Τοπικά

Ο κατάσκοπος Ν. Ακριβογιάννης είχε μεγαλώσει στον Βόλο και εκπαιδεύτηκε από τη CIA

Μια ιστορία, άγνωστη στους περισσότερους, του ίκαρου Νίκου Ακριβογιάννη, που μεγάλωσε στον Βόλο και καταδικάστηκε στην Αλβανία με την κατηγορία του κατασκόπου και εκτελέστηκε, έφερε στην επικαιρότητα το ethnos.gr.

Καλοκαίρι του 1949 και η Ελλάδα μετράει βαθιές πληγές από τον εμφύλιο, που μόλις έχει τελειώσει αφήνοντας πίσω του νεκρούς, άστεγους, μίσος και έναν άκρατο αντικομμουνισμό, που έμελλε να σημαδέψει τα επόμενα σκοτεινά χρόνια. Ο ελληνικής καταγωγής Αμερικανός πράκτορας Τομ Καραμεσίνης, αναλαμβάνει τη θέση του πρώτου σταθμάρχη της CIA στην Ελλάδα. Υπό την αυστηρή εποπτεία του Καραμεσίνη, οργανώνεται στη Θεσσαλονίκη ισχυρό δίκτυο πρακτόρων οι οποίοι έχουν εισχωρήσει σε δημόσιες υπηρεσίες, στον στρατό και στα σώματα ασφαλείας.
Ο Νίκος Ακριβογιάννης εμφανίζεται στο προσκήνιο. Είναι νέος είναι ωραίος, γοητευτικός, γυμνασμένος, καλλιεργημένος, γράφει ποιήματα και έχει ήδη στο βιογραφικό του συμμετοχή σε ταινία όπου έχει ερμηνεύσει τον ρόλο καρδιοκατακτητή πλάι στον Αλέκο Αλεξανδράκη. Τη μουσική της ταινίας είχε συνθέσει ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο Ακριβογιάννης, γεννημένος τον Ιανουάριο του ’29 στη Θεσσαλονίκη πέρασε τα παιδικά του χρόνια ανάμεσα στον Βόλο και τη γενέθλια πόλη, λόγω του ότι ήταν γιος στρατιωτικού και οι συχνές μετακινήσεις ήταν συνήθεις. Στη διάρκεια της κατοχής οργανώνεται στην Εθνική Αντίσταση βοηθώντας τον πατέρα του. Το 1948 δίνει εξετάσεις στην πολεμική αεροπορία, αλλά απορρίπτεται. Η γνωριμία του Ακριβογιάννη με τον Ευλάμπιο Κωστίδη το 1950, φέρνει τον φιλόδοξο και ταλαντούχο νεαρό, πρόσωπο με πρόσωπο με την κατασκοπία. Στρατευμένος από τον Καραμεσίνη ο Κωστίδης βρίσκει στο πρόσωπο του Ακριβογιάννη τον ιδανικό κατάσκοπο που θα μυήσει στον αγώνα κατά της κομμουνιστικής απειλής.

Σκληρή εκπαίδευση
Ο Ακριβογιάννης εκπαιδεύεται υπό άκρα μυστικότητα νυχτερινές κυρίως ώρες από επαγγελματίες της CIA. Μελετάει τη μαρξιστική θεωρία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, ανακριτικές μεθόδους, τρόπους απόκρουσης κατηγοριών. Έχει το κωδικό όνομα G1 και τον οδηγούν να καταταγεί στις ένοπλες δυνάμεις και στη συνέχεια στο ξενοδοχείο Κάρλτον, στην Ομόνοια ο Νίκος Ακριβογιάννης συναντά τον διοικητή της σχολής του, Αναστάσιο Βλαντούση που τελικά θα είναι μοιραίος άνθρωπος για τη ζωή του. Εκπαιδεύεται ταχύτατα με σκοπό να αποκτήσει την απαιτούμενη πείρα, ώστε να είναι απόλυτα προετοιμασμένος για αποστολή στην Αλβανία.
Η ώρα για δράση δεν αργεί και ενώ ο Ακριβογιάννης βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο της εκπαίδευσης. Το σχέδιο υπαγορεύει την κλοπή αεροπλάνου, πτήση μέχρι την Αλβανία και προσγείωση στους Άγιους Σαράντα. Εκεί ο Έλληνας αξιωματικός θα ζητούσε από τις αλβανικές αρχές να έρθει σε επαφή με την προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνησης της Ελλάδας, η οποία υποτίθεται είχε έδρα στη Σοβιετική Ένωση.
Το σχέδιο δεν παράβλεπε την πιθανότητα φυλάκισης του Ακριβογιάνη, όμως διαβεβαίωνε πως θα αποφυλακιζόταν. Το σχέδιο, επίσης, απαιτούσε την απόδραση του Ακριβογιάννη και την επάνοδό του σε ελληνικό έδαφος. Στην Ελλάδα, ταυτόχρονα, θα είχε διαρρεύσει η είδηση ότι, «Ελληνικό αεροπλάνο είχε χαθεί», με προφανή κατάληξη τη συντριβή του στη θάλασσα.
Τον Σεπτέμβριο του ’51 ξεσπά στους κόλπους της Πολεμικής Αεροπορίας η γνωστή υπόθεση των Αεροπόρων, που αργότερα θα αποδειχτεί κακοστημένη σκευωρία. Ένα αεροπλάνο συντρίβεται κατά την προσγείωση, και λίγους μήνες μετά εμφανίζονται συνθήματα υπέρ του ΚΚΕ στους τοίχους της σχολής. Αρχίζουν έρευνες όπου «δείχνουν» συγκεκριμένους αξιωματικούς.

Συλλαμβάνονται και βασανίζονται στο Παλαιό Φάληρο ο Θεοφάνης Μεταξάς αντισμήναρχος ε.α., οι σμηναγοί Ηλίας Παναγουλάκης και Ελευθέριος Ζαφειρόπουλος, οι υποσμηναγοί Γεώργιος Θεοδωρίδης και Γεώργιος Μαδεμλής, ο επισμηναγός Νικόλαος Δόντζογλου και ανθυποσμηναγός Παναγιώτης Λεμπέσης. Επίσης επτά υπαξιωματικοί και πέντε πολίτες μεταξύ αυτών και φίλος του Ακριβογιάννη, Φανούριος Τσώκος.
«Ομολογούν» όλοι πλην ενός, που δεν άντεξε στην ανάκριση και πέθανε, ότι «αυτοί είναι οι δολιοφθορείς του αεροπλάνου». Είναι το σενάριο, που βολεύει τους επικεφαλής του Ακριβογιάννη, οι οποίοι ανάβουν το «πράσινο φως» για την αποστολή στην Αλβανία. Τι πιο φυσικό εκείνη την εποχή, «δολιοφθορέας» να λιποτακτήσει στην κομμουνιστική Αλβανία.
Ο Ακριβογιάννης, όπως λέγεται, προσπαθεί να αποφύγει την αποστολή, όμως τελικά υποκύπτει στις αφόρητες πιέσεις των υπευθύνων της οργάνωσης των κατασκόπων. Στις 7 Απριλίου του 1952, μπαίνει σε ένα αεροπλάνο τύπου «Χάρβαρντ» και το απογειώνει με κατεύθυνση προς Αλβανία. Προσγειώνεται στον κάμπο της Τσούκας.
Στην Ελλάδα, η υπόθεση ακολουθεί πιστά το σχέδιο: Μεταδίδεται η είδηση για την εξαφάνιση στρατιωτικού αεροπλάνου χωρίς όμως να δοθεί στη δημοσιότητα το όνομα του πιλότου. Ο διοικητής του Τμήματος Ασφαλείας των Αγίων Σαράντα, Κιατίπ Ντερβίσι, ενημερώνεται και σπεύδει στον τόπο της προσγείωσης του Ακριβογιάννη.
Ο Ακριβογιάννης συλλαμβάνεται και οδηγείται στα Τίρανα όπου αρχίζει εξαντλητική ανάκριση. Στον αστυνομικό σταθμό των Αγίων Σαράντα, σε μια πρώτη κατάθεση έχει δηλώσει ότι είναι: «…φίλος της Αλβανίας και πολέμιος της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας και ότι είχε μυστικό σχέδιο, το οποίο θα αποκάλυπτε μόνο στις σοβιετικές αρχές».

Η εκτέλεση
Στα Τίρανα ο Ακριβογιάννης κλείνεται στην απομόνωση και ανακρίνεται εξαντλητικά. Ο Έλληνας αξιωματικός στέλνει επιστολή προς τον Εμβέρ Χότζα. Η επιστολή, που βρίσκεται στα αλβανικά αρχεία της υπόθεσης γράφει: «Σύντροφε Ενβέρ Χότζα, είμαι βέβαιος ότι θα με βοηθήσετε για να δώσω μια τρανή απόδειξη γι’ αυτά που είπα παραπάνω. Είμαι βέβαιος, γιατί είστε Σύντροφος, Πατριώτης και Μαχητής της Παναθρώπινης Λευτεριάς. Δώστε μου το χρόνο, τον πολύτιμο χρόνο. Με τους πιο εγκάρδιους συντροφικούς και επαναστατικούς χαιρετισμούς»
Ο χρόνος περνάει και ο Ακριβογιάννης λυγίζει. Κάνει απεργίες πείνας και απόπειρες αυτοκτονίας. Οι Αλβανοί ζητούν λεπτομέρειες. Ο Ακριβογιάννης πέφτει σε αντιφάσεις. Οι ανακρίσεις συνεχίζονται για τους επόμενους μήνες, και τελικά του απαγγέλλονται κατηγορίες για τα εγκλήματα της παράνομης εισόδου στη χώρα, της συκοφάντησης του λαϊκού καθεστώτος και της πολιτικής ηγεσίας της Αλβανίας, για αυτοχειρία, για αντίσταση και για απείθεια προς τις ανακριτικές αρχές.

Οι Αλβανοί αναζητούν μέλη της οργάνωσης «Επιχείρηση Αλβανία» που αποτελείται από εχθρούς του Εμβέρ Χότζα, και σκοπός τους είναι η ανατροπή του σκληρού καθεστώτος. Όταν αντιλαμβάνονται ότι ο Ακριβογιάννης δεν είναι ένας από αυτούς τον οδηγούν σε στρατόπεδο εργασίας, στη Λούσινα. Εκεί έρχεται σε επαφή με μαχητές του ΔΣΕ και μέλη των οικογενειών τους, λιποτάκτες του ελληνικού στρατού. Ο Έλληνας ίκαρος προσπαθεί να αποδράσει χωρίς επιτυχία και οδηγείται ξανά στη φυλακή. Δυο χρόνια μετά την προσγείωση στους Άγιους Σαράντα, τον Μάρτιο του 1954, ο ανακριτής τον απείλησε ότι αν δεν ομολογούσε, ο θάνατος ήταν η μόνη οδός γι’ αυτόν. Και εκεί ο Ακριβογιάνης καταρρέει. Ομολογεί τη στρατολόγησή του στη Θεσσαλονίκη από τους Αμερικανούς και αποδέχεται την ενοχή του. Έναν μήνα μετά του αποδίδονται κατηγορίες για διενέργεια κατασκοπείας, δολιοφθοράς και απόπειρα διαφυγής από τη χώρα. Έπειτα από σύντομη δίκη, καταδικάζεται σε θάνατο.
Τη Δευτέρα 16 Αυγούστου 1954, τα μεσάνυχτα, φορώντας την στολή του δόκιμου ικάρου, εκτελέστηκε δια τυφεκισμού στο Μπεράτι. Τα τελευταία λόγια του ήταν: Ζήτω η Ελλάδα. Το πιο πάνω κείμενο βασίστηκε στο βιβλίο του Σταύρου Ντάγιου «Ο Νίκος Ακριβογιάννης και η Δίκη των Αεροπόρων», εκδόσεις Liberatus.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το