Τοπικά

Νίτσα Διευθυντού-Μεντεκίδου: “Δικός μου άνθρωπος κάθε ασθενής…”

Η κ. Νίτσα Διευθυντού-Μεντεκίδου άσκησε τη νοσηλευτική μέχρι και το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Η θητεία της στο Νοσοκομείο του Βόλου παραμένει ανεξίτηλη στη μνήμη της, καθώς όσα χρόνια κι εάν πέρασαν από την τελευταία φορά που διάβηκε την πόρτα ενός θαλάμου για νοσηλεία, θυμάται με νοσταλγία την εποχή που φρόντιζε με ευσυνειδησία τους ασθενείς της.

Η αγάπη της για το επάγγελμα που επέλεξε να κάνει, παραμένει αναλλοίωτη. Λειτούργημα το χαρακτηρίζει, άλλωστε, θέλοντας να υπογραμμίσει τον ρόλο των νοσηλευτών στον τομέα των επαγγελμάτων υγείας. Κάτι που για την ίδια έγινε ακόμη πιο έντονο τις τελευταίες εβδομάδες, με την πανδημία του κορωνοϊού και θέλησε να απονείμει τα εύσημα στους εν ενεργεία συναδέλφους της, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της κρίσης του COVID-19, με την πρώην εργαζόμενη του «Αχιλλοπούλειου» να κάνει λόγο για μία πρωτόγνωρη κατάσταση που βίωσε το νοσηλευτικό προσωπικό.

Αφορμή για τη συζήτηση μαζί της στάθηκε η δημοσίευση ενός άρθρου της για τον επικείμενο εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Νοσηλευτή, που έχει καθιερωθεί κάθε χρόνο στις 12 Μαΐου. «Θα χαρακτήριζα ήρωες τους νοσηλευτές για όσα προσφέρουν. Εργάζονται υπό αντίξοες συνθήκες, πόσο μάλιστα με τον επιπλέον εξοπλισμό προστασίας από τον κορωνοϊό, που κάνει πιο δύσκολη την καθημερινότητά τους. Όλοι εμείς που είμαστε καλά στην υγεία μας και περνούμε έξω από τα νοσοκομεία, ούτε που γυρίζουμε το κεφάλι μας. Κι όμως… Εκεί μέσα υπάρχουν πολύς πόνος και θλίψη», σχολίασε χαρακτηριστικά.

Η διαπίστωση της κ. Διευθυντού-Μεντεκίδου δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, παρότι μετρά αρκετά χρόνια που αποχώρησε από την εργασία της. «Έφυγα το 1986-‘87. Είχα πάρει και μία απόσπαση για να διδάξω στη Σχολή Νοσηλευτριών της Αγριάς και από εκεί πήρα σύνταξη. Αρκετές μαθήτριές μου εργάζονται τώρα στο «Αχιλλοπούλειο». Μάλιστα, είναι εξαιρετικές στα καθήκοντά τους κι αυτό με κάνει να νιώθω πως έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι», παραδέχθηκε η κ. Μεντεκίδου.

Στη συνέχεια έκανε μία αναδρομή στα χρόνια που βρισκόταν εν υπηρεσία, ενώ σύγκρινε το χθες με το σήμερα: «Τότε δουλεύαμε αλλιώς. Θυμάμαι ιδιαίτερα την έλλειψη προσωπικού. Ήμασταν μόνο δεκαεπτά διπλωματούχες νοσηλεύτριες στο νοσοκομείο, οι υπόλοιπες ήταν μονοετούς ή διετούς φοίτησης. Υπήρχε όμως μεγάλη σύμπνοια ανάμεσά μας. Από εκεί και πέρα, το επάγγελμα τώρα έχει αλλάξει. Για παράδειγμα, έχει αυξηθεί η χρήση της τεχνολογίας και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στα δικά μας χρόνια, όταν είχαμε εισαγωγή ενός ασθενούς, γράφαμε τη νοσηλεία σε κάρτες με το μολύβι. Όταν έπαιρνε εξιτήριο, σβήναμε τα στοιχεία και μετά περνούσαμε το όνομα του επόμενου ασθενή».

Όσο για τον λόγο που επέλεξε να σπουδάσει νοσηλευτική; «Κρίνοντας από τον εαυτό μου, πήγα από επιλογή στη Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων και Επισκεπτριών στην Αθήνα, που τότε λειτουργούσαν σαν οικοτροφεία. Μέναμε μέσα. Καθημερινά κάναμε οκτώ ώρες πρακτική στο νοσοκομείο, ξεκουραζόμασταν μία ώρα για το μεσημεριανό φαγητό και ύστερα ξεκινούσαν τα μαθήματα, ενώ είχαμε μόλις δύο εξόδους την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη και Κυριακή. Τι με οδήγησε να γίνω νοσηλεύτρια; Αγαπούσα πολύ τον άνθρωπο. Τέτοια ιδανικά είχαμε τότε. Κι αυτό τόνιζα διαρκώς όταν δίδασκα, γιατί αλλιώς δεν θα γίνεις ποτέ καλός νοσηλευτής. Πόσο μάλιστα στη δουλειά μας, που δεν υπάρχει περιθώριο για το παραμικρό λάθος και έχεις να κάνεις με ανθρώπινες ζωές. Στην Χειρουργική Κλινική που ήμουν υπεύθυνη, θεωρούσα δικό μου άνθρωπο κάθε ασθενή. Σαν να ήταν οικογένειά μου. Και η καλύτερη ανταμοιβή όλων των νοσηλευτριών ήταν όταν έρχονταν στο γραφείο και μας έλεγαν: «Σας ευχαριστώ πολύ για όλα. Είμαι καλά και φεύγω». Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο. Το χαμόγελο εκείνων των ανθρώπων μας έδινε κουράγιο».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το