Αθλητισμός

O κυρ-Aντώνης… Ο κ. Γεωργιάδης, ο άνθρωπος, ο προπονητής

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Ήταν που μόλις τελείωσα τις γραπτές εξετάσεις για το πτυχίο. Σκέφτηκα να διακόψω την αναβολή από το στρατό για να κερδίσω χρόνο κι από τα δυο. Θητεία και προφορικά. Έτσι μεσολάβησε ένα ελεύθερο εξάμηνο από το Γενάρη του ’71 ως τον Ιούλιο που θα καταταγόμουνα στο στράτευμα. Γύρισα στο Βόλο, για να μην πληρώνω ενοίκια στην Αθήνα και ψάχτηκα για καμιά πρόχειρη και προσωρινή δουλειά μέσα σε αυτό το εξάμηνο.
Πέρασα από την εφημερίδα της «ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ» για να βολιδοσκοπήσω καμιά πρόχειρη απασχόληση στο ελεύθερο ρεπορτάζ. Εκεί συνάντησα τον Γιάννη Μαντίδη, τον Σουσουρή και το Δημητράκη Μπάτσιο, δυναμικά στελέχη του ρεπορτάζ και συντάκτες της εφημερίδας που τους είχα εκτίμηση και θάρρος. Τους ανέφερα το πρόβλημά μου κι εκείνοι δέχτηκαν να με παρουσιάσουν στον Αχιλλέα τον Ορφανίδη, ο οποίος σημειωτέον με γνώριζε από τα κινηματογραφικά μου σημειώματα και τις κριτικές που έστελνα στην εφημερίδα από την Αθήνα.

Ήξερα ότι θα είχα πρόβλημα, γιατί ο αείμνηστος Αχιλλέας ήταν αυστηρός και δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Μάλιστα μου είχε κάνει επανειλημμένα παρατηρήσεις ότι τα γραφτά μου ήταν δυσνόητα και αντιδημοσιογραφικά. Καθώς περνούσα από τη διαχείριση και πριν φτάσω στο γραφείο του διευθυντή είδα τον Αποστόλη τον Τσουκαλά που εκτελούσε χρέη ταμία αλλά έκανε και αθλητικό ρεπορτάζ. Του πέταξα απάνω στην κίνηση το θέμα μου, εκείνος το έπιασε στον αέρα και μου είπε να επανέλθω, ύστερα από τη συνάντηση που θα είχα με τον Ορφανίδη, στο γκισέ της διαχείρισης.
Δεν κατάφερα να δω τον Ορφανίδη εκείνη τη μέρα κι επανέκαμψα στη διαχείριση. Με κοίταξε ο Απόστολος και μου πέταξε την πρόταση: «Ρε συ θέλεις να πηγαίνεις με τον Ολυμπιακό, στους εκτός έδρας αγώνες και να μας στέλνεις ρεπορτάζ; Θάχεις ένα κατοστάρικο, δωρεάν ταξίδι και διαμονή, τζάμπα φαγητό. Θα τρως ό,τι και οι παίκτες της ομάδας».
Τότε η ομάδα του Ολυμπιακού Βόλου έκανε πρωταθλητισμό στη Β’ Κατηγορία, με προοπτική ανόδου στην Α’ Εθνική. Υπήρχε ομόνοια, στιβαρή διοίκηση και πέφταν λεφτά για την άνοδο. Η διοίκηση μάλιστα είχε προσλάβει για προπονητή της ομάδας τον Αντώνη τον Γεωργιάδη από τη Δράμα, καταξιωμένο τεχνικό και υπεύθυνο άτομο, πολύ σοβαρό γι’ αυτή τη δουλειά, την οποία συνήθως την έκαναν περαστικοί από το χώρο, δίχως υπόληψη και δίχως καμία καλλιέργεια, την οποία αντίθετα διέθετε σε μεγάλο βαθμό ο κυρ-Αντώνης.(Ο Μένης Κουμανταρέας στη «Φανέλα με το Νούμερο εννιά» αδικεί τον φερόμενο ως προπονητή της ομάδας, δίχως να τον κατονομάζει, κυρίως ως χαρακτήρα, θεωρώντας τον ως έναν αριβίστα και αγοραίο άνθρωπο του ποδοσφαίρου).
Λέω του Αποστόλη ότι είμαι μέσα και ας κανονίσει αυτός τα της γνωριμίας μου με τους παράγοντες και τις αποστολές.

Πρώτη αποστολή της ομάδας στην Ελευσίνα για τα προημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδας. Ταξιδεύω με την αποστολή και το πούλμαν της ομάδας. Μένουμε στην Αθήνα και την άλλη μέρα πάμε στο γήπεδο, όπου ο Ολυμπιακός επικρατεί άνετα του Πανελευσινιακού με 2-0. Τελειώνοντας ο αγώνας ρωτάω τον κυρ-Αντώνη να μου πει τη γνώμη του για το αποτέλεσμα και την ποιότητα του ματς. Μετά την πρόχειρη συνέντευξη που του πήρα κατευθύνθηκα στο πλησιέστερο τηλέφωνο, όπου έδωσα το νούμερο της εφημερίδας για να γίνει σύνδεση για τη μετάδοση αποτελέσματος και κριτικής του αγώνα. Τότε είδα μερικούς ποδοσφαιριστές της ομάδας να με πλησιάζουν για να ακούσουν ποιους θα δώσω ως διακριθέντες. Δεν μπόρεσα ν’ αποφύγω κάποιες δυσαρέσκειες και στραβομουτσουνιάσματα.

Σε κάποιο ματς που έδωσε η ομάδα, νομίζω στην Έδεσσα, μετά το βραδινό φαγητό πήγα νωρίς να ξαπλώσω στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο όπου είχε καταλύσει η αποστολή. Ξάπλωσα με τα ρούχα και πήρα να ξεφυλλίζω ένα βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου. Δεν πρόλαβα να το ανοίξω και χτυπάει η πόρτα μπαίνοντας φουριόζος μέσα ο Γεωργιάδης. Θέλει να μου δώσει τη σύνθεση της ομάδας, αλλά το βλέμμα του πέφτει στον τίτλο του βιβλίου που κρατάω στα χέρια μου. Παγώνω γιατί το βιβλίο μόλις είχε απαγορευθεί από τη λογοκρισία παρότι είχε προλάβει να κυκλοφορήσει σε μερικά αντίτυπα, πριν αποσυρθεί από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Ο τίτλος του: «Τα δεκαοχτώ κείμενα», με μικρά διηγήματα, κριτικές και ποιήματα, όλα αντιδικτατορικά και όλα από καταξιωμένες προσωπικότητες των γραμμάτων και τεχνών, κυνηγημένες από τη χούντα. Το βλέπει ο κυρ-Αντώνης, σουφρώνει το βλέμμα, εγώ προσπαθώ να δικαιολογηθώ, όμως εκείνος αλλάζει ύφος και μου λέει να μην ανησυχώ, αλλά μόλις το διαβάσω με παρακαλεί να του το δανείσω. Ησυχάζω και μου δίνει σε χαρτάκι τη σύνθεση της ομάδας για τον αυριανό αγώνα.

Άνθρωπος βαθιά φιλοσοφημένος ο Αντ. Γεωργιάδης

Μια από τις επόμενες μέρες τον επισκέπτομαι στην «Κυψέλη», όπου διέμενε στο Βόλο και του πάω τυλιγμένο σε μπακαλόχαρτο το βιβλίο με τα «Δεκαοχτώ κείμενα». Εκείνος το ανοίγει επιδεικτικά, δίχως καμία προφύλαξη και αρχίζει να ρουφάει τις σελίδες του με ικανοποίηση. Από κει και μετά γινόμαστε κολλητοί με τον κυρ-Αντώνη. Ζητάει τα βράδια των αποστολών να κάνουμε παρέα και μου εκμυστηρεύεται περιστατικά από τη ζωή του και τη φιλοσοφία του. Όλοι οι άνθρωποι που συναναστρέφεται στο Βόλο επιζητούν την παρέα του μόνο και μόνο για ποδοσφαιρικές συζητήσεις. Παίχτες, συστήματα και γκολ. Κανένας δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα και κανένας δε μιλάει πολιτικά.
Αφήνει στην άκρη άμυνες, συστήματα και φάσεις και καταπιάνεται μαζί μου για τα πολιτιστικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας. Ποιος; Ο προπονητής του Ολυμπιακού Βόλου. Εν έτει 1971. Μένω με ανοιχτό το στόμα από τον αλλιώτικο λόγο που εκφέρει και είναι τόσο διαφορετικός από την ποδοσφαιρική διάλεκτο. Ιδέες και απόψεις διαλεκτικές, σχεδόν επαναστατικές. Ύστερα από μερικές μέρες κι ενώ έχω τυφλή εμπιστοσύνη πια στον κυρ-Αντώνη, του πάω το καινούργιο απαγορευμένο βιβλίο του Κέδρου, (που κι αυτό πρόλαβε να κυκλοφορήσει πριν αποσυρθεί) με τίτλο «Τα νέα κείμενα».

Στον επόμενο αγώνα του κυπέλλου -ημιτελικός ήδη- ο Ολυμπιακός είχε κληρωθεί να παίξει με την ΑΕΚ ύστερα από κλήρωση στη Νέα Φιλαδέλφεια. Το ίδιο βράδι ο κυρ-Αντώνης μου εκμυστηρεύτηκε πως δεν τον νοιάζει το ματς του κυπέλλου -εκείνος θέλει ν’ ανέβει κατηγορία η ομάδα- αλλά θέλει να δείξει στους Αθηναίους τη δουλειά που κάνει στο Βόλο.
Την άλλη μέρα χάσαμε από την ΑΕΚ με βαρύ σκορ, αλλά όλοι ήταν ξετρελαμένοι με την ποιότητα που ξεδίπλωσε η ομάδα στο χορτάρι. Σε ιδιαίτερη συζήτηση που είχα παίρνοντας συνέντευξη από τον Στέλιο Σκευοφύλακα και τον Μίμη Παπαϊωάννου, όλοι δήλωσαν -υπάρχουν οι συνεντεύξεις τους στη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» της εποχής- κι έμειναν εντυπωσιασμένοι με την ποιότητα της ομάδας και τη σοβαρή δουλειά που κάνει ο προπονητής. Ο Μίμης ο Παπαϊωάννου ειδικά έκανε ξεχωριστή μνεία στον Αντώνη Γεωργιάδη. Για το λόγο αυτό ο κυρ-Αντώνης είχε γίνει το μήλο της έριδος ανάμεσα στους Αθηναίους ρεπόρτερ, για το ποιος θα μιλήσει μαζί του. (Θυμάμαι τον πανύψηλο Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη από το «ΦΩΣ των ΣΠΟΡ» που τον είχε στριμώξει με ερωτήσεις επιπέδου κι είχε μείνει έκπληκτος από το λόγο του. Τότε δεν υπήρχαν κοινές συνεντεύξεις και μικρόφωνα. Ούτε καν αίθουσες δηλώσεων. Όλα αυτά γινόντουσαν έξω από τα αποδυτήρια…

Σε φωτογραφία του Αντώνη Γεωργιάδη (από αριστερά) ο απεσταλμένος της «Θ» Κυριάκος Παπαγεωργίου, ο Δημήτρης Ζάμπας, ο Βασίλης Καραϊσκος και ο Τάκης Δημόπουλος, έξω από το ξενοδοχείο που είχε καταλύσει η αποστολή του Ολυμπιακού στην Καβάλα το 1971

Η ομάδα έχει ταξιδέψει στην Καβάλα για να δώσει το πιο κρίσιμο παιχνίδι της κατηγορίας. Από το αποτέλεσμα εκείνου του αγώνα θα κρινόταν αν θα πάρει το εισιτήριο της ανόδου για την Α’ Εθνική. Είχαμε ταξιδέψει από την προηγούμενη. Κοιμηθήκαμε καλά και μάλιστα οι ποδοσφαιριστές για να είναι πιο ήρεμοι αποφάσισαν νωρίς το βράδι, να συγκεντρωθούν στο δωμάτιό μου, για να χαλαρώσουν και να πει ο καθένας από ένα τραγούδι που ήξερε. Έβαλαν εμένα κριτή για το καλύτερο τραγούδι -τρομάρα μου.
Πραγματικά χαλάρωσαν οι παίκτες με τον τρόπο που είχε δώσει την εντολή του ο μεγάλος ψυχολόγος προπονητής. Το ίδιο βράδι έξω από το ξενοδοχείο είχαν έρθει πιτσιρικάδες Καβαλιώτες, για να μας κρατήσουν ξάγρυπνους ενόψει του αυριανού αγώνα. Συνηθισμένα πράματα.
Το πρωί και μετά το πρόγευμα βγήκε όλη η αποστολή να ξεμουδιάσει στο προαύλιο του ξενοδοχείου, δίπλα από τη θάλασσα. Εκεί στο γκαζόν ο κυρ- Αντώνης θέλοντας να χαλαρώσει ακόμη περισσότερο τους παίκτες, πήρε μια μπάλα και την πετούσε στον καθένα με το χέρι. Έδωσε ταυτόχρονα εντολή να μην την αγγίξει κανένας με τα πόδια.
Θυμάμαι κάποια στιγμή που ο Βασίλης ο Καραΐσκος, τσατίστηκε που δεν μπορούσε να κλωτσήσει και έδωσε μια σουτάρα προς το μέρος μου. Θύμωσε ο κυρ-Αντώνης αλλά δεν τόδειξε. Αντίθετα γύρισε σε μένα και μου είπε: «Εσύ μπορείς να σουτάρεις». Και για να εκτονώσει την κατάσταση απευθύνθηκε σε μένα αλλά εις επήκοον των παικτών του: «Για να δούμε αν σουτάρεις, όπως γράφεις…».
Η κλωτσιά που έδωσα ήταν στο γάμο του Καραγκιόζη κι όπως ήταν φυσικό όλοι γέλασαν, εκτός από τον Τάκη το Δημόπουλο -παιδικό μου φίλο- που ζήτησε το λόγο για να εξηγήσει ότι το έκανα παραπλανητικά… «Τι θέλεις να πεις» τον ρώτησε ο κυρ-Αντώνης. «Να, αυτός εδώ» κι έδειξε εμένα, «ξέρει καλύτερη μπάλα από πολλούς άλλους, αλλά το κάνει επίτηδες και μάλιστα μπορώ να πω ότι σουτάρει καλύτερα από ό,τι γράφει…». Κάγκελο ο Γεωργιάδης. Κι άλλο τόσο κάγκελο κι εγώ…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το