Κόσμος

Ντόναλντ Τραμπ: Ακόμα και αμερικανικά Μέσα που τον «λάτρευαν», τώρα του γυρίζουν την πλάτη

Οι ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ «έδειξαν» ως μεγάλο χαμένο τον Ντόναλντ Τραμπ. Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί πια και το γεγονός πως αμερικανικά ΜΜΕ που κάποτε τον «λάτρευαν», τώρα του γυρίζουν την πλάτη.
«Τρανταχτό» παράδειγμα η New York Post, του πρώην υποστηρικτή του Ρούπερτ Μέρντοχ, που τον χαρακτηρίζει «Trumpty Dumpty» (κάτι σαν… χαζούλη Τραμπ).

Ακόμη ένα παράδειγμα είναι και η ατάκα του παρουσιαστή Στίβεν Κόλμπερτ που αστειευόμενος σε εκπομπή είπε πως: «το κόκκινο κύμα έμοιαζε περισσότερο με ροζ ψιχάλα».

Υπενθυμίζεται ότι ιστορικά, το κόμμα που ελέγχει τον Λευκό Οίκο «τιμωρείται» στις ενδιάμεσες εκλογές. Μάλιστα, ο ίδιος ο Τραμπ είχε προβλέψει ένα «κόκκινο κύμα» στο χρώμα των Ρεπουμπλικανών να σαρώνει τις αμερικανικές πολιτείες, στην κάλπη όμως αυτό το κύμα δεν ήρθε.

Τρεις πολιτείες «κλειδιά»
Σύμφωνα με το BBC, ο έλεγχος της Γερουσίας εξαρτάται πλέον από το αποτέλεσμα τριών πολιτειών: Αριζόνα, Νεβάδα και Τζόρτζια, όπου θα διεξαχθούν επαναληπτικές εκλογές στις 6 Δεκεμβρίου.

Εν τω μεταξύ, οι Ρεπουμπλικάνοι πλησιάζουν όλο και περισσότερο στην πλειοψηφία των 218 εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν χαιρέτισε τα αποτελέσματα ως «καλή ημέρα για την Αμερική».

Εκλογικοί αξιωματούχοι έχουν επανειλημμένα περιγράψει τις καθυστερήσεις στην ανακοίνωση των τελικών αποτελεσμάτων ως ένα φυσιολογικό, αναμενόμενο μέρος των αμερικανικών εκλογών λόγω των λεπτών περιθωρίων μεταξύ των υποψηφίων, των πιθανών επανακαταμετρήσεων και των δυνητικά αμφισβητούμενων εκλογών. Επιπλέον, οι κανόνες διαφέρουν από πολιτεία σε πολιτεία για το πώς και πότε καταμετρώνται τα ψηφοδέλτια που έχουν σταλεί ταχυδρομικώς.

Μια ανάσα από τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων οι Ρεπουμπλικάνοι

Από το πρωί της Πέμπτης, η Βουλή των Αντιπροσώπων κλίνει προς τους Ρεπουμπλικάνους, σύμφωνα με τις προβλέψεις του CBS News. Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν εξασφαλίσει μέχρι στιγμής 210 έδρες, έναντι 200 για τους Δημοκρατικούς. Συνολικά χρειάζονται 218 έδρες για να αποκτήσουν την πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα, το οποίο αριθμεί 435 μέλη.

Ο έλεγχος της Γερουσίας παραμένει αμφίρροπος, με τους Δημοκρατικούς να έχουν εξασφαλίσει 48 έδρες έναντι 49 των Ρεπουμπλικάνων. Τέσσερις αναμετρήσεις – Αλάσκα, Αριζόνα, Νεβάδα και Τζόρτζια – δεν έχουν ακόμα ασφαλή νικητή.

Το CBS έχει προβλέψει ότι η Αριζόνα κλίνει προς τους Δημοκρατικούς, ενώ η Νεβάδα θα μπορούσε να πάει σε οποιοδήποτε κόμμα.

Η Αλάσκα – όπου τρεις υποψήφιοι ήταν στο ψηφοδέλτιο σε ένα σύστημα ψηφοφορίας με κατάταξη – δεν έχει λήξει, αν και το CBS έχει προβλέψει ότι θα παραμείνει ρεπουμπλικανική, με δύο Ρεπουμπλικανούς – την εν ενεργεία γερουσιαστή Λίζα Μερκόφσκι και την διεκδικήτρια Κέλι Τσιμπάκα – να προηγούνται.

Στην Τζόρτζια, η στενά παρακολουθούμενη κούρσα για τη Γερουσία μεταξύ του νυν Δημοκρατικού Ράφαελ Γουόρνοκ και του Ρεπουμπλικανού Χέρσελ Γουόκερ θα οδηγηθεί σε δεύτερο γύρο τον Δεκέμβριο.

Με έναν τρίτο υποψήφιο στο ψηφοδέλτιο των εκλογών αυτής της εβδομάδας, κανένας από τους δύο υποψηφίους δεν εξασφάλισε το 50% των ψήφων που απαιτείται για την ανακήρυξη νικητή.

Στην Αριζόνα, εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοδέλτια παρέμεναν μη καταμετρημένα από το βράδυ της Τετάρτης, συμπεριλαμβανομένων περίπου 400.000 στην κομητεία Μαρικόπα και περίπου 159.000 στην κομητεία Πίμα, όπου οι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι η τελική καταμέτρηση είναι απίθανο να γίνει στις αρχές της επόμενης εβδομάδας.

Εκτός από την έντονα αμφισβητούμενη κούρσα για τη Γερουσία μεταξύ του Δημοκρατικού Μαρκ Κέλι και του Ρεπουμπλικανού Μπλέικ Μάστερς, η πολιτεία φιλοξενεί μια υψηλού προφίλ αναμέτρηση για την εκλογή κυβερνήτη μεταξύ της Δημοκρατικής Κέιτι Χομπς και της υποστηριζόμενης από τον Ντόναλντ Τραμπ Ρεπουμπλικανής Κάρι Λέικ. Η καταμέτρηση των ψήφων συνεχίζεται και στη Νεβάδα.

Ακόμη και με τα αποτελέσματα να καταμετρώνται ακόμη την Τετάρτη, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι οι εκλογές ήταν μια “καλή ημέρα” για τη δημοκρατία των ΗΠΑ. Ένα αναμενόμενο “κόκκινο κύμα” ηχηρών νικών των Ρεπουμπλικανών δεν υλοποιήθηκε παρά τον υψηλό πληθωρισμό και τα σχετικά χαμηλά ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το