Άρθρα

Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι

«Όποιος μπορεί να φορτίζει την ερημία του έχει ακόμα ανθρώπους μέσα του»
(Ο. Ελύτης)

Tου Παναγιώτη Σωτηρόπουλου
(Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελλών ΙΙΙ)

Ένα κομμάτι γης «χωρίς παρηγοριά ή γλυκύτητα, όπου ο αγρότης ζει στη δυστυχία και την εξορία, με τη ζωή του ακίνητη σε ένα στέρφο έδαφος αντιμέτωπος με τον θάνατο».
Σ αυτή τη σκοτεινή γη ο Χριστός δεν έφθασε ποτέ, σταμάτησε λίγο πριν στο Έμπολι, στην περιοχή της Νάπολης. Στην περιοχή Bassilicate ή Basilicata βρέθηκε εξόριστος το 1935, μετά την καταδίκη του από το φασιστικό καθεστώς ο Carlo Levi. Γόνος αστικής Εβραϊκής οικογένειας, επιλέγει, μετά τις σπουδές Ιατρικής που θα του εξασφάλιζαν την άνεση μιας βιωτής χωρίς έγνοιες, να επιδοθεί σ’ αυτό που χάριζε ευφροσύνη στην καρδιά του, τη ζωγραφική, αλλά προ πάντων στην υπεράσπιση των ανθρωπιστικών ιδεωδών.
Μέλος του Κινήματος Δικαιοσύνης και Ελευθερίας, δεδηλωμένος αντιφασίστας και μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, καταδικάστηκε από τις αρχές ασφαλείας σε επιτηρούμενη εξορία. Η διαμονή του στην περιοχή είναι μια εμπειρία αποκαλυπτική και η έμπνευση για το μυθιστόρημα Cristo si è fermato a Eboli (Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι) μια αφήγηση που κινείται ανάμεσα στον μύθο και στην πολιτική δέσμευση υπέρ των κατατρεγμένων.

Το έργο του Levi είναι παράλληλα μια εθνογραφική αφήγηση και μυθιστορία για μια περιοχή κυριολεκτικά αποκομμένη και ξεχασμένη από τη διοίκηση αλλά και την υπόλοιπη κοινωνία.
Αν για πολλούς η αναγκαστική εξορία σε τόπους δύσβατους και εγκαταλειμμένους είναι επαχθής τιμωρία, για τον Levi η πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία ήταν απελευθερωτική. Γρήγορα ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους, έβλεπε μπροστά του έναν ορίζοντα αμόλυντο και μια φύση που ξεδιπλώνονταν στην παλέτα του. Παρά την ασφυκτική παρακολούθηση από τους εγκάθετους του καθεστώτος στο Grassano, τον τόπο εξορίας, περιοχή απομονωμένη ο Levi δεν θα αποκαρδιωθεί, γιατί οι γόνιμες συναντήσεις του διανοούμενου με τους φτωχικούς κατοίκους είναι δρόσος εν καμίνω. Αποκρυπτογραφεί καταχωμένα και καταπιεσμένα συναισθήματα, καταγράφει το κοινωνικοοικονομικό περικείμενο, αφηγήσεις που ανόθευτες από τις παρεμβολές του σύγχρονου πολιτισμού αναδύουν το άρωμα της αρχέγονης κοινότητας. Για τον στρατευμένο Εβραίο διανοούμενο είναι η τοιχογραφία μιας μικρής Ιερουσαλήμ, χαμένης μέσα στην έρημο. Τα σοκάκια του χωριού, η εκκλησία σε περίοπτη θέση, η άπλετη θέα, ο αέρας, το διάχυτο φως, ο άνεμος που δίνει την αίσθηση.
Η συνάντηση με τους κατοίκους, παρίες μιας κοινωνίας στη δίνη του εμπόλεμου αναβρασμού που διαφαίνεται ήδη, είναι μια πράξη ανυπόκριτης αγάπης. Στο μυθιστόρημά του ο Levi καταγράφει με τη σπουδή του εταστικού παρατηρητή τον πανοραμικό ορίζοντα.

Η επικοινωνία με τους κατοίκους είναι μια δυναμική αλληλεπίδραση που προκαλεί ανησυχία στους καταδότες του καθεστώτος και η αφήγηση θα συμπληρωθεί με τον επόμενο τόπο εξορίας, το Aliano, όπου οι συνθήκες είναι ακόμη πιο πρωτόγονες.
Οι κάτοικοι αποθηκεύουν τα τρόφιμα σε σπηλιές, η πρόσβαση είναι εφικτή μόνον με υποζύγια. Καταφυγή και παρηγοριά, ή καλύτερα ανασασμός της καρδιάς η ζωγραφική του ανέγγιχτου τοπίου, των άνυδρων λόφων, που γοητεύει το Levi. Με το καβαλέτο του, και τη συντροφιά των παιδιών του χωριού που τον ακολουθούν με θαυμασμό και περιέργεια βρίσκει γωνίες θέασης, όσο του επιτρέπουν οι αρχές ασφαλείας, για να επιδοθεί στην απελευθερωτική δημιουργία της τέχνης.
Το σκηνικό της αφήγησής του αποδίδει με αδρά χρώματα τη μικρή κοινωνία. Αρρώστια και φτώχια, γυναίκες ντυμένες στα μαύρα, πρόσωπα χαραγμένα από την κακουχία. Ο αστός θεωρητικός της επανάστασης βρίσκεται εκεί για να βοηθήσει τους ανθρώπους από την ελονοσία που θερίζει, για να αφουγκραστεί τον βουβό καημό τους. Ο Levi νιώθει πως άξιζε την εκτίμησή του ο φτωχόκοσμος. «Ο Carlo Levi προσκολλήθηκε σε αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες με ενσυναίσθηση συγκινητική όπως μαρτυρά η τρυφερή απλότητα με την οποία περιγράφονται στο οδυνηρό αφήγημά του πρόσωπα και πράγματα.

Αυτός ο κόσμος των αγροτών, που κατέχει βασική θέση στο μυθιστόρημα, σηκώνεται καθημερινά τα χαράματα για να φτάσει στα χωράφια του στις όχθες του Agri, ενός ανθυγιεινού ποταμού που εξηγεί την ελονοσία που υπέστη αυτός ο στερημένος αγροτικός πληθυσμός και παραιτήθηκε από τη μοίρα του. Η μόνη παρηγοριά στην οποία μπορούν να προσκολληθούν αυτοί οι αγρότες είναι οι μύθοι. Αυτοί φυσικά τροφοδοτούν τους τρόμους τους, αλλά και τους κατευθύνουν προς ένα είδος πρωτόγονου πανθεϊσμού όπου όλα είναι θεϊκά. Ένας κόσμος τόσο εκπληκτικός όπου οι γυναίκες ασκούν μια de facto μητριαρχία ενώ πρέπει να συμμορφώνονται με πολύ αυστηρούς κοινωνικούς κανόνες, ιδίως όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ο Carlo Levi ενεργεί μέσα από το μυθιστόρημά του ως ιστορικός, ανθρωπολόγος και ζωγράφος προσωπογραφιών και τοπίων σε μια σύνθεση μοναδική, άδολη.
Για τον Carlo Levi, αυτή η εμπειρία της ζωής σε αυτό το χαμένο χωριό Basilicata ήταν μια αποκάλυψη που του επέτρεψε να ζήσει ένα είδος εσωτερικού ασκητισμού. Αυτή η όμορφη διαύγεια κάνει ανεκτό το βάρος της μοναξιάς και το οδυνηρό διάλειμμα με ένα ολόκληρο μέρος του εαυτού του. Επομένως, η αναχώρησή του διαποτίστηκε με μια αμφίσημη νοσταλγία.
Εκεί κοντά βρίσκεται η Matera, με το γραφικό της κέντρο, τις μπαρόκ κατοικίες, άντρο των φασιστών. Όμως σε απόσταση κοντινή είναι οι τρωγλοδύτες, μια ολόκληρη κοινωνία χτυπημένη παλιότερα από την πανούκλα, το φρικιαστικό σκηνικό της Κόλασης του Dante. Παιδιά με πρησμένες κοιλιές από την ακατάλληλη και ελλιπή διατροφή, κάτοικοι σκελετωμένοι από τη δυσεντερία, πρόσωπα πρόωρα γερασμένα. Δεν είναι πολίτες ενός κράτους αλλά Παγανιστές στις πολλαπλές σημασίες της λέξης: παρίες του πολιτισμού, αφημένοι στο έλεος της φύσης. Το έργο του Carlo Levi είναι η κραυγή που θα αφυπνίσει την κοινωνία για τους περιθωριοποιημένους και εγκαταλειμμένους, που θα προκαλέσει την εκκένωση των σπηλαίων.

Εκεί θα ζητήσει να ταφεί ο Levi, ως ύστατη απόδοση τιμής στον λαό της περιοχής. Στο νεκροταφείο του χωριού, στον πλέον απομακρυσμένο περίπατο που του επέτρεπαν οι δεσμώτες του, απόμακρα από κάθε θόρυβο που θα νόθευε την καθαρότητα του τοπίου, την αγνότητα των ανθρώπων που τόσο αγάπησε. Σε αντίστιξη με το κακόγουστο και αμετροεπές άγαλμα του Χριστού λυτρωτή, που ύψωσε με δαπάνες του ο νεόπλουτος επενδυτής, εργολάβος από τη Matera, για να προσελκύσει την περιέργεια των ανθρώπων όπως το αντίστοιχο του Ρίου της Βραζιλίας. Μόνο που στο ύψους 21m και άνοιγμα χεριών 19m γλυπτό του Χριστού που υψώνεται πάνω από τα Matera δεν βρίσκει καταφυγή και παρηγορία κανένας από τους ταπεινούς και καταφρονημένους που τόσο αγάπησε ο Carlo Levi.
«Αλλά σε αυτήν τη σκοτεινή γη, χωρίς αμαρτία, και χωρίς λύτρωση, όπου το κακό δεν είναι ηθικό γεγονός, αλλά ένας επίγειος πόνος, που υπάρχει πάντα στα ίδια τα πράγματα, ο Χριστός δεν κατέβηκε ποτέ. Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το