Πολιτισμός

Ο αόρατος εχθρός μας και… η ανάγνωση βιβλίων

Του Β.Δ. Αναγνωστόπουλου*

Ασφαλώς δεν θα αναλύσω την προτροπή της πολιτείας «μείνετε στο σπίτι», αυτονόητο καθήκον προς τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας, αλλά θα προτείνω την αξιοποίηση αυτής της παραμονής με την ανάγνωση βιβλίων, δεδομένου ότι η πράξη αυτή ενέχει το στοιχείο της αυτοσυγκέντρωσης, της χαλάρωσης και της σιωπής. Γι’ αυτό ο Μαρσέλ Προυστ, διάσημος Γάλλος συγγραφέας (1871-1922), ονομάζει την ανάγνωση «εθελούσια δουλεία». Και, δόξα τω Θεώ, η βιβλιαγορά  μπορεί να ικανοποιήσει κάθε αναγνωστική επιθυμία, μικρών και μεγάλων. Εφόσον, όμως, δεν πλησιάζουμε τα βιβλιοπωλεία, ευκαιρία είναι να ξανακοιτάξουμε την οικογενειακή μας βιβλιοθήκη, όπου θα βρούμε εκεί βιβλία που μας περιμένουν να τα διαβάσουμε. Είναι, θα έλεγα, τα παραπονεμένα μας βιβλία με παραμύθια, ιστορίες, διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση κ.ά., που γεμίζουν τη βιβλιοθήκη μας ή το γραφείο μας και αναμένουν να κάνουμε εμείς τη σωστή κίνηση!

Αυτές τις «τρελές» ημέρες που διανύουμε κρατώ στα χέρια μου ένα βιβλίο που με έχει ενθουσιάσει. Τίτλος του «Κατά μήκος της εθνικής οδού», συγγραφέας Αλέξανδρος Βαναργιώτης, εκδόσεις Εύμαρος, 2019, σ. 135. Ο συγγραφέας γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας (1966), σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων και υπηρετεί ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει δημοσιεύσει δύο συλλογές διηγημάτων: Διηγήματα για το τέλος της ημέρας (2009) και Η θεωρία των χαρταετών (204).

Η νέα συλλογή περιέχει 34 μικροκείμενα (short stories, μικρά διηγήματα, μικροαφηγήσεις, σύντομες ιστορίες κ.λπ.) αναφερόμενα κυρίως σε προσωπικά βιώματα, περιστατικά και συμβάντα ζωής. Τα κείμενα μικρής φόρμας απαιτούν ιδιαίτερες λογοτεχνικές ικανότητες, γιατί μέσα σε λίγες αράδες πρέπει ο συγγραφέας να αποτυπώσει συμπυκνωμένη όσο και σαφή μια σκέψη, ανάμνηση, σκηνή ή ένα μικρό συμβάν. Και ο Βαναργιώτης φαίνεται ότι κατέχει πολύ καλά την τέχνη και την τεχνική της μικρής φόρμας.

Οι αναμνήσεις του – κατά κύριο λόγο της παιδικής του ηλικίας – τοποθετούνται στον Δομοκό, στα Τρίκαλα, Ιωάννινα, Άμφισσα κ.ά., όπου έζησε κάποια χρόνια και χαράχτηκαν βαθιά μέσα του γεγονότα και περιστατικά, πρόσωπα και φιγούρες. Άλλωστε, απ’ όπου περνάει ο άνθρωπος κάνει πατρίδα του τον τόπο και αυτόν κουβαλάει νοσταλγικά στη ζωή του. Σημειώνει στη σελ. 13: «Επανέρχομαι συχνά στα γραπτά μου στον Δομοκό. Μια συμπαθητική επαρχιακή κωμόπολη είναι, όπως τόσες άλλες, για πολλούς χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Δεν έχω γνωρίσει και λίγες κωμοπόλεις στη ζωή μου! Για τον Δομοκό όμως κάτι μέσα μου σκιρτά, λειτουργεί μια βαθύτερη έλξη… Έξι χρόνια έζησα στον Δομοκό. Εκεί τελείωσα τις πρώτες πέντε τάξεις του Δημοτικού. Μετά φύγαμε για τα Τρίκαλα. «Δυο καφενεία, δυο σινεμά» που λέει και το τραγούδι…».

Θυμάται λεπτομέρειες από την οικογενειακή, κοινωνική και σχολική του ζωή (η μητέρα του σε πρώτο πλάνο και πιο πίσω ο πατέρας, οι συγγενείς, ο δάσκαλος, οι συμμαθητές του, οι φίλοι του…), γιορτές ήθη και έθιμα, Χριστούγεννα, Πάσχα, πανηγύρι, παζάρι στον Δομοκό, τους χειμώνες και τα καλοκαίρια, ιστορίες από τον εμφύλιο, ταξίδια, παιχνίδια και χαρές…

Είναι εντυπωσιακή η αφηγηματική συντομία, η θεματολογία του – αναλαμπές μνήμης σαν ψηφίδες ζωής και σκόρπιες χάντρες – συγκινητική, επίσης, η αυτοαναφορική γραφή του που μας παραπέμπει κυρίως στο οικείο παρελθόν, στα παιδικά μας χρόνια και στον παράδεισο της παιδικότητάς μας, που πάντα θα νοσταλγούμε και θα επανερχόμαστε σ’ αυτά… Είναι βιβλίο με αναγνωσιμότητα που θα συγκινήσει τον αναγνώστη και θα τον ηρεμήσει με το ανάβλεμμα, κυρίως, σε χρόνια αθωότητας και οικείες αναμνήσεις.

*ομότιμου καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το