Πολιτισμός

«Ο διάβολος τραγουδούσε τα μπλουζ» – Το νέο βιβλίο της Λίλλυς Σπαντιδάκη με καταβολές από τον Βόλο

Η Λίλλυ Σπαντιδάκη άρχισε χθες από τον Βόλο την παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου της, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούνιο κι έχει τίτλο «Ο διάβολος τραγουδούσε τα μπλουζ». Το νέο μυθιστόρημά της έχει πρωταγωνίστρια τη Ζόλα, μία μαύρη τραγουδίστρια από τη Νέα Ορλεάνη. Η νεαρή συγγραφέας υπόσχεται ένα μοναδικό ταξίδι στη δεκαετία του 1960, ενώ το βιβλίο είναι πλημμυρισμένο από μουσική. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι οι τίτλοι των κεφαλαίων αντικαταστάθηκαν από τίτλους αγαπημένων τραγουδιών της Λίλλυς Σπαντιδάκη. Τρία χρόνια μετά τη γνωριμία της με το αναγνωστικό κοινό και το «Χωρίς σκηνή», το οποίο απέσπασε εξαιρετικές κριτικές, η ταλαντούχα δημιουργός ολοκλήρωσε το δεύτερο κατά σειρά έργο της που πραγματεύεται μία συναρπαστική ιστορία στη Νέα Ορλεάνη υπό τους ήχους νοσταλγικών μπλουζ.

Βρέθηκε στον Βόλο από το Δουβλίνο, όπου μένει τους τελευταίους δώδεκα μήνες. «Δεν ζω μόνιμα πια στην Ελλάδα. Βρίσκομαι στην Ιρλανδία. Εδώ κι ένα χρόνο μένω στο Δουβλίνο κι εργάζομαι για ελληνικούς εκδοτικούς οίκους. Εξ αποστάσεως, στην αξιολόγηση χειρογράφων. Όταν κάποιος στέλνει το πόνημά του, υπάρχουν οι reader, όπως εγώ και εισηγούνται εάν είναι για έκδοση. Το κάνω από το 2008 αυτό», σημείωσε η Λίλλυ Σπαντιδάκη, η οποία στη συνέχεια αναφέρθηκε στο πώς προέκυψε η μετακόμισή της στην Ιρλανδία: «Το Δουβλίνο αυτή τη στιγμή θεωρείται η «Μέκκα» της τεχνολογίας στην Ευρώπη. Όλες οι μεγάλες εταιρείες έχουν έδρα εκεί. Ο σύζυγός μου ασχολείται με τον τομέα της τεχνολογίας. Ξέραμε ότι εάν φεύγαμε από Ελλάδα, θα καταλήγαμε εκεί, όπως κι έγινε».
Η Λίλλυ Σπαντιδάκη δεν είναι άγνωστη στους Βολιώτες κι έχει καταβολές από την πόλη μας. «Η γιαγιά μου ήταν από τον Βόλο. Τα καλοκαίρια τα περνούσα εδώ μικρή. Δυο-τρεις μήνες καθόμουν. Δεν μου είναι άγνωστος ο τόπος», θυμήθηκε χαρακτηριστικά, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε και στη συνεργασία που είχε με τη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» πριν αρκετά χρόνια: «Έγραψα από το 2008 μέχρι το 2012. Κάθε Κυριακή δημοσιευόταν κι ένα άρθρο με το βιβλίο που είχα διαβάσει εκείνη την εβδομάδα. Κριτική και ανάλυση».
Η συγγραφή του τελευταίου μυθιστορήματός της διήρκησε ενάμιση χρόνο περίπου και για όλο αυτό το διάστημα η Λίλλυ Σπαντιδάκη έχει να διηγηθεί αρκετές ιστορίες. Όπως για παράδειγμα το πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου της: «Στην αρχή είχα διαλέξει έναν πιο πεζό τίτλο, είναι αλήθεια. «Ζόλα», που είναι και το όνομα της πρωταγωνίστριας. Το πάλευα να βρω και μία εναλλακτική πρόταση. Είχα… κολλήσει στο «Ζόλα» και προσπαθούσα να συνδυάσω λέξεις. Ήμουν σπίτι με φιλική παρέα, είχα νεύρα εγώ, γιατί δεν έβρισκα κάτι και στο τέλος τη… διαολόστειλα. Κι αυτήν και τα μπλουζ και όλα. Τότε πετάχτηκε ένας φίλος μου, και μου είπε: «Γιατί δεν συνδυάζεις τον διάβολο με τα μπλουζ; Βρες έναν τρόπο». Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μου ήρθε κατευθείαν και ο τίτλος που έδωσα στο βιβλίο».
Στο συγγραφικό της ντεμπούτο πριν από μία τριετία, η Λίλλυ Σπαντιδάκη μας ταξίδεψε στο Παρίσι του Μεσοπολέμου μέσα από την ιστορία μίας Γαλλίδας μπαλαρίνας. Στο νέο βιβλίο της η δράση μεταφέρθηκε στη Νέα Ορλεάνη, με την ίδια να εξηγεί τους λόγους που επιμένει να επιλέγει ηρωίδες που δεν ζούνε στην Ελλάδα: «Όλοι με ρωτάνε γιατί. Πιστεύω ότι είναι τα ερεθίσματα που παίρνουμε. Θεωρώ ότι είμαστε μία γενιά νέων συγγραφέων, που μεγαλώσαμε με το ίντερνετ και το οποίο μπήκε στη ζωή μας σε πολύ τρυφερή ηλικία. Ανοίξαμε τα μάτια μας παραπάνω σε σχέση με τους προηγούμενους. Είδαμε μέρη, τόπους και χρόνους που δεν ήταν τόσο εύκολο να επισκεφτούμε. Αυτό είναι επί της ουσίας που με οδηγεί. Τι είναι αυτό που δεν μπόρεσα να ζήσω ή θα ήθελα και είναι αδύνατον να συμβεί; Οπότε, διαλέγω αυτό που με έλκει και πάω εκεί».
Πάντως, η επιλογή της Ζόλα δεν ήταν εύκολη. «Ήταν το πιο δύσκολο εγχείρημα που έχω κάνει προς το παρόν», είπε για την πρωταγωνίστριά της, για να συμπληρώσει: «Χρειάστηκε έρευνα που κράτησε πολύ καιρό και εξίσου αρκετό διάβασμα. Η μυθοπλασία σε βοηθάει να μπεις στο πετσί του άλλου. Όμως, αναζήτησα μαρτυρίες ανθρώπων, παρακολούθησα ντοκιμαντέρ για το τι συνέβαινε τότε με το φυλετικό διαχωρισμό, πώς συμπεριφέρονταν οι λευκοί στους μαύρους και αντίστροφα, ποια ήταν η οπτική των μαύρων. Όταν ξεκίνησα είχα μία εντελώς διαφορετική εικόνα μέσα στο μυαλό μου. Ένα καθημερινό, λευκό κορίτσι, το οποίο είχε στο νου του, αυτό που έκανε. Να πάρει την εκδίκησή της. Έλα, όμως, που ήθελα κάτι να τη διαφοροποιήσει. Να είναι πιο ουσιώδης. Να ξεφύγουμε και να πάμε σε μία βαθύτερη ανάγκη να κάνει αυτό που έκανε και να πολεμήσει για τα όνειρά της, διεκδικώντας ταυτόχρονα μία θέση στην κοινωνία που δεν υπήρχε για εκείνη. Έτσι έγινε τραγουδίστρια, η μουσική είναι άλλωστε η αγαπημένη μου κατάσταση. Κι αφού αναφέρθηκα σε μπλουζ, σίγουρα θα πήγαινα πίσω στη δεκαετία του ’60».
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του βιβλίου της που είναι γεμάτο από ήχους μπλουζ, η Λίλλυ Σπαντιδάκη μίλησε για το πόσο την εκφράζει η μουσική στη δουλειά της: «Στο βιβλίο κυριαρχεί η μουσική. Όχι μόνο εξαιτίας της πρωταγωνίστριας, ήταν και δική μου ανάγκη. Όταν γράφω, ακούω μουσική. Θέλω με κάποιον τρόπο αυτό να καταφέρω να το περάσω στον αναγνώστη. Επί της ουσίας βρήκα το τραγούδι που ταίριαζε σε κάθε κεφάλαιο, ώστε να τον βάλω καλύτερα στο πώς ήμουν εγώ, όταν έγραφα. Η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι σ’ αυτά που κάνω καλλιτεχνικά. Από εκεί αντλώ την έμπνευσή μου. Εάν μου κάνει κλικ ένα κομμάτι, θα με χτυπήσει κάτι και θα δημιουργηθούν κόσμοι ολόκληροι».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το