ομιλία του Θ. Κολοκοτρώνη ήτον απλουστάτη και κατά τον τρόπον των χωρικών: μετεχειρίζετο συνεχώς τους μύθους και διηγήματα, όπερ είναι η φιλοσοφία του λαού, και κατόρθωνε να πείθη ευκόλως δι’ αυτών τον λαόν». Ο λόγος του Κολοκοτρώνη στηρίζεται, ως επί το πλείστον, σε παραβολές, αλληγορίες και λαϊκούς μύθους, δηλαδή σε ρητορικά σχήματα, τα οποία αντλούν από το υλικό της ανώνυμης προφορικής παράδοσης. Οι μύθοι συγκεκριμένα έχουν άλλοτε άμεση αντανάκλαση στο Αισώπειο έργο και άλλοτε αποτελούν «μύθους» με την ευρεία έννοια των φανταστικών αφηγημάτων, καθώς ο όρος ενέχει διττή ταυτοτική υπόσταση. Ο Τερτσέτης γράφει στα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής» (1846) πως η συλλογή των μύθων του θα ήταν έργο χρήσιμο από τους ειδικούς, καθώς θα φαινόταν η συγγένεια του πνεύματός του με το πνεύμα του Αισώπου και η επιτελεστική τους λειτουργία ως πολύτιμου υλικού με ποικίλο ρόλο, καθώς όχι μόνο φώτιζαν ιστορικά συμβάντα, αλλά χρησίμευαν ως τύπος και πλούτος της εθνικής γλώσσας.

Μύθους Αισώπειους και μη, αναφέρει ο Φωτάκος στα δικά του Απομνημονεύματα, αλλά και ως πρώιμος ερασιτέχνης λαογράφος σε συλλογή που επιμελείται και δημοσιεύει σε συνέχειες στο περιοδικό του Δ. Καμπούρογλου «Εβδομάς» όλο σχεδόν το 1886, ενώ ανάλογες ιστορήσεις παρατηρούνται και στον Μακρυγιάννη.
Η ανεύρεση τέτοιου είδους μυθικού υλικού μέσα στα ιστορικά ντοκουμέντα της Επανάστασης, είτε συνδέεται άμεσα με το Αισώπειο έργο, είτε ως φανταστική ιστορία που επιτελεί μια συμβολική και πολυεπίπεδη υποστηρικτική λειτουργία, καταδεικνύει τη σημαντικότητα του ρόλου του είδους. Υπηρετεί επίσης τη δρομολόγηση στην κατεύθυνση κατανόησης και ερμηνευτικής προσέγγισης της λαϊκής έκφρασης, αλλά και την αναγκαιότητα ευρύτερης μελέτης του φαινομένου της αφήγησης ως μέσο παρέμβασης μέσα από την αναγνώριση της πράξης της.

*Ο Δημήτρης Β. Προύσαλης είναι αφηγητής, υπ. δρ Λαογραφίας ΕΚΠΑ, Παραμύθια και Μύθοι στου Κένταυρου τη ράχη

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το