Άρθρα

Ο ανθρωπάκος – Ένας Τούρκος στα «νερά» μας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου 

Ο πρώτος άνθρωπος που αντίκριζα τα πρωινά βγαίνοντας από το γραφείο μου ήταν ένας συμπαθέστατος ανθρωπάκος, γλυκός και πονεμένος στην όψη, κυρτός στο κορμί και κακομούτσουνος, με μπαλωμένα ρούχα, που με καλημέριζε ρωτώντας με πάντοτε, με μια περίεργη προφορά, αν έχω καμιά δουλίτσα γι’ αυτόν…

«Κάνω τα πάντα», μούλεγε και δεν επέμενε παραπάνω…
*
Ήταν ένας ανθρωπάκος, γύρω στα πενήντα, καμπουριασμένος τόσο, που νόμιζες πως έχει σκολίωση ή κύφωση εκ γενετής. Ήταν ευγενέστατος και ζούσε μόνος σ’ ένα σπιτάκι παλιό, αχρησιμοποίητο που τόκανε ο ίδιος κούκλα.

Η πρωινή φωνή του, διαμελισμένη, έβγαινε από ένα βάθος απροσδιόριστου νταμαριού που έκοφτε πέτρες με σύμφωνα ανακατωμένα. Ήταν σαν εμποδισμένη η φωνή του να εκφραστεί, με όση θάθελε ειλικρίνεια, εμποδισμένη από τα τροχοφόρα που περνούσαν πορδίζοντας καταπάνω στους ανθρώπους.

Τον έχανα για τρεις τέσσερις ώρες, αλλά τον ξανάβλεπα να κάθεται είτε σ’ ένα αυτοσχέδιο σκαμποδάκι, έξω από το μπακαλικάκι της γειτονιάς είτε στη μαρμάρινη πατούρα του διπλανού σπιτιού, αμίλητος και σκυθρωπός κοιτάζοντας αόριστα τετράγωνα, ορίζοντα και δρόμο, χωρίς το βλέμμα του να σχολιάζει τους περαστικούς.
Προφανώς και δε ζητούσε ελεημοσύνη…
*
Δεν τον ενδιέφερε η κίνηση, τα τροχοφόρα, οι άνθρωποι. Ζούσε μυστηριωδώς σ’ έναν δικό του κόσμο, αλλιώτικο, πλασμένο από δικά του εντελώς διαπροσωπικά στοιχεία, με μια πίστη στην καθημερινή ζωή, κακομοιριασμένoς, αλλά και περήφανoς συνάμα.

Δεν ενοχλούσε κανέναν ούτε γινόταν κουβέντα γι’ αυτόν στη γειτονιά. Για τους περισσότερους ήταν μια συνηθισμένη φιγούρα του πρωινού καμβά της πόλης, που εξαφανιζότανε στη συνέχεια, ειδικά μετά το μεσημέρι. Δεν τον ξανάβλεπα.

Έπαιρνε κάθε μέρα το συσσίτιό του από τη διπλανή Κουζίνα Αλληλεγγύης, έτρωγε αθόρυβα και ξεκουραζόταν για κάνα δίωρο.
Δεν πήγαινε ούτε στην πλατεία μηδέ στην παραλία εμφανιζότανε ποτέ.

Ήσυχος, μοναχικός, άπραγος και λιγομίλητος. Ποια μοίρα τον έστειλε εδώ χάμω, μακριά από τον τόπο του και τους δικούς του;
*
Ωσότου ένα πρωινό ανοίγοντας τη ΘΕΣΣΑΛΙΑ στις εσωτερικές σελίδες, ύστερα από την ανάγνωση των πολιτικών και αθλητικών στηλών, με τράβηξε μια φάτσα δίχως λεζάντα κι ένας τίτλος που έγραφε:
«Το δράμα ενός Τούρκου που έσβησε στο Νοσοκομείο Βόλου».
*
Από τη φωτογραφία, το κείμενο της είδησης και του σχολίου που την ακολουθούσε, κατάλαβα ότι επρόκειτο για τον συμπαθέστατο αν θ ρ ω π ά κ ο της γειτονιάς που έφυγε δίχως κανένας να καταλάβει αν είχε πρόβλημα στην υγεία του και κυρίως αν ήτανε Τούρκος…
Κανείς δεν ήξερε το όνομά του…
Η είδηση στα πίσω έδρανα της εφημερίδας και με ψιλά γράμματα, αλλά χοντρή σημασία έλεγε:

«Πέθανε μόνος, χωρίς οικογένεια, στο Νοσοκομείο. Ψυχορραγούσε μέσα στον χώρο ενός μαγαζιού που του είχε παραχωρηθεί, για να μην περιφέρεται στους δρόμους. Ένας 55χρονος Τούρκος, με καταγωγή από τη Σμύρνη έσβησε πριν μια εβδομάδα στο Νοσοκομείο και αναμένεται η έγκριση από την πρεσβεία της Τουρκίας για τη μεταφορά της σορού».

Πέθανε, συλλογίστηκα, το πρωινό εκείνο με το γλυκό του καλημέρα, το παράξενο, το σχεδόν πονεμένο που έφτιαχνε τη μέρα μου, ίσαμε να τον ξαναϊδώ.
*
Πριν έναν χρόνο τον λυπήθηκα, τόσο καλούλης που ήταν και του ανέθεσα να βάψει το παλιό μου γραφείο, μια και μούχε πει πως «ειδικότης μου τα χρώματα», εννοώντας ελαιοχρωματισμούς, μπογιατίσματα, μερεμέτια…

Με πήρε από το χέρι – δεν τόνε πήρα – και με πήγε στο χρωματοπωλείο της γειτονιάς, ο έμπορας τον καλημέρισε, αφού τον ήξερε καλά, χώρια που μούπε μόλις με είδε «θα στο κάνει κούκλα, κι είναι κι έντιμος…».

Πλήρωσα όσο μου είπε, ύστερα μέτρησε τα τετραγωνικά και μούκανε μια τιμή μπορώ να πω συμφέρουσα για μένα.

Τέλειωσε το έργο του μέσα στην προθεσμία που μου υποσχέθηκε, το παρέλαβα, έμεινα ικανοποιημένος, αλλά τον έχασα για κάνα μήνα.
*
Είχε προφανώς αναλάβει κάποια δουλειά κι έλειπε, αλλά ένα απόγεμα τον ξαναείδα καθισμένο στην πατούρα του εγκαταλειμμένου σπιτιού, να κοιτάζει πάλι αόριστα τα σπίτια και τους δρόμους. Ποτέ τους ανθρώπους.

Το άλλο πρωί τον παρακολούθησα για να δω πού κοιμάται. Άνοιξε την παλιά σιδερένια πόρτα του διώροφου σπιτιού «του» χώθηκε μέσα και δεν ξαναβγήκε…

Είχε πάθει εγκεφαλικό και γι’ αυτόν έμαθα από τις εφημερίδες πως ήταν νεκρός εδώ κι έντεκα μέρες μέσα σε κείνο το ερημικό σπιτάκι. Τον αναζήτησε ο μπακάλης που δεν τον έβλεπε να πηγαίνει σ’ αυτόν κάθε μέρα – όπως ήταν το συνήθειό του – και να παραμένει αμίλητος, δίχως να καπνίζει, να σχολιάζει μήτε και να ζητεί κάτι για να βάλει στο στόμα του.

Ο μπακάλης του έδινε που και που καμιάν ελιά, την έπαιρνε, τη μασούσε και δεν έβγαζε ποτέ το κουκούτσι. Αγόραζε και σταφίδες που όμως τις έπαιρνε στο σπίτι, για βραδινό.
*
Ο Τούρκος δούλευε κάποτε στα καράβια και πριν είκοσι χρόνια ξεμπαρκάρησε στον Βόλο. Του άρεσε η πόλη, όπως έλεγε, και στέριωσε εδώ κάνοντας μεροκάματα στις οικοδομές και μερεμέτια. Ήρθε η κρίση, λιγόστεψε η δουλειά, έμεινε άνεργος, αλλ’  αυτός εκεί μαχόταν τη ζωή με όλα τα πικρά σουσούμια της.

Οι γειτόνοι που τον αγαπούσαν, τον φρόντιζαν, ώστε να έχει μια μπουκιά ψωμί. Δεν παραπονιόταν ούτε αρνιόταν τις βοήθειες. Ποτέ δε ζητούσε.

Η ανεργία κλόνισε την υγεία του. Κλεισμένος μέσα στο αδιέξοδό του, στην πόλη που αποφάσισε να πεθάνει, καρτέραε τον θάνατο, δίχως ελπίδα για καλύτερη μέρα.

Αθόρυβα έζησε κι αθόρυβα έσβησε. Δεν τον είδα ποτέ να γελάει, να χαίρεται, να κλαίει. Σκυμμένος πάντα στο σκαμποδάκι του, ο υπέροχος αυτός ανθρωπάκος παρακολουθούσε τη ζωή να διαβαίνει από μπροστά του, με χαρές, γέλια, φωνές και μαρσαρίσματα.

Ωσότου μαρσάρησε κι ο εγκέφαλός του κι απ’ την πολλή του σφούρλα τούρθε σκοτοδίνη, μια σκοτοδίνη συνυφασμένη με τη ζωή του, που τον τύλιξε στις φασκιές της και τον πήρε αδιαμαρτύρητα στα ήσυχα νερά της…
*
Ήταν ο Ιχμέτ Τοψού, κατά «κόσμον» Αντώνης, Σμυρνιός, σα να λέμε Έλληνας, που ζήλεψε τη μοίρα των φυγάδων και βρήκε απάγκιο στην πόλη που πριν από έναν αιώνα περίπου δέχτηκε τα πρώτα μπουλούκια των ξεριζωμένων Μικρασιατών από τον τόπο που γεννήθηκε…

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το