Πολιτισμός

Ο Κώστας Κοτσιώλης «ψυχή» του Διεθνούς Φεστιβάλ Κιθάρας Βόλου εδώ και 33 χρόνια «Θ»

Σ02 Φ1 ΠΡΟΣΩΠΟ (4)

Ένας άνθρωπος που ζει για τη μουσική έχοντας αφήσει ανεξίτηλη την σφραγίδα του στο καλλιτεχνικό τοπίο της χώρας, αλλά και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες της νέας γενιάς ανά τον κόσμο, βρίσκεται πίσω από το Διεθνές Φεστιβάλ Κιθάρας Βόλου. Ο λόγος για τον Κώστα Κοτσιώλη, «ψυχή» του Φεστιβάλ από το 1978 μέχρι σήμερα, το οποίο ξεκίνησε προχθές για 33η φορά στην ιστορία του, φιλοξενώντας σπουδαίους Έλληνες και ξένους σολίστ.

Μαγεύει τους ακροατές του πολλές δεκαετίες τώρα και θεωρείται ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, ο οποίος σ’ αυτό το μουσικό ταξίδι που ξεκίνησε από παιδί, δεν έπαψε στιγμή να εξερευνεί το σαγηνευτικό κόσμο της κιθάρας. Κι όμως, ο Κώστας Κοτσιώλης κάθε φορά που το Διεθνές Φεστιβάλ του Βόλου ανοίγει τις πύλες του, έχει την ίδια αγωνία, όπως ακριβώς την εποχή που το τόλμησε για πρώτη φορά το μακρινό 1978. «Κάθε ξεκίνημα με κάνει να αγωνιώ, αλλά από την άλλη με καθησυχάζουν οι συμμετοχές που έχουμε κάθε χρόνο. Αυτό μας χαρίζει και την ανεξαρτησία μας. Χειριζόμαστε όπως ακριβώς θέλουμε το Φεστιβάλ. Το διατηρούμε σε υψηλό επίπεδο, δίχως υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Κι επειδή αξίζει, έχει τη δύναμη να κρατιέται τόσα χρόνια», σημείωσε με νόημα ο κ. Κοτσιώλης.
Στην περίπτωση του Φεστιβάλ του Βόλου, ίσχυσε περίτρανα ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, με τον διακεκριμένο κιθαρίστα, να θυμάται το πώς πήρε την απόφαση να κάνει το πρώτο βήμα: «Το 1977 με τη βοήθεια της συχωρεμένης Έρσης Σαράτση από τους «Φιλότεχνους του Βόλου», κάναμε εδώ το 1ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Κιθάρας. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς μετέβηκα στην Ουγγαρία, όπου έλαβα μέρος στο Φεστιβάλ του Έστεργκομ. Γινόταν κάθε δύο χρόνια και ήταν το μεγαλύτερο του κόσμου τότε. Μετά το ρεσιτάλ που έδωσα στην Ουγγαρία, είχα 27 προσκλήσεις να δώσω συναυλία σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ήταν μεγάλο βήμα στην προσωπική μου καριέρα, αλλά είχε αντίκτυπο και στο Φεστιβάλ του Βόλου, αφού το 1978 έγινε για 1η φορά με διεθνείς συμμετοχές. Εκείνο το καλοκαίρι ο Βόλος γέμισε από κόσμο. Όταν έμαθαν ότι θα έκανα φεστιβάλ, είχα 110 περίπου ξένους σπουδαστές. Η Ερση ήταν εκείνη που το κράτησε κι έτσι καθιερώθηκε εξ αρχής. Μέτρησε το δυνατό ξεκίνημα που πραγματοποιήσαμε».
Φυσικά σε αυτή την πολυετή διαδρομή ο Βόλος φιλοξένησε μεγάλα ονόματα της κιθάρας, με τον κ. Κοτσιώλη να σημειώνει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, που επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητα του Διεθνούς Φεστιβάλ της πόλης: «Την πρώτη ημέρα το πρώτο βραβείο πήρε ένας Μεξικανός, ο Σεσίλιο Περέρα. Διδάσκει κιθάρα στο Μοτσαρτέουμ, μία από τις πιο ονομαστές μουσικές σχολές του κόσμου. Ήταν μαθητής μου όταν ήταν 15 ετών και μόλις έμαθε ότι ξανάνοιξε ο Βόλος, ήρθε από το Σάλτσμπουργκ για να διαγωνιστεί και να με τιμήσει. Όλα αυτά είναι πολύ συγκινητικά. Μικρά πράγματα μεν, τα οποία, όμως, σου δίνουν μία αισιοδοξία ως άνθρωπο».
Σημείο αναφοράς για την εφετινή διοργάνωση, αποτελεί και η παρουσία του συνθέτη Θεόδωρου Αντωνίου, μίας εμβληματικής μορφής της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. «Εξυπακούεται πως η έλευση του κ. Αντωνίου κοσμεί το Φεστιβάλ. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος και συνάμα συγκινημένος, γιατί ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες που μου στάθηκαν όταν ήμουν νέος. Και πάλι επειδή δεν ξεχνώ ποτέ, είναι μεγάλη μου τιμή που είναι εδώ μαζί μας και προεδρεύει στο Διαγωνισμό Σύνθεσης, που διοργανώνεται για πρώτη φορά φέτος με την υποβολή 44 έργων», τόνισε χαρακτηριστικά, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στα δύο βολιώτικα μέλη της Επιτροπής: «Ο ένας είναι ο Λεωνίδας Κανάρης, μαθητής του Αντωνίου παλιότερα, αλλά και δικός μου στην κιθάρα. Έχει προχωρήσει πολύ, προόδευσε και είμαι χαρούμενος γι’ αυτόν. Ο άλλος είναι ο Απόστολος Παρασκευάς, ο οποίος επίσης έχει πολλές επιτυχίες, ενώ πλέον είναι καθηγητής σύνθεσης στο Μπέρκλεϋ».
Χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Κώστα Κοτσιώλη, ο Βόλος ακούγεται στα πέρατα του κόσμου, με τον 59χρονο καλλιτέχνη να λέει: «Το Διεθνές Φεστιβάλ της πόλης είναι ξακουστό. Θεωρείται από τα πιο παλιά φεστιβάλ στον κόσμο. Μόνο του Μερτζ στη Μπρατισλάβα, το οποίο φέτος έγινε για 41η φορά είναι παλαιότερο του Βόλου. Έπειτα έρχεται το δικό μας», είπε χαρακτηριστικά, χωρίς ωστόσο να ξεχνά την πρόσκαιρη διακοπή του θεσμού την πενταετία 2010-2015. «Μας επηρέασε η κρίση που χτύπησε την Ελλάδα. Φοβηθήκαμε τότε με όσα άρχισαν να γίνονται και για ένα πενθήμερο φεστιβάλ είναι πολλά εκείνα που πρέπει να λειτουργήσουν στην εντέλεια, για να μην εκτεθείς. Όμως, από πέρυσι αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Όχι η κρίση, πλην όμως η ποιότητα του Φεστιβάλ ήταν τόσο μεγάλη, που οι σκόπελοι ξεπεράστηκαν με τις συμμετοχές», υπογράμμισε, για να καταλήξει: «Επανακτήσαμε τη δυνατότητα να το αναβιώσουμε. Μέτρησε και η ιστορία του, αλλά και ο κόσμος που το ζήτησε. Πολλοί μου έλεγαν: «Ξεκίνησέ το πάλι». Έτσι κι έγινε και θέλω να το αφήσω παρακαταθήκη σ’ αυτόν τον τόπο. Ο σκοπός μου δεν είναι να μείνω εσαεί στο Φεστιβάλ κι όταν φύγω, είτε γιατί θα περάσουν τα χρόνια, είτε γιατί θα κουραστώ, να μείνει μετέωρο και να χαθεί ή να υπολειτουργήσει. Προετοιμάζω τον κόσμο που θα διαδεχθεί την κατάσταση και ήδη τον έχω έτοιμο. Μέσα στην καλλιτεχνική επιτροπή υπάρχουν καθηγητές που κάνουν διεθνή καριέρα. Παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στο Φεστιβάλ. Ήταν 12 και 13 χρονών όταν ήρθαν εδώ και σήμερα είναι σπουδαίοι σολίστ».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το