Θ Plus

Ο αρκούδος της Βάλιας Σκάμαλε (*)

Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το τελευταίο σπίτι του χωριού, στην άκρη της Βάλια Σκάμαλε ήταν απομονωμένο, σχεδόν αθέατο και πνιγμένο μέσα στην τραχιά λάκα του ρέματος από μια φύση οργιαστική.
Εκεί ζούσε ένας Μακεδόνας λαϊκός ζωγράφος. Στο ακριτοχώρι αυτό είχε εγκαταστήσει τα τρία τέταρτα της ψυχής του έχοντας αποκαταστήσει τη σχέση του με το μητρογονικό σπιτάκι.
Ο λόγος που τον έκανε ζει το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου εκεί ήταν η μαγεία της πράσινης θάλασσας που γαλήνευε την ψυχή του.
Μια μέρα απ’ αυτές που κλέβουν τις καρδιές των ευαίσθητων ανθρώπων, ο λαϊκός ζωγράφος έκαμε τον καθημερινό του περίπατο στο δάσος ανέβα – κατέβα ώς την πηγή του Κοστέρμπου.
Καθώς ροβολούσε στα βουνοπλάγια, ο ώμος του ήταν πληγιασμένος από τα αγαθά που κουβαλούσε και το δισάκι του γεμάτο εικόνες ήταν, και παραστάσεις σφαλιγμένες όλες σε συσκευασία δώρου.
Εκεί κοντά στην τελευταία στροφή πριν από το ρέμα της Βάλιας Σκάμαλε, αυτιάστηκε ένα γδάρσιμο στο έδαφος και μια φυλλοσυρμή που ταξίδευε με όλα τα σιγκούνια της κατά τη ρεματιά.
Η πυκνή και τραχιά κουρτίνα του δάσους δεν άφηνε περιθώρια να ξεδιαλύνει τους ήχους ούτε να δει πίσω από τις κλαδόριζες την αιτία του γδαρσίματος.
Συνέχισε τον δρόμο του πάνω στο κακοτράχαλο μονοπάτι του Προφήτη Ηλία και βγήκε σε ένα αίθριο λιβάδι, απ’ όπου μπορούσε να ξεκαθαρίσει μορφές, σχήματα και ήχους.
Δεν άκουσε κάτι, δεν είδε τίποτα. Μάλλον, συλλογίστηκε, κάποιος απόηχος από μακρινό κοπάδι ή καμιά ασίγαστη νερομάνα που θα φουρφούριζε από κάνα κεφαλάρι και θα παρέσερνε φύλλα και πέτρες στο διάβα της.


Σκαπέτισε το πρώτο στήθωμα που βρήκε μπροστά του κι ύστερα έπεσε σε χαμηλό αντέρεισμα, που έγερνε προς τη ρεματιά. Εκεί ξεκόρμισαν μερικοί βράχοι, σαν λιθοπλέγματα με οδοντωτές κορυφές και λίγο επικλινείς που για να τους περάσει χρειάστηκε τη βοήθεια της μαγκούρας που πάντα κουβαλούσε μαζί του. Το έδαφος στο σημείο εκείνο σχημάτιζε ένα τραχύ ανάγλυφο με ακανόνιστες δίπλες.
Πίσω από αυτή την κλιμακωτή κορδέλα των βράχων εκτείνονταν άφθονοι λιθοσωροί κι ένα κράσπεδο από διαδοχικούς κρυσταλλικούς σχιστόλιθους.
Ο ζωγράφος διέσχισε με προσοχή το κράσπεδο αυτό και πλησίασε τον ανεπαίσθητο συρτό ήχο γυρεύοντας να εξατομικεύσει το ζωικό κεφάλαιο του θορύβου.
Μπήκε, αφήνοντας πίσω του τους λιθώνες, στο πυκνό και δρυμαίο περιβάλλον της σκαλωτής χαράδρας, που μοιράζει την πτώση της σε απανωτά ρήγματα, για νάρθει απροσδόκητα αντιμέτωπος με έναν εύσωμο χνουδωτό και κάθε άλλο παρά τρομαγμένο αρκούδο που στεκόταν όρθιος στο παραπλάι μιας οξιάς, την οποία ταρακουνούσε με τα μπροστινά του πόδια.
Ζωγράφος και αρκούδος μήτε σάστισαν μήτε πισωπάτησαν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και ανάψανε λίγες πράσινες ολοζώντανες φωτιές. Η επικοινωνία κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ύστερα αποκαταστάθηκε η φυσική τάξη και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του. Ο ζωγράφος για το σπίτι του κι ο αρκούδος για το κατιό του.
Όμως είχε γίνει η μαγιά, είχε ριφθεί ο σπόρος και κάρπισε μια σχέση που έμελλε να ευδοκιμήσει για καιρό.
Ο ζωγράφος φρόντισε στο εξής κάθε βράδυ ν’ αφήνει έξω από τον σηκό του σπιτιού του αποφάγια στην αρχή και κομμάτια από μαγειρευτά τρόφιμα κατόπι.
Ο αρκούδος που είχε μπει στο νόημα – όσο κι αν το νόημα για μια αρκούδα είναι δυσεξήγητο – ερχόταν αργά μες στα μεσάνυχτα όταν σβήνανε τα φώτα να καθαρίσει τον τόπο από τους μεζέδες που άφηνε ο ζωγράφος έξω από το σπίτι του. Αυτό γινόταν καθημερινά.


Μια μέρα έλειψε ο αρκούδος. Ανησύχησε ο ζωγράφος. Φύλαξε τσίλιες την επόμενη παραμονεύοντας αν και πότε θα εμφανιστεί. Εκείνος δεν έσκασε μύτη κι ο ζωγράφος ανησύχησε για τη ζωή του. Την άλλη μέρα ξεκίνησε ένα τυφλό δρομοκόπι για νάβρει τον χαμένο του φίλο. Μαθές τον είχε πια συνηθίσει φιλιώνοντας με την ιδέα του. Ζαλώθηκε τροφές και λίγες μπογιές και πηλάλησε τη χαράδρα της Βάλια Σκάμαλε, τρυπώνοντας σ’ όλες μέσα τις μονιές των βράχων και της κάθε οξιάς το μεράδι.
Έβαλε στον νου του να βρει οπωσδήποτε τη φωλιά που κάτιαζε ο αρκούδος. Μαζί του είπαμε πως είχε και κολατσιό. Για τον ίδιο και τον αρκούδο του. Αλλά έχει ο αρκούδος φωλιά. Ή γυρίζει από τόπο σε τόπο, καταπίνοντας αράδες χιλιόμετρα την κάθε μέρα του;
Στα πρώτα σκαλώματα της Βάλια Σκάμαλε είδε φρέσκα – ολόφρεσκα περιττώματα και πατωσιές της αρκούδας. Ακολούθησε τον τορό τους. Του πήρε μια ώρα ωσότου αφουγκραστεί το θόρυβο που αφήνει πίσω της η ζωή ενός θηλαστικού στο Φλάμπουρο.
Από μακριά αντήχησε τότε ένα μακρόσυρτο τραγούδι, συρτό στα τρία, που λένε εδωνά στην Πίνδο.
Ύστερα ο ζωγράφος παραπάτησε πάνω σε κάτι πέτρες με λειχήνες επάνω τους και γλίστρησε. Όταν σηκώθηκε είδε γύρα του πλήθος βολβούς κι άγρια γαρούφαλα. Ανέβηκε μια σκάλα παραπάνω και σελώθηκε στο καταρράχι της Πεζότας. Από κει αγνάντεψε τον κώνο του Γέρου πάνω απ’ το Παλιοσέλι και συνάμα τυλίχτηκε από μεράδια και αριές.
Έφτασε στο λαγγεμένο δάσο κατά πως λένε τη ράχη της Γκούρας πάνω από τον Αώο και βυθίστηκε στο δασοπλάι της πυκνής φυλλωσιάς της.
Από παντού βουίζανε νεροπλόκαμα και φιλοτεχνούσαν πίνακα οι γάβροι, οι οστριές και τ’ αρκουδοπούρναρα.
Μέσα από αυτή τη λαγγεμένη ατμόσφαιρα πετάχτηκε υποψιασμένος για την επίσκεψη ο αρκούδος, που οσμίστηκε τον άνθρωπο και βγήκε στο μεϊντάνι. Ο ζωγράφος τα έχασε. Η ψυχραιμία από μόνη της δε φτάνει για να στοχαστείς πώς θα αντιδράσεις εκείνη την ώρα.
Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν οι δυο τους. Μέσα τους ξύπνησαν αισθήματα δέους και μιας αβέβαιης αγωνίας που έχει τη ρίζα της στο ένστικτο επιβίωσης.
Ωστόσο ο ζωγράφος πέταξε μπροστά του το περιεχόμενο που κουβαλούσε στο δισάκι του και περίμενε την αντίδραση του αρκούδου. Ο αρκούδος έκαμε ένα βήμα μπροστά. Σιγουρεύτηκε για τη μοναχική παρουσία του ανθρώπου και άρπαξε το μενού του ζωγράφου. Δεν το κατάπιε, αλλά το τράβηξε άτσαλα πίσω από την κουρτίνα του δάσου κι ακούστηκε τότε το πλατάγισμα φύλλων και της γλώσσας του που κατέβαζε αμάσητες τις τροφές.
Ο ζωγράφος έβγαλε από μια διπλανή θήκη του τορβά του μια παλέτα με χρώματα κι ένα μικρό τελάρο και πήρε να ζωγραφίζει τη σκηνή που έκλεινε μέσα της όλη τη μαγεία του παραμυθιού.


Όταν τέλεψε το σχέδιο – γιατί σχέδιο ήταν – και ξανάβαλε τα σύνεργα στον τορβά του, άφησε για λίγο να στεγνώσει το κάρβουνο και τρύπωσε κι αυτός πίσω από το φύλλωμα του δάσου, για να δει από κοντά την κλαδωτή χαμοκέλα του αρκούδου.
Μασουλούσε ακόμη τροφές, διώχνοντας κάποιες αδιάκριτες μύγες από πάνω του κι αδιαφορώντας για την παρουσία του ζωγράφου.
Κι ο τελευταίος; Έκαμε αναστροφή, τράβηξε ακόμη μια πινελιά πάνω από το κάρβουνο και χαράτσωσε το χαρτί έτσι που να αθανατίσει την ηθική πλευρά της άγριας ζωής.
Πήρε να κατηφορίζει. Μεσ’ από τα χλωρολίβαδα, τα ανθοτόπια, τις νεροφαγιές, τους θαμνώνες, τα ζωνάρια του βουνού και τη δενδρώδη μακία που φιλτράρουν και πλουμίζουν το αδιατάρακτο βοτανικό τοπίο. Ένα τοπίο – αντίκλινο της βασιλικής φύσης, που ηγεμονεύει πάνω και πέρα από τον κοσμικό χώρο του ανθρώπου.
Ο ζωγράφος έφτασε στην παρυφή της Βάλια Σκάμαλε και πήρε να κατεβαίνει με προσοχή τα σκαλοπάτια της.
Πίσω του αφουγκραζόταν την ίδια θορυβώδη κοινωνία των βημάτων της άγριας ζωής που τον ακολουθούσε από την πρώτη μέρα. Και που δεν είναι τόσο άγρια όσο νομίζουμε όλοι εμείς της κοινωνίας των πολιτικών αγαθών.
Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι του ο ζωγράφος άνοιξε την πόρτα κι έσβησε τα φώτα. Οι μυρωδιές από την κουζίνα του διοχετεύτηκαν στον βοτανικό κήπο της Βάλια Σκάμαλε και απλώθηκαν οι μαγειρικές ευωδιές ίσαμε το φυσικό μυροπωλείο του δάσου.
Αργά τη νύχτα εμφανίστηκε ο αρκούδος και μπήκε με κάποιες προφυλάξεις στο σπίτι του ζωγράφου. Ανακάτεψε τις κατσαρόλες κι εφόρμησε στην ηλεκτρική κουζίνα.
Αφού χόρτασε ποικιλία ζυμαρικών και λαχανικών, αντίκρισε σε μια γωνιά της σιφονιέρας ένα κεσάτι με κεράσια. Παράτησε τα μαγειρευτά κι έπεσε λιμασμένος πάνω στον κεσέ.
Σκόρπισε τα κουκούτσια – όσα δεν κατάπιε – πάνω στο πάτωμα και πήρε να δαγκώνει την επιφάνεια του τοίχου, στον οποίο ο ζωγράφος είχε μεταφυτέψει μια καρπισμένη κορομηλιά.
Πρέπει να έσπασε ένα του δόντι, γιατί το πρωί ένα κομμάτι ζωικής πορσελάνης κείτονταν πάνω στο σεντούκι.
Ο αρκούδος, αφού χόρτασε και με ένα δόντι σπασμένο τράβηξε για τη Βάλια Σκαμάλε, όπου ξέπλυνε το στόμα και τα ματωμένα του ούλα.
*
Ζωγράφος και αρκούδος θα συνυπάρξουν για ένα καλοκαίρι στο χωριό εκείνο της Πίνδου.
Για ένα μόνο καλοκαίρι. Καθώς το επόμενο, κάτω στη Βάλια Σκάμαλε, εκεί που γεννιέται και ανθίζει η πρωτόγονη ζωή, το άτυχο σαρκίο του αρκούδου θα βρεθεί τουμπανιασμένο και τρυπημένο από δώδεκα φυσίγγια κυνηγών.
Όχι ντόπιων, αλλά φερμένων από την πόλη με τον οπλισμό τους παραμάσχαλα κι οδηγώντας τα θωρακισμένα τους τείχη. Εκείνων των πολιτισμένων ντε, που αν λάχει και βγουν στο απολίτιστο ύπαιθρο, σημαδεύουν κάθε ζωή του δρυμαίου πλανήτη που κινείται μπροστά από την κάννη τους…
Πρώτη του αλωνάρη.
(*) Βάλια Σκάμαλε – Η κοιλάδα με τις σκάλες

Share

Πρόσφατα άρθρα

Καρυστιανού σε Οικονόμου: «Τα Τέμπη δεν είναι μια ιστορία που πάλιωσε, δεν θα κλείσουμε τα μάτια μας»

Τη δική της απάντηση στους χαρακτηρισμούς, που χρησιμοποίησε ο υφυπουργός υποδομών και μεταφορών Βασίλης Οικονόμου…

26 Σεπτεμβρίου 2024

Σίφνος: Υπάλληλος των ΕΛΤΑ υπεξαίρεσε πάνω από 130.000 ευρώ και σκηνοθέτησε τη ληστεία

Μία υπάλληλος των ΕΛΤΑ στη Σίφνο σκηνοθέτησε ληστεία σε βάρος της, αλλά -όπως αποδείχτηκε από…

26 Σεπτεμβρίου 2024

Άγρια κόντρα Κωνσταντοπούλου – Μαρκόπουλου: «Είστε γυμνοσάλιαγκας – Ασκεί bullying»

Άγρια κόντρα ξέσπασε στη Βουλή ανάμεσα στην Πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον…

26 Σεπτεμβρίου 2024

Άγιος Παντελεήμονας: Αγνοούμενος μετανάστης βρέθηκε νεκρός στο ΑΤ με πολλαπλά χτυπήματά στο σώμα

Μετανάστης πακιστανικής καταγωγής βρέθηκε νεκρός μέσα στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Παντελεήμονα το πρωί του…

26 Σεπτεμβρίου 2024

Τις νέες εμφανίσεις παρουσίασε η μπασκετική ΑΕΚ

Η ομάδα μπάσκετ της ΑΕΚ αποκάλυψε σε ειδική εκδήλωση που έγινε στη Sunel Arena τις…

26 Σεπτεμβρίου 2024

Μητσοτάκης: Συνάντησε τον πρωθυπουργό του Λιβάνου – Στήριξη στην πρόταση εκεχειρίας

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό του Λιβάνου Νατζίμπ Μικάτι στο περιθώριο της 79ης…

26 Σεπτεμβρίου 2024